Δημοκρατία, μαντίλα και τανκς…
Η σχέση αυτή είναι ιδιαίτερα σύνθετη: Η αυταρχική στρατιωτικο-πολιτική δομή αυτοπροβάλλεται ως εγγυητής της -εκκοσμικευμένης- πολιτικής δημοκρατίας, ενώ τα ισλαμικά κόμματα επιστρατεύουν το θρησκευτικό «εποικοδόμημα» του Ισλάμ προκειμένου να διασφαλίσουν τη νομιμοποίηση και την «αναγνώριση» από την κοινωνική τους βάση. Αυτή ακριβώς η οργανική «εμπλοκή» των τριών υποσυστημάτων (στρατός, πολιτική, θρησκεία) αποκαλύπτει τα ιστορικά – δομικά εμπόδια που κρατούν καθηλωμένη την Τουρκία και καθιστούν αδύνατο τον πραγματικό εκδημοκρατισμό της.
Η «κοσμική» τουρκική δημοκρατία είναι διαποτισμένη και άκρως επηρεαζόμενη από τη θρησκεία. Η τουρκική «ταυτότητα» και η έννοια της υπηκοότητας στο δημοκρατικό σύστημα θεμελιώνεται στο σουνιτικό ισλάμ όχι αναγκαστικά στο επίπεδο της θρησκευτικής πρακτικής, αλλά κατά κύριο λόγο στο «σχήμα» της κοινοτικής ταυτότητας.
Δεν πρέπει να λησμονούμε ότι η ανάδυση της κεμαλικής δημοκρατίας σηματοδοτήθηκε από τις συγκρούσεις με λαούς και έθνη που διέθεταν συγκεκριμένη θρησκευτική ταυτότητα (Έλληνες, Αρμένιους, Ευρωπαίους). Γι’ αυτό και η προκύψασα νεότευκτη δημοκρατία υπήρξε στην πραγματικότητα, έστω και υπόρρητα, μουσουλμανική. Ο τουρκικός εθνικισμός αποδέχθηκε και εσωτερίκευσε αυτή την ταυτότητα, γι’ αυτό και το τουρκικό ισλάμ ανεδύθη ως εθνικιστικό ισλάμ.
Αυτή ακριβώς η αναδυθείσα «γενετήρια δομή» ερμηνεύει και τον πολλαπλώς εκδηλούμενο σήμερα τουρκικό επεκτατισμό και εθνικισμό. Ο Ατατούρκ επιδίωξε να υποτάξει τη θρησκεία στο κράτος και στο εθνικιστικό πρόγραμμα. Η θρησκεία χρειαζόταν να «αποκαθαρθεί» από τα οπισθοδρομικά χαρακτηριστικά της και να εκτουρκισθεί. Αυτός ο «μετασχηματισμός» συμβολοποιήθηκε με τον «σκούφο» (που αντικατέστησε το τουρμπάνι) και τη λατινική γραφή, ενώ παράλληλα διαλύθηκαν τα σουφικά τάγματα (μορφές λαϊκής θρησκευτικότητας) και τα θρησκευτικά ιδρύματα. Η εκπαίδευση και η λατρεία υπήχθησαν στο κράτος, στην -εν συνεχεία διαμορφωθείσα- Διεύθυνση Θρησκευτικών Ζητημάτων.
Οπωσδήποτε όμως η θρησκεία εξακολούθησε, και εξακολουθεί, να διαδραματίζει ισχυρό ρόλο στην πολιτική και κοινωνική ζωή της Τουρκίας. Το μονοκομματικό κράτος του Ατατούρκ διατηρήθηκε μέχρι το 1950, οπότε το αντιπολιτευόμενο δημοκρατικό κόμμα, που διέθετε ισχυρή βάση στην αστική επαρχιακή τάξη και διατηρούσε τη θρησκευτική του αντίληψη, κέρδισε τις εκλογές και στη συνέχεια κατήργησε ορισμένες ακρότητες του κεμαλικού καθεστώτος (ενδυμασία, προσευχή). Το ενεργό αυτό πολιτικοκοινωνικό-θρησκευτικό «ρεύμα» εκφράσθηκε στη σύγχρονη εποχή μέσα από το κόμμα της Μητέρας Πατρίδας του Τ. Οζάλ. Πράγματι ο Οζάλ από τη μια πλευρά προώθησε εκτεταμένες μεταρρυθμίσεις στην οικονομία, αποβλέποντας στον παραγωγικό «εξευρωπαϊσμό» της Τουρκίας και την «είσοδό» της σ’ ένα φιλελεύθερο οικονομικό πρότυπο, ενώ παράλληλα -επιτρέποντας ένα πολύ μεγαλύτερο βαθμό θρησκευτικής ελευθερίας- συνέβαλε στην άνθηση των μουσουλμανικών ιδρυμάτων και των θρησκευτικών σχολών. Οι σχολές αυτές, συνδυάζοντας τις θρησκευτικές σπουδές με τα κανονικά προγράμματα μαθημάτων, έστειλαν τους αποφοίτους τους στα καλύτερα πανεπιστημιακά ιδρύματα, στελεχώνοντας με αυτούς, στη συνέχεια, τις ανώτερες θέσεις στη διοίκηση και τις επιχειρήσεις. Διαμορφώθηκε με τον τρόπο αυτόν μια ιδιαίτερη επιστημονικοθρησκευτική ελίτ με περίοπτη θέση στη διοικητική και οικονομική ιεραρχία.
Είναι γνωστές οι παρεμβάσεις του στρατιωτικοπολιτικού «κατεστημένου», κυρίως κατά τη δεκαετία του 1990, προκειμένου να τεθούν, στην ουσία, εκτός νόμου τα ισλαμικά κόμματα. Οπωσδήποτε όμως η αμορφία και η ρευστότητα που χαρακτηρίζει το πολιτικό σύστημα της Τουρκίας -το οποίο στην ουσία τελεί υπό την εποπτεία του βαθέως κράτους- αλλά και η παρατεταμένη πολιτική κρίση, οδήγησαν στην επικράτηση του κ. Ερντογάν, ο οποίος προσέδωσε έναν μετριοπαθή πολιτικό «τόνο» στη θρησκευτικότητα, που καθορίζει το ιδεολογικό «θεμέλιο» του κόμματός του.
Έχοντας διαμορφώσει έναν ισχυρό κοινωνικοπολιτικό συσχετισμό υπέρ του ο κ. Ερντογάν επιχειρεί ένα δεύτερο «άλμα»: Την κατάληψη της Προεδρίας της Δημοκρατίας από ισλαμιστή πολιτικό. Αυτό το γεγονός όμως συνεπάγεται ανατροπή των παραδοσιακών εξουσιαστικών ιεραρχιών στο εσωτερικό της Τουρκίας. Και οι φορείς του «βαθέως κράτους» δεν είναι διατεθειμένοι να επιτρέψουν τέτοιου είδους «ανατροπές».
Το τουρκικό ισλάμ έχει ν’ αντιμετωπίσει μια ισχυρή και εκτεταμένη «εκκοσμικευμένη» ελίτ που διαθέτει ευρωπαϊκό προσανατολισμό (και ως προς τις αξίες της αγοράς) και είναι εδραιωμένη στον κρατικό μηχανισμό, στο εκπαιδευτικό σύστημα, στα Μέσα Μαζικής Επικοινωνίας. Από τη δική του πλευρά ο κ. Ρετζίπ Ερντογάν διαμορφώνει έναν ευνοϊκό συσχετισμό στα αστικά επαρχιακά στρώματα, σε μια νεότερη γενιά που διαμορφώθηκε μέσα από τις κοινωνικοπολιτικές εμπειρίες των δύο τελευταίων δεκαετιών και εκφράζεται, μέσα από το ισλαμικό κόμμα, σε ομάδες διανοουμένων μουσουλμάνων και σε μικρές ομάδες ριζοσπαστών ισλαμιστών.
Σήμερα στην Τουρκία οι ισορροπίες αναδιατάσσονται σε μια κατεύθυνση, όμως, αναδίπλωσης και οπισθοδρόμησης. Θα αναμενόταν η σταδιακή αφομοίωση του ισλαμικού στοιχείου από το πολιτικό και κοινωνικό πεδίο και ταυτόχρονα η σημαντική αποδυνάμωση και περιθωριοποίηση της στρατιωτικοπολιτικής δομής. Φαίνεται όμως ότι η ίδια η πολιτική βρίσκεται και πάλι κάτω από την ισχυρή πίεση και της θρησκείας και του στρατού.
Μιλάμε για μια οπισθοδρόμηση ιστορικής σημασίας για μια χώρα που κατά τα άλλα επιμένει και πιέζει να εισέλθει, ακόμα και αύριο, στην Ευρωπαϊκή Ένωση… Ενώ την ίδια ώρα οι στρατιωτικοί απειλούν με πραξικόπημα, το οποίο αποδέχεται ακόμα και ο αγαπητός «διανοούμενος» της Αριστεράς, κ. Λιβανελί…