ΠΟΙΝΙΚΑ ΑΝΤΙ ΠΟΛΙΤΙΚΗΣ
Για άλλη μια φορά επιστρατεύτηκε ο πειστικός πρωθυπουργός Κώστας Καραμανλής για να υπερασπιστεί την κυβέρνηση (του) και να πει ότι «δεν είμαστε όλοι ίδιοι» και ότι «εμείς βγάλαμε την υπόθεση, δεν τη συγκαλύψαμε». Και έτσι να είναι, στην όλη προσπάθειά του υπάρχουν δύο προβλήματα: Αφενός ο πολίτης σκέπτεται μήπως τη βγάλατε επειδή ήσασταν αναγκασμένοι και θα έβγαινε ούτως ή άλλως, και αφετέρου ο ίδιος πολίτης ακόμα κι αν πείθεται ψιθυρίζει μέσα του (ή και δυνατά), καλά ολόκληρος πρωθυπουργός μάχεται στη Βουλή με τον αρχηγό του άλλου μεγάλου κόμματος για να σώσει δυο τρεις αληταράδες που τον εξέθεσαν; Σκέψη καθ’ όλα σωστή, μια και κανείς δεν μπορεί να καταλάβει πώς είναι δυνατόν να παίρνει τέτοιες διαστάσεις μια ιστορία αν δεν έχει εξαιρετικά εκτεταμένη βάση κι αν δεν αγγίζει πολλούς (κι όχι δυο τρεις) και πολύ υψηλά ιστάμενους.
Γενικώς, η ανάμειξη του πρωθυπουργού σε οτιδήποτε δεν μπορούν να αντεπεξέλθουν άλλοι δεν είναι πάντα θετική. Μπορεί πρόσκαιρα να αθωώνει το κόμμα και την κυβέρνησή του αλλά επιβαρύνει τον ίδιο, για τον οποίο οι πολίτες έχουν καλή γνώμη ακόμα κι αν ψηφίζουν άλλο κόμμα. Δεν πρόκειται εδώ για την περίπτωση υπεράσπισης ενός ανθρώπου που βαλλόταν δικαίως ή αδίκως από μεγάλη μερίδα του Τύπου και βγήκε με θάρρος και κόστος (πολιτικό και προσωπικό) ο τότε πρωθυπουργός Ανδρέας Παπανδρέου και τον κάλυψε πλήρως λέγοντας «ο Γιώργος Λούβαρης είναι φίλος μου». Δεν είναι αυτή η περίπτωση, για να εισπράξει ο Καραμανλής τα ανάλογα μπράβο για το θάρρος του, αλλά και το σχετικό κόστος, εδώ το πράγμα είναι μάλλον ανώνυμο, αν και πολλά ονόματα έχουν πέσει στο τραπέζι. Πρόκειται για την απόφαση του πρωθυπουργού να καλύψει στελέχη της παράταξής του κι αυτό είναι μια πολιτική και όχι προσωπική επιλογή. Πέραν της προσωπικής φθοράς Καραμανλή που προκύπτει από την ανάμειξή του σε τέτοιες ανθυγιεινές υποθέσεις, έχουμε και ένα άλλο στοιχείο εξαιρετικά σημαντικό: την προφανή αδυναμία της Νέας Δημοκρατίας να κυβερνήσει ομαλά και να ελέγξει ως πολιτικός οργανισμός τα στελέχη της εκείνα που πολύ εύκολα με τις επιλογές, την ποιότητα και τον χαρακτήρα τους μπορεί να τη βυθίσουν ανέτως στην αναξιοπιστία, που θα σημάνει (σχεδόν αυτόματα) απομάκρυνση από την εξουσία. Την οποία εξουσία με πολύ κόπο ξανακέρδισαν έπειτα από έντεκα περίπου χρόνια διακυβέρνησης της χώρας από το ΠΑΣΟΚ, διότι από τον Οκτώβριο του 1993, όταν ξανακέρδισε εκλογές ο Α. Γ. Παπανδρέου, μέχρι τον Μάρτιο του 2004 είναι κάτι λιγότερο από έντεκα χρόνια. Όσο κι αν οι πολίτες θυμούνται με παγωμένα ρίγη στη σπονδυλική στήλη το στυλ και το περιεχόμενο της κυβέρνησης Σημίτη (μετά το 2000 κυρίως), δεν θα διστάσουν (έστω με κρύα καρδιά) να ξαναψηφίσουν ΠΑΣΟΚ αν εκνευριστούν με τον τρόπο που η ΝΔ κυβερνά. Το πρόβλημα αυτό (της ανεπάρκειας πολλών στελεχών της να κυβερνήσουν) είναι πολύ σοβαρό για τη ΝΔ, αφού έρχεται να δικαιώσει όσους και πριν από τις εκλογές έλεγαν πως η Νέα Δημοκρατία δεν έχει πολιτικό προσωπικό και πέραν του αρχηγού της (και 3-4 συνεργατών του) υπάρχει το χάος.
Τώρα, που είμαστε στα τριάμισι περίπου χρόνια διακυβέρνησης της χώρας από τη ΝΔ, φαίνεται ότι ο Κ. Καραμανλής δεν είναι πως αντιπαθεί τους ανασχηματισμούς και δεν κάνει, αλλά ότι δεν έχει πολλές επιλογές έτσι ώστε η κυβέρνηση που θα σχηματίσει να δώσει την αίσθηση της νέας και ικανής, και να αποπνέει τον αέρα του ενθουσιασμού και της γνώσης. Κοντεύει να φύγει η τετραετία και ανασχηματισμό δεν έχει κάνει. Οι μόνες αλλαγές που έχουν γίνει ήσαν οι αναγκαστικές, από παραιτήσεις υπουργών (π.χ. δύο φορές ο παράξενα άτυχος Σ. Τσιτουρίδης), κάτι που βάζει σε πολλές σκέψεις τους πολίτες, κυρίως όταν υπάρχουν προβλήματα οφθαλμοφανή που θέλουν αντιμετώπιση μέσω αλλαγών. Και ναι μεν «ο πρωθυπουργός ανασχηματισμό υπό πίεση δεν κάνει», «εκλογές υπό πίεση δεν κάνει», αλλά και τον επίμαχο υπουργό Τσιτουρίδη δεν θα απομάκρυνε υπό πίεση, αλλά το έκανε. Άλλο που επικαλέστηκε άλλον λόγο και όχι τα περίφημα πλέον δομημένα ομόλογα και το παιχνίδι με τα ασφαλιστικά ταμεία.
Η αλήθεια είναι ότι η κρίση φθοράς και κυβερνητικής ανεπάρκειας ήρθε αρκετά γρήγορα για τη Νέα Δημοκρατία. Μένει να δούμε πώς θα εξελιχθεί και αν αυτή θα εκφραστεί και στις κάλπες, σε τέτοιο βαθμό ώστε να απομακρυνθεί εκ νέου αρκετά σύντομα (όπως και το 1993) από την εξουσία.