ΣΤΑ ΧΕΡΙΑ ΤΟΥ ΠΡΩΘΥΠΟΥΡΓΟΥ το πόρισμα-κεραυνός της Ακαδημίας για το βιβλίο
ΚΡΙΤΙΚΕΣ ΠΑΡΑΤΗΡΗΣΕΙΣ
ΣΤΟ ΒΙΒΛΙΟ ΙΣΤΟΡΙΑΣ
ΤΗΣ ΕΚΤΗΣ ΔΗΜΟΤΙΚΟΥ
Α.
ΕΙΣΑΓΩΓΙΚΕΣ ΚΑΙ ΓΕΝΙΚΕΣ
ΠΑΡΑΤΗΡΗΣΕΙΣ
Η Ακαδημία Αθηνών προβαίνει στη διατύπωση κριτικών παρατηρήσεων στο βιβλίο της Ιστορίας της έκτης δημοτικού για τον μαθητή (ΒΜ) βάσει αντικειμενικών κριτηρίων. Ως τοιαύτα λαμβάνει τον βαθμό της συμμόρφωσης του βιβλίου: 1) με το Διαθεματικό Ενιαίο Πλαίσιο Προγραμμάτων Σπουδών Ιστορίας (ΔΕΠΠΣΙ), 2) με τους κανόνες της ιστοριογραφίας προσαρμοζομένους στις συνθήκες σχολικού βιβλίου της 6ης δημοτικού, σύμφωνα με τις αντιλήψεις της εποχής μας, 3) με τα ιστορικά δεδομένα, καθώς και 4) την ύπαρξη αδυναμιών.
Η Ακαδημία έλαβε επίσης υπ’ όψη το Βιβλίο του Δασκάλου (ΒΔ), καθώς και μοντέρνα σχολικά βιβλία ευρωπαϊκών χωρών. Το πρώτο, για να έχει πλήρη εικόνα των πραγμάτων, τα άλλα, για να ενημερωθεί αναφορικά με τον σήμερα ισχύοντα τύπο σχολικών βιβλίων Ιστορίας.
Μερικές από τις παρατηρήσεις μας είναι εκτενείς. Τούτο όχι επειδή πιστεύουμε πως όλα όσα επισημαίνουμε πρέπει να ενταχθούν στο κείμενο ενός σχολικού βιβλίου της 6ης δημοτικού, αλλά με τον σκοπό να δειχθούν τα δεδομένα ορισμένων βασικών θεμάτων. Μόνον όταν κατέχει κανείς όλα τα δεδομένα ενός θέματος μπορεί να το παρουσιάσει με ακρίβεια, έστω και με λίγα απλά λόγια.
Β1.
ΕΙΔΙΚΕΣ ΠΑΡΑΤΗΡΗΣΕΙΣ
ΚΑΤ’ ΕΝΟΤΗΤΕΣ
ΜΕΡΟΣ 1ο – ΕΝΟΤΗΤΕΣ 1-3
(Μιχαήλ Σακελλαρίου)
1η Ενότητα:
Η Ευρώπη στα νεότερα χρόνια
ΠΑΡΑΛΕΙΨΕΙΣ
1. Στον χάρτη της σελ. 1 δεν φαίνεται η Βενετία, μία από τις δυνάμεις που εξουσίαζαν ελληνικά εδάφη κατά την εποχή που αρχίζει το 1453.
2. «Τυπογραφία: η εκτύπωση βιβλίων με τη χρήση κινητών μεταλλικών στοιχείων» (σελ. 2). Επειδή τα στοιχεία ήταν αρχικώς ξύλινα και στη συνέχεια έμειναν ξύλινα τα πολύ μεγάλα, όπως αυτά που χρησιμοποιούνταν σε τίτλους εφημερίδων, θα μπορούσε να προστεθεί μετά τη λέξη μεταλλικών: (ή και ξύλινων).
ΑΠΡΟΣΕΞΙΕΣ, ΛΑΘΗ
3. Η διατύπωση, στη σελ. 1, «Η εποχή αυτή είναι τόσο σημαντική, που οι ιστορικοί την ονομάζουν Νεότερη εποχή» είναι προβληματική. Δεν θα ήταν, εάν οι συγγραφείς έδιναν τη σωστή σημασία αυτής της ονομασίας: Αμέσως μετά την Αναγέννηση ένας λόγιος, ο Cellarius (με χαρακτηριστικά εκλατινισμένο το γερμανικό όνομά του) χώρισε την Ιστορία σε τρεις εποχές: Αρχαιότητα, Μέσοι αιώνες, Νέα εποχή.
4. Σελ. 11: «Κάθε κυριαρχία πηγάζει από το έθνος». Η δόκιμη λέξη επί του προκειμένου δεν είναι κυριαρχία, αλλά εξουσία, όπως αναφέρεται στη σελ. 13.
5. Σελ. 13: «Η Κα ντε Γκουζ έζησε από το 1478 μέχρι το 1793». Γράφε: 1748-1793.
2η Ενότητα:
Οι Έλληνες κάτω από ξένη κυριαρχία
ΠΡΟΔΙΑΓΡΑΦΕΣ ΤΟΥ ΔΕΠΠΣΙ ΠΟΥ ΔΕΝ ΕΦΑΡΜΟΖΟΝΤΑΙ ΑΠΟ ΤΟ ΚΕΙΜΕΝΟ ΤΟΥ ΒΜ
6. Οι συγγραφείς στο ΒΜ δεν επέδειξαν την επιβαλλομένη μέριμνα, ώστε να συμμορφωθούν με τις οδηγίες του ΔΕΠΠΣΙ, αλλά στο ΒΔ είναι προσεκτικότεροι. Κατά την κρίση μας, οι βασικές τουλάχιστον μεταξύ αυτών των οδηγιών (όπως εκείνες που αφορούν στην καλλιέργεια της εθνικής αυτογνωσίας και αυτοπεποίθησης) πρέπει να ενεργοποιούνται όχι μόνον διά των δασκάλων, με τις οδηγίες του ΒΔ, αλλά και διά του βιβλίου που διαβάζουν οι μαθητές, δεδομένου ότι, πρώτον, η μάθηση εξυπηρετείται περισσότερο με την ανάγνωση παρά με την ακρόαση και, δεύτερον, ένα βιβλίο προσφέρεται σε επανειλημμένες αναγνώσεις.
ΑΛΛΕΣ ΠΑΡΑΛΕΙΨΕΙΣ
7. Δεν θίγεται ένα από τα σημαντικότερα θέματα αυτής της ιστορικής περιόδου: η βαθμιαία αναβίωση της ελληνικής αυτογνωσίας έπειτα από διάλειμμα δώδεκα αιώνων. Βεβαίως οι συγγραφείς αναφέρονται στο ενδιαφέρον των νέων Ελλήνων για την ελληνική αρχαιότητα σε συνδυασμό με τον Διαφωτισμό, δηλαδή πολύ αργότερα από τα πρώτα σημάδια της αναβίωσης της ελληνικής αυτογνωσίας. Υπενθυμίζουμε τα βασικά δεδομένα, όχι γιατί πρέπει να μνημονευθούν σ’ ένα βιβλίο του δημοτικού σχολείου, αλλά για να γίνουμε σαφείς. Από τον 3ον αιώνα μ. Χ. οι ελληνόφωνοι (Έλληνες και ελληνίζοντες) αυτοπροσδιορίζονται γενικά ως Ρωμαίοι. Ελληνική αυτογνωσία αναθρώσκει βέβαια κατά τους τελευταίους αιώνες του Βυζαντίου αλλά μόνον μεταξύ λογίων (Αυλή της Νικαίας, Πλήθων, λόγιοι που μετανάστευσαν στη Δύση). Οι Οθωμανοί, που δεν έχουν μια έννοια ανάλογη με το «έθνος», τους κατατάσσουν θεσμικά σ’ ένα από τα «μιλιέτ» (θρησκευτικές Κοινότητες): εκείνο των Ρουμ (=Ρωμαίων), το οποίο όμως περιλαμβάνει όλους τους Ορθοδόξους της αυτοκρατορίας. Έτσι οι ελληνόφωνοι πληθυσμοί των δύο μεγάλων χερσονήσων, της βαλκανικής και της μικρασιατικής, είναι, για μεν την κρατική διοίκηση «Ρουμ», όπως και οι υπόλοιποι Ορθόδοξοι υπήκοοι του Σουλτάνου, για δε τους εαυτούς τους «Ρωμιοί». Η αναβίωση της ελληνικής αυτογνωσίας συντελείται με βραδύτατο ρυθμό, αρχίζοντας με τους Έλληνες μετανάστες στη Βενετία και άλλες ευρωπαϊκές πόλεις και εκείνους από τους κατοίκους της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας που σπουδάζουν σε ευρωπαϊκά πανεπιστήμια. Μεταξύ όλων αυτών διαδίδεται ως εθνικό όνομα νωρίτερα και ευρύτερα ο όρος «Γραικοί» (αυτός ο όρος αναφέρεται στο κείμενο του ΒΜ, όχι όμως στο ιστορικό πλαίσιό του), αργότερα ο όρος «Έλληνες». Σε συνάφεια με αυτή την εξέλιξη αναπτύσσεται ενδιαφέρον για την ελληνική αρχαιότητα, φαινόμενο απεικονιζόμενο και διαδιδόμενο διά μέσου βιβλίων, όπως του Γ. Κονταρή, Ιστορίαι παλαιαί και νέαι και πάνυ ωφέλιμοι της περίφημου πόλεως Αθήνης, 1676, και άλλα. Επίσης μεταφράζονται ξένα βιβλία με αρχαία ελληνικά θέματα. Αγιογράφοι απεικονίζουν αρχαίους Έλληνες φιλοσόφους σε τοιχογραφίες εκκλησιών. Κατά τις τελευταίες δεκαετίες πριν από την Μεγάλη Επανάσταση η ελληνική αυτογνωσία έχει διαδοθεί πέραν των μορφωμένων: Υδραίοι και Σπετσιώτες πλοιοκτήτες δίνουν στα πλοία τους ονόματα αρχαίων Ελλήνων (το ΒΜ αναφέρει το γεγονός, αλλά εκτός του ιστορικού πλαισίου του). Σε κείμενα της Επανάστασης υπάρχουν χαρακτηριστικές αναφορές στην ελληνική αρχαιότητα, αλλά και στο Βυζάντιο. Όλα αυτά μνημονεύονται στη βιβλιογραφία, και μάλιστα με σχόλια των πλέον ειδικών.
8. Άλλο σπουδαίο ιστορικό θέμα της εποχής, ανεξαρτήτως της εθνικής σημασίας του, είναι η επιβίωση των Ελλήνων, εν μέσω δυσμενών συνθηκών. Και αυτό αγνοείται από το υπό κρίση βιβλίο, μολονότι τα σχετικά στοιχεία υπάρχουν στη βιβλιογραφία. Σε σχέση με τις δυσμενείς συνθήκες υπενθυμίζουμε συνοπτικά ότι ναι μεν η νομοθεσία του κυριάρχου ανεχόταν την ύπαρξη Χριστιανών (και Εβραίων), από την άλλη όμως μεριά τους απωθούσε μακριά από τις παραγωγικότερες γαίες, περιόριζε τα δικαιώματα τους και δεν τους προστάτευε από αυθαιρεσίες τοπικών αρχόντων και απλών μελών της κυρίαρχης κοινότητας. Συχνά εκδηλώνονταν μαζικές επιθέσεις και αναγκαστικοί εξισλαμισμοί, που περιόριζαν αριθμητικώς τους ελληνικούς πληθυσμούς. Έτσι π.χ. ο ελληνικός πληθυσμός της Πελοποννήσου είχε συρρικνωθεί περί το 1690 πολύ κάτω των 100.000 (απογραφή πληθυσμού κατά τη σύντομη βενετοκρατία). Σε σχέση με τους παράγοντες που επέτρεψαν στους υπόδουλους Έλληνες, αρχικώς μεν να επιβιώσουν στη δε συνέχεια να ανακτήσουν δυνάμεις και να απελευθερωθούν, τα διαθέσιμα στοιχεία δημιουργούν την εξής γενική εικόνα (για να μην εκταθούμε σε λεπτομέρειες): Ο υπόδουλος Ελληνισμός κατορθώνει να αναπτύξει άμυνα, με την οποία περιορίζει απώλειες και ζημίες, και επιθετικότητα, με την οποία ανακτά έδαφος. Από αυτή τη σκοπιά η ιστορία των Ελλήνων επί τουρκοκρατίας είναι μια περίπτωση ενός γενικότερου ιστορικού φαινομένου: Το ιστορικό γίγνεσθαι συντελείται διά της συνεχούς αντιπαραθέσεως «προκλήσεων» και «απαντήσεων» και επιβιώνει όποιος οργανισμός «απαντά» επιτυχώς. Στην περίπτωση που μας ενδιαφέρει, ο Ελληνισμός «απαντά» επιτυχώς στις «προκλήσεις» που δέχεται σε ποικίλα κλιμάκια (από την κάθε τοπική κοινωνία έως το «γένος», δηλαδή το έθνος), σε ποικίλα πεδία (από το οικονομικό έως το ιδεολογικό), καθώς και στην παραγωγή ηγεσίας. Ο Ελληνισμός εκμεταλλεύεται τα κενά και τις αδυναμίες που εμφανίζει η οθωμανική διοίκηση, για να ανασυγκροτηθεί και κερδίζει διαρκώς έδαφος. Ο συσχετισμός δυνάμεων μεταβάλλεται διαρκώς προς όφελος των Ελλήνων. Η Μεγάλη Επανάσταση ξεσπάει και επιτυγχάνει σε μια ιστορική στιγμή που συνδυάζει την εξασθένηση του επικυριάρχου και την ενίσχυση του Ελληνισμού, ιδίως σε αποφασιστικότητα, ιδεολογική ωριμότητα, πλήθος και ικανότητες πολεμικών δυνάμεων κατά ξηρά και θάλασσα, εμπειρία πολιτικών και στρατιωτικών ηγετών. Η έμπειρη πολιτική ηγεσία της Μεγάλης Επανάστασης είχε προκύψει μέσα από τους θεσμούς αυτοδιοίκησης (κοινότητες και ανώτερα κλιμάκια) και τη διακυβέρνηση της Βλαχίας και της Μολδαβίας (Φαναριώτες). Χαρακτηριστική είναι η ακόλουθη διαπίστωση: έως και την επανάσταση του 1770 τα κινήματα δεν δημιουργούσαν πολιτικές κυβερνήσεις (στην επανάσταση του 1770 υπήρξε μία εξαίρεση, που όμως οφειλόταν σε Επτανησίους που αποβιβάσθηκαν στην Ηλεία). Στην επανάσταση του 1821 όμως θα σχηματισθούν αμέσως πολλές τοπικές κυβερνήσεις και θα δημοσιευθούν αντίστοιχα «συντακτικά» κείμενα, και λίγο αργότερα θα συνέλθει η πρώτη εθνοσυνέλευση που θα ψηφίσει ένα Σύνταγμα δημοκρατικού χαρακτήρα. Ιδού λοιπόν ένα ιστορικό θέμα που πρέπει να θίγεται στα διδακτικά βιβλία μας σε συνδυασμό με τις ελληνικές κοινότητες της προεπαναστατικής εποχής (Σημ. Το ΒΔ σελ. 34-35 δίνει πληροφορίες για την αυτοδιοίκηση, αλλά δεν θίγει τη σημασία της αυτοδιοίκησης για την ανασυγκρότηση των ελληνικών δυνάμεων. Εξάλλου αυτές οι πληροφορίες είναι ελλιπείς. Μεταξύ άλλων, δεν αναφέρει τη μεγάλη εξέλιξη των θεσμών της ελληνικής αυτοδιοίκησης στην Πελοπόννησο κατά τον 18ο αιώνα).
9. Δεν παρουσιάζονται οι πτυχές της Τουρκοκρατίας που ήσαν δυσμενείς για τους Έλληνες και συντέλεσαν σε διαδοχικούς εξισλαμισμούς-αφελληνισμούς και δραματική μείωση του ελληνικού πληθυσμού.
10. Μέσα στα πλαίσια του ιστορικού θέματος περί της ελληνικής «απαντήσεως» στον ξένο επικυρίαρχο τοποθετούνται μερικά θέματα, ειδικότερα, αλλά το ίδιο σπουδαία από γενική ιστορική άποψη. Αυτά είναι: η στενή διασύνδεση των Ελλήνων με συγκεκριμένη Πίστη και Εκκλησία και η παιδεία τους. Οι Έλληνες ταυτίζονταν τότε ως μέλη της Ορθόδοξης Εκκλησίας τόσο υποκειμενικά (αυτοπροσδιορισμός) όσο και απο το περιβάλλον, επίσημο και ιδιωτικό. Υπενθυμίζουμε ότι οι Οθωμανοί δεν διέκριναν εθνότητες, αλλά «μιλιετ», θρησκευτικές κοινότητες. Έτσι κατέτασσαν τους Έλληνες στο «μιλιέτ των Ρουμ» επικεφαλής του οποίου αναγνώριζαν τον Οικουμενικό Πατριάρχη (η σχετική αναφορά του βιβλίου, σελ. 18, περιορίζεται σε μια εξωτερική περιγραφή). Συνέπεια αυτών των αντιλήψεων ήταν το ότι εξισλαμισμός Ελλήνων σήμαινε και απώλεια της εθνικής ταυτότητάς τους, εκτουρκισμό. Οι εκτουρκισμένοι Έλληνες διατηρούσαν για μερικές γενεές την ελληνική γλώσσα, αλλά θεωρούσαν τους εαυτούς τους Τούρκους. Ενώ, αντίθετα, οι γλωσσικά εκτουρκιζόμενοι Έλληνες, παρέμεναν μέλη της Ορθόδοξης Εκκλησίας και Ρωμιοί (= Ελληνες). Ορισμένοι κληρικοί πρόσφεραν επίσης παιδευτικό έργο, άλλοι ηγούνταν επαναστατικών κινημάτων. Και οι μεν και οι δε αναφέρονται από πηγές και έχουν απασχολήσει την έρευνα. Εντούτοις το υπό κρίση βιβλίο αγνοεί το πρώτο από αυτά τα θέματα και αναφέρεται ανεπαρκώς στο δεύτερο.
11. Σχετικά με αυτό υπενθυμίζουμε ότι η παιδεία καλύπτει σχολεία και βιβλία. Αλλά το υπό κρίση ΒΜ δεν μνημονεύει ελληνικά τυπογραφεία (Βενετία από το 1493 και έπειτα, με μικρές διακοπές, άλλες πόλεις, όπως Κωνσταντινούπολη, Ιάσιο, Βουκουρέστι, Βιέννη, Μοσχόπολη, Σμύρνη κατά διαστήματα), ούτε την ιστορία του ελληνικού βιβλίου (μεταξύ του 1496 και του 1821 δημοσιεύθηκαν σχεδόν 9.000 ελληνικά βιβλία), ούτε την κυκλοφορία έργων σε χειρόγραφα (επιπλέον των εντύπων κυκλοφορούσαν ανά τον ελληνικό κόσμο πολλά χειρόγραφα κείμενα). Ως προς τα σχολεία, επισημαίνουμε ενδεικτικά μερικές ελλείψεις: Δεν μνημονεύονται τα κυριότερα από τα εκτός της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, ελληνικά σχολεία. Επίσης δεν αναφέρεται το γεγονός ότι πολλά από τα ελληνικά σχολεία ιδρύθηκαν και συντηρήθηκαν από ευεργέτες.
12. Άλλο σημαντικό θέμα της εποχής, οι ελληνικές παροικίες του εξωτερικού, προσεγγίζεται ανεπαρκώς από το υπό κρίση βιβλίο. Αυτό αγνοεί, μεταξύ άλλων, ότι στο σημερινό έδαφος της Ουγγαρίας δημιουργήθηκαν πολλές δεκάδες ακμαίων ελληνικών κοινοτήτων. Συνεπώς θα έπρεπε να σημειώνονταν στον χάρτη της σελ. 29 μερικά ακτινωτά βέλη γύρω από τη Βουδαπέστη.
13. Ο χάρτης της σελ. 20 δεν σημειώνει Μοσχόπολη, Μοναστήρι, Φιλιππούπολη, Κωνσταντινούπολη, Σμύρνη.
ANTIΦΑΣΕΙΣ
14. Η διατύπωση «Ξένη κυριαρχία θεωρείται η περίοδος της ελληνικής ιστορίας που αρχίζει με την άλωση της Κωνσταντινούπολης από τους Οθωμανούς το 1453 και καταλήγει στην ελληνική επανάσταση του 1821» (σελ. 15) αναιρείται αμέσως με την αρχή του κειμένου της επομένης σελίδας: «Οι Λατίνοι μετά την άλωση της Κωνσταντινούπολης (1204) κυριεύουν βυζαντινά εδάφη…».
15. Οι πληροφορίες για τα χρονικά όρια της ξένης κυριαρχίας της σελ. 16 συγκρούονται με εκείνες της σελ. 15.
ΣΥΝΕΠΕΙΕΣ ΠΑΡΑΛΕΙΨΕΩΝ, ΑΠΡΟΣΕΞΙΩΝ ΚΑΙ ΑΛΛΩΝ ΑΔΥΝΑΜΙΩΝ
16. Η διατύπωση που λέει ότι η περίοδος της ξένης κυριαρχίας στα πλαίσια της ελληνικής ιστορίας λήγει το 1821 είναι σαν να πληροφορεί τον αναγνώστη, ανακριβώς, ότι μετά το 1821 δεν υπάρχουν πια Έλληνες κυριαρχούμενοι από ξένα κράτη και, κατά συνέπεια, ότι Έλληνες ήσαν μόνον όσοι περιλαμβάνονταν μέσα στα όρια των επαναστατημένων περιοχών του έτους 1821.
17. Η επιλογή του έτους 1453 ως αρχής της ιστορικής περιόδου και ο τίτλος Οι Έλληνες κάτω από ξένη κυριαρχία ορίζονται από το αρμόδιο Πρόγραμμα Σπουδών. Ο δε συνδυασμός τους δεν δημιουργεί κανένα πρόβλημα. Τα γραφόμενα όμως στο ΒΜ προς εξήγηση της φράσης «αρχή ξένης κυριαρχίας» συγκρούονται με την ιστορική πραγματικότητα. Η περίοδος ξένης κυριαρχίας αρχίζει το 1081 και -με την εξαίρεση των μειονοτήτων που νομικά ανήκουν σε άλλη κατηγορία- λήγει το 1948, οπότε περιήλθαν στην Ελλάδα τα Δωδεκάνησα. Έτσι μόνον για την αρχή της τουρκικής κυριαρχίας επί ελληνικών πληθυσμών, έχουμε πλήθος χρονολογιών μεταξύ της καταλήψεως της Μ. Ασίας από τους Σελτζούκους Τούρκους, το 1081, μέχρι της καταλήψεως της Τήνου από την Οθωμανική Αυτοκρατορία, το 1715. Ένα σχολικό βιβλίο της 6ης δημοτικού δεν αντέχει βέβαια στον όγκο όλων των σχετικών πληροφοριών. Όταν όμως παρουσιάζει μερικές από αυτές, δίνει λανθασμένα μηνύματα. Επιπλέον τούτου οι πληροφορίες του βιβλίου σε διάφορες σελίδες είναι ασταθείς και οδηγούν σε σύγχυση, απώλεια πολύτιμου χρόνου και εξασθένηση της εμπιστοσύνης μαθητών και διδασκόντων στο διδακτικό βιβλίο. Όλη αυτή η εμπλοκή και οι συνέπειές της θα αποφεύγονταν, εάν το βιβλίο έλεγε απλώς: «Μετά τό 1453 συνεχίζονται οι ξένες κυριαρχίες, που άρχισαν παλαιότερα και ολοκληρώνονται με την κατάκτηση από τους Τούρκους των τελευταίων ελευθέρων ελληνικών περιοχών, της Πελοποννήσου, το 1461, του Πόντου, το ίδιο έτος και άλλων ελληνικών χώρων αργότερα».
ΑΠΡΟΣΕΞΙΕΣ
18. Σελ. 15: «Κατοχή ελληνικών περιοχών από τους Λατίνους, τους Βενετούς και τους Φράγκους». Έτσι δεν φαίνεται ότι οι Φράγκοι και οι Βενετοί ήταν μέρη των Λατίνων.
19. Σελ. 20: Η συνθήκη του Κιουτσούκ Καϊναρτζή δεν χρονολογείται το 1784, αλλά το 1774.
20. Στον χάρτη της σελ. 29 η Λιψία έχει τοποθετηθεί λανθασμένα στον άξονα από Μόναχο προς Άμστερνταμ. Στην πραγματικότητα βρίσκεται στη Σαξονία (νότος της Α. Γερμανίας).
21. Στο κείμενο της σελ. 34 όπου στην αναφορά στο σχέδιο του Ρήγα παραλείπεται η μνεία των Τούρκων, που όμως υπάρχει σε παράθεμα στην ίδια σελίδα.
22. Στη σελ. 36 γράφεται ότι για την Πελοπόννησο «η ξένη κυραρχία ξεκινάει το 1453». Στην πραγματικότητα έχουμε: Λατινική κυριαρχία 1204 κ.εξ. (τέλος διαφορετικό για επιμέρους περιοχές που απελευθερώνονται), οθωμανική κυριαρχία 1461-1685/1687 (πλην ορισμένων περιοχών που μένουν βενετικές). Βενετική κυριαρχία 1685/1687-1715, οθωμανική κυριαρχία 1715-1821.
3η Ενότητα:
Η Μεγάλη Επανάσταση
ΠΡΟΔΙΑΓΡΑΦΕΣ ΤΟΥ ΔΕΠΠΣΙ ΠΟΥ ΔΕΝ
ΕΦΑΡΜΟΖΟΝΤΑΙ ΑΠΟ ΤΟ ΚΕΙΜΕΝΟ ΤΟΥ ΒΜ
23. Οι αποκλίσεις του ΒΜ από τους στόχους και τις θεματικές ενότητες που ορίζει το ισχύον ΔΕΠΠΣΙ είναι και εδώ πολλές.
ΑΛΛΕΣ ΠΑΡΑΛΕΙΨΕΙΣ
24. Δεν αναφέρεται το γεγονός ότι ο αιγυπτιακός στρατός ήταν τακτικός, οργανωμένος και γυμνασμένος κατά τα ευρωπαϊκά πρότυπα από μισθοφόρους, τέως αξιωματικούς του Ναπολέοντος, και ότι, κατά συνέπεια, οι ελληνικές δυνάμεις βρέθηκαν μπροστά σε έναν τύπο στρατού και έναν τύπο τακτικής που αγνοούσαν. Όθεν η κάμψη τους.
25. Δεν αναφέρεται η ηρωική αντίσταση της Σάμου στην τουρκική επίθεση τον Αύγουστο του 1824 σε συνδυασμό με την επακολουθήσασα συντριπτική νίκη του ελληνικού στόλου κατά του τουρκικού στον Γέροντα (που μνημονεύεται). Πρόκειται για γεγονός αξιομνημόνευτο όχι μόνον καθαυτό, αλλά και γιατί σημειώθηκε μετά την άφιξη του αιγυπτιακού στόλου στο Αιγαίο και τις καταστροφές Κάσου και Ψαρών.
26. Η λέξη «κυβερνήτης» για τον Καποδίστρια χρειάζεται ερμηνεία (σελ. 60), επειδή οι μαθητές τη γνωρίζουν με άλλη σημασία σε εκφράσεις όπως «κυβερνήτης πλοίου, αεροπλάνου»
ΣΥΝΘΕΤΙΚΕΣ ΚΑΙ ΔΙΑΡΘΡΩΤΙΚΕΣ
ΑΔΥΝΑΜΙΕΣ
27. Η όλη σύνθεση δεν έχει σαφείς άξονες (κεντρικό και δευτερεύοντες) ούτε σταθερή διάρθρωση, π.χ.
28. Για να διακριθούν περίοδοι πολεμικών επχειρήσεων, χρησιμοποιούνται όχι ένας γνώμων, αλλά δύο: πρωτευόντως, ένας χρονολογικός, βάσει του οποίου διακρίνονται περίοδοι 1821-1824 και 1825-1827, και, δευτερευόντως, ένας ουσιαστικός, που είναι η παρέμβαση του αιγυπτιακού πολεμικού μηχανισμού. Η αρχή αυτής της παρέμβασης χρονολογείται λανθασμένα το 1825, όταν έγινε η απόβαση του Ιμπραήμ στην Πελοπόννησο, αντί των μέσων του 1824, όταν ο αιγυπτιακός στόλος εμφανίστηκε στο Αιγαίο, καταστρέφοντας την Κάσο. Μια ορθή και παραγωγική διάρθρωση θα επέλεγε έναν μόνο γνώμονα, και αυτόν ουσιαστικό, άρα όχι μια αλλαγή έτους, αλλά την αιγυπτιακή παρέμβαση που επιφέρει μεταβολή στον συσχετισμό δυνάμεων.
ΛΑΘΗ, ΑΝΑΚΡΙΒΕΙΕΣ,
ΑΠΡΟΣΕΞΙΕΣ, ΑΝΤΙΦΑΣΕΙΣ
Π.χ.
29. Σελ. 28: Οι παραδουνάβιες ηγεμονίες δεν ήταν «γύρω από τον Δούναβη», αλλά μόνο βορείως του ποταμού αυτού.
30. Σελ. 30: Σουλτάνοι δεν υπήρχαν μόνο στην Οθωμανική Αυτοκρατορία.
31. Στη σελ. 44: Η διατύπωση που αρχίζει «Τον Μάρτιο του 1821…» και τελειώνει «της Κάσου και των Ψαρών» σημαίνει, συνειδητά ή ασυνείδητα, ότι η τουρκική αντίδραση στην έναρξη της ελληνικής επανάστασης κατέστρεψε μέσα στο έτος 1821 τη Χίο, την Κάσο και τα Ψαρά. Αλλά η Χίος καταστράφηκε το 1822, τα δύο άλλα νησιά καταστράφηκαν το 1824.
32. «Στις αρχές του 1825 η οθωμανική Πύλη αποφασίζει να αντιμετωπίσει… με τη βοήθεια των αιγυπτιακών στρατευμάτων» (σελ. 46). Στην πραγματικότητα αυτή η απόφαση ανάγεται πολλούς μήνες νωρίτερα και το καλοκαίρι του 1824 αιγυπτιακός στόλος δρα στο Αιγαίο (Κάσος) και αιγυπτιακά στρατεύματα αποβιβάζονται στην Κρήτη.
33. Στη φράση «και ο Ιμπραήμ τελικά καταπνίγει την επανάσταση στην Πελοπόννησο» (σελ. 46), το ρήμα καταπνίγει υπερβάλλει την πραγματικότητα. Εξάλλου αντιφάσκει προς τα γραφόμενα από τους ίδιους λίγες σειρές πιο κάτω: «αν και οι Πελοποννήσιοι διατηρούν ορισμένες εστίες αντίστασης».
34. Στη σελ. 50, ενώ στο κείμενο αναφέρεται ορθά ο Παλαιών Πατρών Γερμανός, κάτω από την προσωπογραφία του γράφεται «Π. Π. Γερμανός, επίσκοπος Καλαβρύτων».
35. Στο κείμενο της σελ. 56 επεξηγείται ο όρος της Ιερής Συμμαχίας, ως Συμμαχίας που δημιουργείται το 1814 μεταξύ της Αυστρίας, Ρωσίας, Πρωσίας, Αγγλίας και Γαλλίας… Πρόκειται περί συγχύσεως μεταξύ Ιερής Συμμαχίας -στην οποία εξάλλου δεν συμμετείχε η Αγγλία- και Πενταπλής Συμμαχίας.
36. Στο κείμενο της σελ. 56 χρησιμοποιείται συχνά ο όρος «Μεγάλες Δυνάμεις» και στο γλωσσάριο ερμηνεύεται με τη μνεία της Αγγλίας, της Γαλλίας και της Ρωσίας. Αλλά οι τότε «Μεγάλες Δυνάμεις» ήταν πέντε. Η Αγγλία, η Γαλλία και η Ρωσία σχημάτιζαν την τριάδα των Δυνάμεων που λέγονταν «Προστάτιδες».
37. Το νόημα της διατύπωσης «οι Μεγάλες Δυνάμεις λαμβάνουν υπ’ όψιν και τις εδαφικές διεκδικήσεις της ελληνικής πλευράς» (σελ. 64) δεν είναι σωστό. Ακριβέστερα, οι Δυνάμεις δεν ικανοποίησαν όλες τις εδαφικές διεκδικήσεις (σύγκρινε τους δύο χάρτες της σελ. 65, όπου φαίνεται η μεγάλη διαφορά μεταξύ των διεκδικήσεων της ελληνικής πλευράς και της ικανοποίησής τους).
38. «Οι περιοχές αυτές θα αποτελέσουν και τα πρώτα σύνορα του νεοσύστατου ελληνικού κράτους» (σελ. 66). Η φράση πάσχει λογικά (τα σύνορα, μια γραμμή μεταξύ ομόρων κρατών, δεν αποτελούν περιοχές, που είναι δισδιάστατες πραγματικότητες) και ουσιαστικά (δεν δόθηκε στην Ελλάδα η Σάμος που επαναστάτησε μεταξύ των πρώτων, το 1821, αντιστάθηκε σε όλες τις τουρκικές επιθέσεις και συνέχισε μόνη μετά τον αποκλεισμό της από το ελληνικό κράτος, έως το 1834, επιτυγχάνοντας μια συμβιβαστική λύση: να γίνει αυτόνομη ηγεμονία).
ΜΕΡΟΣ 2ο – ΕΝΟΤΗΤΕΣ 4-5
(Κωνσταντίνος Σβολόπουλος)
ΙΣΤΟΡΙΚΕΣ ΑΝΑΚΡΙΒΕΙΕΣ,
ΛΑΘΗ, ΠΑΡΑΛΕΙΨΕΙΣ
4η Ενότητα
(1) σσ. 67 κ.ε.: Ουδεμία αναφορά επιχειρείται στη βαθύτερη δύναμη που συνετέλεσε στη διαμόρφωση τόσο της ελληνικής αλυτρωτικής πολιτικής όσο και της διεθνούς ζωής κατά τον 19ο και 20όν αιώνα, ήτοι στην αρχή των εθνοτήτων και στην αρχή της αυτοδιάθεσης των λαών.
(2) σσ. 67 κ.ε.: Ουδείς γίνεται λόγος στο κυρίως κείμενο περί του εξωελλαδικού Ελληνισμού ή περί των Ελλήνων που κινήθηκαν έξω από τα όριά του ανεξάρτητου ελληνικού κράτους.
(3) σσ. 67 κ.ε.: Ουδεμία αναφορά υπάρχει στην 4η ή και την 5η ενότητα του βιβλίου, στη θέση, την παρουσία ή τον ρόλο του Οικουμενικού Πατριαρχείου.
(4) σ. 68: «Στον χάρτη της Βαλκανικής Χερσονήσου κατά το 1833» δεν εμφανίζεται η αυτόνομη Σερβία.
(5) σ. 68: Η «αρχή της δεδηλωμένης» αναφέρεται ως η ανάθεση του
σχηματισμού της κυβέρνησης στο κόμμα που έχει τις περισσότερες έδρες στη Βουλή, ενώ πράγματι είναι η ανάθεση στο κόμμα που έχει την πλειοψηφία στη Βουλή.
(6) σ. 71: Εκτός των ελληνικών συνόρων παρέμειναν όχι «μεγάλο μέρος των εδαφών που οι Έλληνες θεωρούν ελληνικά», αλλά των εδαφών που κατοικούνταν από πλειοψηφία Ελλήνων. Δεν εφαρμοζόταν, κατά συνέπεια, η θεμελιακή αρχή των εθνοτήτων.
(7) σ. 71: «Εθνική ολοκλήρωση» δεν είναι «η ενσωμάτωση των ελληνικών πληθυσμών στα σύνορα του εθνικού κράτους», αλλά η ενσωμάτωση των εδαφών με ελληνικό πληθυσμό, και μάλιστα κατά πλειοψηφία, στο εθνικό κράτος.
(8) σ. 71: Στο κυρίως κείμενο δεν αναφέρεται ο Μακεδόνικος Αγώνας, αλλ’ ούτε και οι επανειλημμένες, στη διάρκεια του 19ου αιώνα, κρητικές εξεγέρσεις. Η μνεία του πρώτου στα συνοδευτικά κείμενα δεν αρκεί για να διαφωτίσει τον χαρακτήρα, τη διεξαγωγή ή τα αποτελέσματά του.
(9) σ. 74: Οι δυτικές ευρωπαϊκές δυνάμεις δεν έχουν μόνο εμπορικά και άλλα οικονομικά συμφέροντα στην Οθωμανική Αυτοκρατορία, αλλά και συμφέροντα πολιτικά και στρατηγικά.
(10) σ. 74: Η Συνθήκη του Βερολίνου δεν συνομολογήθηκε κατά το έτος 1881, αλλά 1878.
(11) σ. 86: Αναφέρεται ότι μεταξύ των λογοτεχνών του 19ου αιώνα
«ξεχωρίζει» η Ελισάβετ Μαρτινέγκου και η Καλλιρρόη Παρρέν, ενώ παραλείπονται τα ονόματα του Κάλβου, του Βαλαωρίτη και του Ροΐδη.
(12) σ. 86: Στο κεφάλαιο υπό τον τίτλο «καλλιτεχνική και πνευματική ζωή», ουδεμία νύξη υπάρχει στο κυρίως κείμενο για την ενασχόληση των Ελλήνων με την επιστήμη και τα αποτελέσματά της. Ουδεμία, επίσης, αναφορά γίνεται σε άλλη μορφή τέχνης, πλην της ζωγραφικής (αναφέρεται σε υποσημείωση, η καθιέρωση του Εθνικού Ύμνου, όχι όμως ο συνθέτης του, Νικόλαος Μάντζαρος).
(13) σ. 86: Σε υποσημείωση αναφέρεται ως έτος ιδρύσεως του
Πανεπιστημίου Αθηνών και της Αρχαιολογικής Εταιρείας το 1836, ενώ αμφότερα συστάθηκαν το 1837.
(14) σ. 89: Αναφέρεται ότι κατά την περίοδο του Γεωργίου Α’ «το πολίτευμα δεν είναι δημοκρατικό (…)» και ότι «ακόμη και μετά την ψήφιση Συντάγματος, ο βασιλιάς παρεμβαίνει και εμποδίζει τη λειτουργία του κοινοβουλευτικού πολιτεύματος». Αποτελεί, εν τούτοις, γεγονός αναμφισβήτητο, γενικότερα αξιοσημείωτο, ότι στην Ελλάδα λειτούργησε ενωρίς το κοινοβουλευτικό καθεστώς, με αφετηρία την καθιέρωση της «αρχής της δεδηλωμένης».
5η Ενότητα
(15) σ. 94: Μολονότι αναφέρεται ότι, κατά τους Βαλκανικούς Πολέμους, ο ελληνικός στόλος καταλαμβάνει «πολλά νησιά του ανατολικού Αιγαίου», δεν αναφέρεται η Κρήτη.
(16) σ. 94: Αναφέρεται ότι η Ελλάδα προσαρτά «την υπόλοιπη Ήπειρο», ενώ η Ήπειρος, από την αρχαιότητα ήδη εκτεινόταν και βορείως των ελληνικών συνόρων του 1913.
(17) σ. 96: Προκειμένου να μη δημιουργηθούν εσφαλμένες εντυπώσεις και ερωτηματικά μεταξύ των μαθητών, αναγκαίο είναι, πλην της Θεσσαλονίκης, να παρασχεθούν στοιχεία για τη σύνθεση του πληθυσμού και στην ευρύτερη περιοχή της Μακεδονίας.
(18) σ. 97: Στον χάρτη που αφορά τα αντίπαλα στρατόπεδα κατά τον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο, η Ιταλία χρωματίζεται ως σύμμαχος των Κεντρικών Αυτοκρατοριών και το Βέλγιο καθώς και η Πορτογαλία ως ουδέτερες, ενώ πολέμησαν στο πλευρό της Αντάντ.
(19) σ. 97: Αναφέρεται ότι η Δυτική Θράκη παραχωρήθηκε από τη Βουλγαρία στην Ελλάδα με τη Συνθήκη του Νεϋγύ, ενώ η παραχώρηση έγινε από τους Συμμάχους, εννέα μήνες αργότερα με τη Συνθήκη που υπογράφηκε στις Σέβρες, την ίδια ημέρα με τη γνωστή Συνθήκη.
(20) σσ. 97-100: Μνημονεύεται τρεις φορές αλλά δεν καθορίζεται επακριβώς το περιεχόμενό της Συνθήκης των Σεβρών. Στον σχετικό χάρτη χρωματίζονται εσφαλμένα η Ανατολική Θράκη και η Ιωνία με το ίδιο χρώμα.
(21) σ. 100: Αναφέρεται ότι «χιλιάδες Έλληνες συνωστίζονται στο λιμάνι (της Σμύρνης) προσπαθώντας να μπουν στα πλοία και να φύγουν για την Ελλάδα», χωρίς να αναφερθεί ότι εκδιώκονταν βίαια από τις εστίες τους. Δεν αναφέρεται επίσης ότι και οι Έλληνες του Πόντου και της Ανατολικής Θράκης είτε εκδιώχθηκαν βίαια είτε ωθήθηκαν στον εκπατρισμό από τις εστίες τους.
(22) σ. 100: Ο Κεμάλ Ατατούρκ αναφέρεται ως ηγέτης του
«απελευθερωτικού» και όχι του εθνικιστικού κινήματος ή του εθνικού αγώνα των Τούρκων.
(23) σ. 103: Αναφέρεται ότι «μετακινήθηκαν στην Ελλάδα περίπου
1.200.000» Έλληνες Ορθόδοξοι από τη Μικρά Ασία, χωρίς να αναφερθούν οι Έλληνες του Πόντου και της ανατολικής Θράκης. Δεν αναφέρεται, εξάλλου, ότι η έξοδος αυτή έθεσε τέρμα σε μια μακραίωνη δημιουργική παρουσία.
(24) σ. 103: Αναφέρεται ότι εξαιρέθηκαν από την ανταλλαγή «οι Χριστιανοί», ενώ το κείμενο της σχετικής ελληνοτουρκικής Σύμβασης (άρθρο 2) αναφέρεται σε «Έλληνες».
(25) σ. 103: Προκειμένου περί της ανταλλαγής των πληθυσμών ουδέποτε αναφέρεται ο όρος της ως «υποχρεωτικής», ο οποίος και προσδιόρισε το δραματικό, και πρωτοφανές έως τότε στη διεθνή ζωή, περιεχόμενο της.
(26) σ. 106: Ο χάρτης δεν αναπαριστά, όπως γράφεται, την Ευρώπη «στο Μεσοπόλεμο» αλλά κατά τις παραμονές του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου – μετά το 1936.
(27) σσ. 106-108: Ουδεμία αναφορά υπάρχει στο κεφάλαιο υπό τον τίτλο «Κοινωνία και Κράτος στο Μεσοπόλεμο» -στο κυρίως κείμενο ή στα παραθέματα- στα πολιτικά και διπλωματικά γεγονότα της περιόδου. Ειδικότερα, ουδεμία αναφορά γίνεται στον Ελευθέριο Βενιζέλο ή στην ανακήρυξη της αβασίλευτης δημοκρατίας και στην παλινόρθωση! Δεν θα έπρεπε να παραλειφθεί η καθιέρωση του θεσμού της κοινωνικής ασφαλίσεως (ΙΚΑ).
(28) σ. 109: Ουδεμία αναφορά γίνεται στο μείζον διεθνές πρόβλημα που συνδέθηκε καθοριστικά με την κρίση που προηγήθηκε και κατέληξε στον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο: τη διατήρηση ή όχι του εδαφικού καθεστώτος που είχαν καθιερώσει οι Συνθήκες της Ειρήνης (πρόβλημα του «αναθεωρητισμού»).
(29) σ. 109: Ως αιτία απώλειας της ζωής εκατομμυρίων ανθρώπων
αναφέρονται τα στρατόπεδα συγκέντρωσης και τα μέτωπα των μαχών, αλλά δεν μνημονεύονται οι βομβαρδισμοί κατά των αμάχων.
(30) σσ. 109, 136: Η αναφορά στον πόλεμο των Ελλήνων κατά του Άξονα και στις πολλαπλές, πολιτικές, στρατιωτικές και ιδεολογικές επιπτώσεις της υπεροχής τους είναι απόλυτα και προκλητικά
ανεπαρκής:
«Η Ελλάδα μπαίνει στον πόλεμο στις 28 Οκτωβρίου 1940, όταν
απαντά αρνητικά στο τελεσίγραφο του Μουσολίνι. Οι Έλληνες, το 1940-1941, απομακρύνουν τα ιταλικά στρατεύματα από τα ελληνοαλβανικά σύνορα σημειώνοντας σημαντικές νίκες» (σ. 109).
«Η Ελλάδα συμμετέχει και σ’ αυτόν τον πόλεμο (;) εναντίον του φασισμού και περνά δύσκολες στιγμές κατά τη διάρκεια της Κατοχής. Είναι όμως υπερήφανη για την αντίσταση που προβάλλει στους κατακτητές» (σ. 136, συγκεφαλαιωτική αναφορά).
(31) σ. 111: Αποδίδονται, εξαιτίας και εσφαλμένης επιλογής των πηγών (Ν. Davis, Europe…) στην Ελλάδα 89.000 νεκροί στρατιώτες, ενώ ήταν πολύ ολιγότεροι: 15.700 κατά τον Κ. Δοξιάδη («Θυσίαι της Ελλάδος …», σ. 59).
(32) σσ. 112-4: Εσφαλμένο και αφελές το κείμενο που αφορά τις εσωτερικές ζυμώσεις στην Ελλάδα κατά τη δεκαετία του 1940. Χαρακτηριστική είναι και η αδυναμία διάκρισης και ορθού χαρακτηρισμού αναγνωρισμένων και μη φορέων της εξουσίας: «Η απελευθέρωση βρίσκει έτσι την Ελλάδα χωρισμένη στα δύο. Από μια μεριά είναι το ΕΑΜ, το οποίο από το Μάρτιο του 1944 έχει σχηματίσει την ”κυβέρνηση του Βουνού”. Από την άλλη βρίσκεται η εξόριστη ελληνική κυβέρνηση του βασιλιά, ο ΕΔΕΣ και η ΕΚΚΑ. Η Κυβέρνηση Εθνικής Ενότητας, η οποία σχηματίζεται από τις δύο παραπάνω κυβερνήσεις, δεν καταφέρνει να αποτρέψει τον Εμφύλιο πόλεμο, που ξεσπά το 1946, ανάμεσα στο δημοκρατικό στρατό και την κυβέρνηση» (σ. 112).
«Πόσες και ποιες κυβερνήσεις έχει η Ελλάδα λίγο πριν το τέλος της γερμανικής κατοχής;» (Απάντηση): τρεις (εξόριστη κυβέρνηση, του «Βουνού», κυβέρνηση Εθνικής Ενότητας) σ. 114.
(33) σ. 115: Αναφέρεται ότι με την ενσωμάτωση της Δωδεκανήσου, η
Ελλάδα «πετυχαίνει την εδαφική ολοκλήρωσή της», την οποία και ορίζει ως «οριστικοποίηση των συνόρων του ελληνικού κράτους με την ένωση των περιοχών, οι οποίες κατοικούνται από Έλληνες», μολονότι η τότε ελληνική κυβέρνηση ενέμενε στην ενσωμάτωση και της Βορείου Ηπείρου και της Κύπρου.
(34) σσ. 115 κ.ε.: Στα κεφάλαια που αφορούν τη μεταπολεμική Ελλάδα, ουδενός των ελλήνων πολιτικών, πλην του Κ. Καραμανλή και του Γ. Παπανδρέου, αναφέρεται καν το όνομα – ούτε και του Ανδρέα Παπανδρέου, επί 12ετία πρωθυπουργού!
(35) σσ. 115 κ.ε.: Ουδεμία αναφορά γίνεται στο πολιτειακό καθεστώς της μεταπολεμικής Ελλάδας – ούτε καν στην πολιτειακή μεταβολή του 1974.
(36) σσ. 115 κ.ε.: Ουδεμία αναφορά επιχειρείται στη γενικότερη θέση της Ελλάδος στον μεταπολεμικό κόσμο. Ειδικότερα, δεν αναφέρεται οτιδήποτε στο κείμενο του εγχειριδίου για την τοποθέτηση της χώρας στη διαμάχη μεταξύ Ανατολής και Δύσης κατά την περίοδο του Ψυχρού Πολέμου, στην εξέλιξη των σχέσεων της με την Τουρκία και στη δίωξη του ελληνικού στοιχείου της Κωνσταντινούπολης, της Ίμβρου και της Τενέδου, στην προσπάθεια των ελληνικών κυβερνήσεων για τη διεύρυνση, μετά το 1974, της διαβαλκανικής συνεργασίας, κ.λπ..
(37) σ. 118: Ο Κ. Καραμανλής σχημάτισε την Κυβέρνηση της Εθνικής
Ενότητας και δεν ορίστηκε πρωθυπουργός μετά τον σχηματισμό της.
(38) σ. 121: Σ’ ολόκληρο το κεφάλαιο υπό τον τίτλο «το Κυπριακό Ζήτημα» δεν υπάρχει η παραμικρή αναφορά στον ΟΗΕ Σημειωτέον ο ΟΗΕ δεν αναφέρεται και στο υπόλοιπο μέρος του βιβλίου!
(39) σ. 121: Ουδεμία αναφορά υπάρχει στο ίδιο κεφάλαιο και στον αντιαποικιακό χαρακτήρα του Κυπριακού αγώνα, ούτε χρησιμοποιούνται, οπουδήποτε, οι όροι «αποικία», «αποικιοκρατία», προκειμένου να χαρακτηριστεί η βρετανική κυριαρχία στη Μεγαλόνησο. Αντίθετα, επιλέγεται ο αδόκιμος όρος της «κατοχής» από τους Άγγλους!
(40) σ. 121: Αντί του όρου της τουρκικής «κατοχής» που έχει υποδειχτεί και από το ΔΕΠΠΣΙ, επαναλαμβάνεται τρεις φορές ο όρος της «διχοτόμησης» ούτε καν στα παραθέματα αναφέρεται η τουρκική κατοχή ως παράνομη.
(41) σ. 124: Η ιδέα της ένωσης των ευρωπαϊκών κρατών δεν είχε διατυπωθεί για πρώτη φορά από τον Ρομπέρ Σουμάν στις 9 Μαΐου του 1950, αλλά πολύ προγενέστερα, ήδη από τη δεκαετία του 1920, από τον Αυστριακό διπλωμάτη Κουντενχόβε-Καλλέργη και στο, κυρίως, πολιτικό πεδίο, από τον Αριστείδη Μπριάν («Σχέδιο Μπριάν»).
(42) σ. 124: Οι χώρες-μέλη της ΕΕ δεν αποβλέπουν μόνο στη χάραξη ενιαίας εξωτερικής αλλά και αμυντικής πολιτικής.
(43) σ. 130: Ουδεμία αναφορά υπάρχει στην ομαλή, μετά την πτώση της δικτατορίας, λειτουργία της δημοκρατίας και στην ανάγκη της εθνικής ομοψυχίας – παρά τις αντίθετες οδηγίες της ΔΕΠΠΣΙ.