«ΚΑΙ ΠΑΛΙΝ ΟΙ ΑΘΛΟΙ ΤΟΥ ΗΡΑΚΛΕΟΥΣ ΕΙΣ ΕΚΔΟΣΙΝ ΝΕΩΤΕΡΑΝ» ΕΙΣ ΧΩΡΑΝ ΠΟΥ ΜΠΕΡΔΕΥΕΙ ΣΥΝΕΧΩΣ ΑΥΓΗΝ ΤΕ ΚΑΙ ΕΣΠΕΡΑΝ

Λέξεις τινάς αναζητώ
ίνα σάς περιγράψω
ποιούς ήθελα επί πυράς
μανιωδώς νά κάψω.

Ως Λοϊόλας άτεγκτος
ή ως Σαβαναρόλας
πολλάκις θά χαιρόμουνα
νά καίγω τάς πανώλας.

Αίτινες κατεκάθισαν
στόν σβέρκο τής Ελλάδος
ωσάν τσιμπούρια λαίμαργα
εις στήθος αγελάδος,

… κι ολημερίς αναρροφούν
τό γάλα καί τό αίμα
ανθρώπων πολυδύστυχων
μέ λαμογιές καί ψέμα.

Ειμί όμως αδύναμος
καί χρόνων απελθόντων
διά νά λάβω εκδίκησιν
ζώντων καί τεθνεώντων.

Προχτές φίλος αδέκαστος
μού έφερεν εις γνώσιν
τό πώς θά διορθώσουμε
τήν βρώσιν καί τήν πόσιν,

… εκείνων όπου πένονται
μέ πενιχράς συντάξεις,
αυτών πού ονομάσθησαν
ως «Κατωτέρα Τάξις».

Μοί λέγει δέ ο φίλτατος
πώς ήκουσεν προσφάτως
ότι ανεστήθη ο Ηρακλής
κι επτάψυχος ως γάτος,

… περιπολεί προάστια
τών νεοπλουτισάντων
καί μέ τό ρόπαλον κτυπά
επί παντός καί πάντων.

Μού δίνει τό τηλέφωνο
τού ήρωος εντέλει
– κάπου εις Πάνω Κηφισιά
μπορεί καί στήν Πεντέλη.
Βγαίνει ο ήρως στήν γραμμή
καί μέ τό «Ποιός»; π’ ακούω,
ουρώ εις τό εσώβρακον
καί τά παπούτσια λούω.

Τρόμος μέ περιέλουσεν
καί είπον νά τό κλείσω,
κόμπος μ’ εστάθη εις λαιμόν
καί πώς νά τού μιλήσω.

Βροντώδης ως Ολύμπιος
εις θεϊκήν κραιπάλη,
αμέσως μ’ ανεγνώρισεν
καί μ’ απαντά: «Μιχάλη,

ξέρω τί θές καί τί ζητάς
γινώσκω τάς φωνάς σας.
Εγώ βρέ ήμουν μαμή
συχνάκις καί μαμά σας,

πολλάκις σάς ξεσκάτιζα
ώ, Έλληνες βαρβάτοι
πότε μέ πόδια τρέχοντας
πότε επάνω σ’ άτι».

Μού δίνει ένα ραντεβού
κάπου εις τά Πατήσια
όπου εστάθην πρός στιγμήν
ίνα ουρήσω τσίσια.

Ώ, ρέ, κι οράω μάνα μου
έναν ροπαλοφόρον
μέ λεοντο-εσώβρακον
τραχύ καί αιμοβόρον.

Κρατούσε δέ κι έναν κουβά
μέγιστον ως βαρέλι.
«Είναι σκατά βρέ Μιχαήλ,
τά φέρνω απ’ τήν Πεντέλη.

Εκεί οι πάντες χέζουνε
κι αρωματίζει η πλάση.
Πήρα καί έφερα γιά σέ.
Μά δώσε λίγη βάση:

Θα πάμε μεσονύκτιον
ομού εις τάς Αθήνας
καί θά αδειάζουμε μικράς
δόσεις εις τάς πισίνας.

Έτσι θά τιμωρήσωμεν
πάσαν νομενκλατούρα
ορώντας τους νά κολυμπούν
εις μυρωδάτα ούρα.
Διότι μ’ αυτό τό Σύστημα,
αλάνθαστος τυγχάνεις:
νά μήν νοεί ο άδικος
κι ο πλούσιος τί κάνεις».

Και ήλθον τά χαράματα
κι όλοι οι «Νταβατζήδες»
πήραν τό μπρέκφαστ στό νερό
σάν βρώμικες γαρίδες.

Αυτή είναι εκδίκηση
καί όχι τά κανάλια,
ούτε καί τά πισώκωλα
πέη… καί μανουάλια.
………………………………………………..
………………………………………………..
Οι νέοι άθλοι τού Ηρακλέους δέν θά βασίζονται
πλέον σέ κατορθώματα απλησίαστα γιά μάς, αλλά σέ
καλοσχεδιασμένες πονηριές, στίς οποίες είμαστε
μανούλια οι νεοέλληνες. Γιά κάντε ένα ανάλογο
πείραμα άν σάς απατά ο άντρας ή η γυναίκα σας. Αχούουου.


Σχολιάστε εδώ