Μια φορά και έναν καιρό
Λάβαμε την παρακάτω επιστολή κάποιου θυμωμένου αναγνώστη, την οποία παραθέτουμε αυτούσια, επειδή καμιά φορά (σπανίως βέβαια) έχουν δίκιο και οι άλλοι…
«Κύριε,
Παρακολουθώ με αγανάκτηση όσα εσείς οι νέοι, τα κακομαθημένα παλιόπαιδα, της δεκαετίας του ’30, καταγράφετε με όλη τη θρασύτητα που χαρακτηρίζει το ανώριμον της ηλικίας σας γεγονότα μιας άλλης εποχής, της εποχής ΜΟΥ, χωρίς να διεισδύετε στα ”εσώτερα” που θα ‘λεγε κι ένας κουλτουριάρης, των όσων διαδραματίσθηκαν στη γενικότερη τότε επικαιρότητα.
Για να γίνω πιο σαφής ”περιπλανάσθε στο δάσος” και το δάσος σας κρύβει το… δένδρο, που ενώ είναι μπροστά στα μάτια σας, εσείς δεν το βλέπετε, επειδή δεν μάθατε να κοιτάτε. Και από πάνω νομίζετε πως σκιαγραφείτε ό,τι θυμάστε, τρομάρα σας!
Δεν αμφισβητώ ότι μπορεί να παρευρεθήκατε κι εσείς σ’ εκείνη την αυγουστιάτικη νύχτα του 1938, όταν το τρένο της Κηφισιάς, το θρυλικό ”θηρίο” που πολλοί αποκαλούσαν ειρωνικά ”ο Σταμάτης”, έκανε το τελευταίο του δρομολόγιο, διότι ύστερα από ώριμη σκέψη σοφών εγκεφάλων διέκοπτε τη λειτουργία του.
Ξεκινούσε από την Κηφισιά, από έναν πανέμορφο σταθμό, γεμάτο πυκνά δένδρα, λουλούδια και τρεχούμενα νερά, που μέχρι και σε καρτ ποστάλ απαθανατίσθηκε, και διασχίζοντας μποστάνια, αμπέλια και ελαιώνες τερμάτιζε στην πλατεία Αττικής. Και από εκεί είχε ανταπόκριση μ’ ένα τραμ που αντί για αριθμό γραμμής έφερε το στοιχείο ”Κ” που σήμαινε Κηφισιά για να μεταφέρει τους επιβάτες στο κέντρο, στην -ο Θεός να την κάνει- πλατεία Λαυρίου.
Αξέχαστος έμεινε σ’ όσους παρευρέθηκαν σ’ εκείνο το στερνό δρομολόγιο ο αποχαιρετισμός του. Ήταν κάτι σαν κηδεία πολύ προσφιλούς προσώπου. Μέχρι και… νεκρώσιμα αγγελτήρια είχαν κολλήσει οι περίοικοι στην αφετηρία, αλλά και στους σταθμούς απ’ όπου θα περνούσε. Και στο ”πένθος” συμμετείχαν πρώτοι και καλύτεροι, οι χθεσινοί εχθροί του. Όλα τους έφταιγαν κι όλο το κατηγορούσαν. Τους έφταιγε που κάπνιζε, που σφύριζε, που αγκομαχούσε… Το βρίζαν επειδή τους λέρωνε τις άσπρες ”σετακρούτες”, τα κοστούμια τους. Μα τώρα που φεύγει, το κάθε του σφύριγμα είναι σαν να τους απαντάει χαιρέκακα: ”Να, για να δείτε τι είχατε και τι χάσατε…”.
Στην αναχώρησή του από την Κηφισιά και ύστερα στην άφιξή του στο Μαρούσι, στο Ηράκλειο, στη Νέα Ιωνία, στους ”Ποδαράδες” όπως τη λέγανε, κόσμος πολύς περίμενε στις αποβάθρες για να το ράνει με λουλούδια. Κι όλοι τους κρατούσαν ένα κεράκι αναμμένο όπως στον Επιτάφιο. Πρέπει να θυμάστε ακόμα, νεαροί μου, τους απλούς ανθρώπους για τους οποίους έγραψαν τότε οι εφημερίδες, που βγήκαν μέσα στ’ άγρια σκοτάδια και στήθηκαν στην ερημιά της αραιοκατοικημένης τότε Αθήνας, δίπλα στις γραμμές, για ν’ ακούσουν για τελευταία φορά το σφύριγμά του και να προσθέσουνε κι αυτοί το δικό τους αντίο. Αλλά υπήρχαν και οι άλλοι, οι τυχεροί, οι επιβάτες του συρμού, που κρεμασμένοι από τα παράθυρα των βαγονιών, θαρρείς πως ”ρουφούσαν” τους καπνούς που ξεπετούσε τούφες τούφες το φουγάρο του για να κρατήσουν τη μυρωδιά του κάρβουνου που καιγόταν στη μηχανή, ως ανάμνηση. Γιατί το τρένο, κύριε μου, έχει ψυχή που αγγίζει την ψυχή τη δική μας. Το νιώθουμε, το λατρεύουμε ή το μισούμε. Και το μισούνε πολλοί στην Ελλάδα…
Συγχώρα την πολυλογία μου, νεαρέ μου, αλλά ο σκοπός της παρούσης δεν είναι να κάνω ύστερα από εβδομήντα σχεδόν χρόνια μνημόσυνο στο τρένο, αλλά να επισημάνω πως αποχαιρετώντας το ”θηρίο” οι Αθηναίοι, συμβολικά αποχαιρετούσαν την Αθήνα που είχε αρχίσει να αργοπεθαίνει.
Τα λίγα προ και μετά τον πόλεμο χρόνια, η Αθήνα έχασε ”ό,τι πολυτιμότερο είχε”. Και το πολυτιμότερο που είχε και έχασε ήταν η ομορφιά και η ανθρωπιά της και όχι εκείνο που υπονοούσε το ”δουλικό” μετά του οποίου πιθανόν συνεγελαζόσουν.
Πρωτύτερα, την αρχή την έκαναν στο κοσμοπολίτικο Νέο Φάληρο. Είχε μια μεγάλη σιδερένια εξέδρα που επεκτεινόταν βαθιά μέσα στη θάλασσα, όπου έκαναν περίπατο οι Αθηναίοι με τις οικογένειές τους ή όπου ονειροπολούσαν οι ”μνηστευμένοι”. Είχε ωραία κτίρια, σπίτια σωστά παλάτια και ξενοδοχεία μεγαλοπρεπή που δεν είχαν τίποτα να ζηλέψουν από τα αντίστοιχα των λουτροπόλεων της Μεσογείου. Τα κοσμικά του κέντρα όπου εσύχναζε η αφρόκρεμα της διανόησης με τον περίγυρό της συγκέντρωναν όλον τον πλούτο του πνεύματος και της τέχνης.
Ήταν ένα ευρύτατο φιλολογικό σαλόνι, με μουσική υπόκρουση από τη θρυλική ”Ταραντέλα”. Το Φάληρο αυτό, ένας ”αρμόδιος” υπουργείου, το εξετέλεσε εν ψυχρώ. Το σκότωσαν ”εν μια νυκτί” αδειάζοντας επάνω του όλους τους υπονόμους της ευρύτερης Αθήνας για να βρωμοκοπάει σχεδόν ως τις μέρες μας.
Κάνε αν θέλεις, νέε μου, κι αν σε κρατάνε τα πόδια σου φυσικά, κάνε μια βόλτα στα δρομάκια του και θα δεις να καταρρέουν κάποια ερείπια, σκελετοί, απομεινάρια της παλιάς του δόξας, που αναμένουν τον φιλόστοργο εργολάβο να τα αξιοποιήσει σε απρόσωπη πολυκατοικία, να μη θυμίζει τίποτα από το παρελθόν.
Ύστερα ορμήσανε πάνω στα κτίρια. Γκρέμισαν εκείνο το διαμάντι, το Δημοτικό Θέατρο της Αθήνας, για να γίνει μια τσιμεντένια πλατεία. Πάει το υπουργείο Οικονομικών στην πλατεία Κλαυθμώνος, με την ιστορία του. Και σιγά σιγά και με το μαλακό πάνε να επιχωματώσουν και να εξαφανίσουν τον φαληρικό όρμο.
Και για να γυρίσω από εκεί που ξεκίνησα, μη νομίσεις πως η Κηφισιά ήταν ένα χωριό απομονωμένο όπου έκλαιγε το ”θηρίο” επειδή έχανε τη συγκοινωνία του και την επαφή του με τον… πολιτισμένο κόσμο. Διότι εκτός από το τρένο με τα συχνά δρομολόγια υπήρχαν και ωραιότατα μεγάλα ”καμπριολέ” λεωφορεία, σαν εκείνα που πήγαιναν Γλυφάδα – Βούλα για να ταξιδεύουν οι επιβάτες ”υπό το σεληνόφως” τα αττικά βράδια. Ξεκινούσαν από την πλατεία Κάνιγγος, άλλη πεθαμένη κι αυτή πλατεία, και σου στέλνω μια φωτογραφία για να συγκρίνεις τα απέναντι κηφισιώτικα λεωφορεία, με αυτά του πρώτου πλάνου που εξυπηρετούσαν συνοικίες του κέντρου.
Πολλά θα είχα να σου πω για την αγρίως δολοφονημένη Αθήνα, πέραν όσων επιτροχάδην ανέφερα για δυο τρεις μεμονωμένες και κραυγαλέες περιπτώσεις. Κι επειδή ούτε ο Διονύσιος Σολωμός είναι πια της μόδας με τα ”περασμένα μεγαλεία και διηγώντας τα να κλαις”, σ’ όλους εμάς δεν απομένει παρά να γίνουμε ”αναχωρητές” και να καταφύγουμε αυτοεξόριστοι, εμιγκρέδες στη χώρα των αναμνήσεων, έστω κι αν χρειάζεται να πούμε φεύγοντας τη σαρκαστική φράση του Γιάννη Αργύρη στις ”Εσπερίδες” του, τα χρόνια της χούντας: ”Λόγω αναχωρήσεως στο εξωτερικό, πωλείται το εισιτήριο… επιστροφής”»!