Ομολόγων και ομολογιών συνέχεια…

Η όλη συνέντευξη κυριαρχείται από την προσπάθεια να απαλλαγεί η πολιτική ηγεσία των υπουργείων Οικονομίας Οικονομικών και Απασχόλησης από την ευθύνη και κατά συνέπεια να μην υφίσταται καμιά ευθύνη και για την κυβέρνηση. Η συνέντευξη είναι απολογητική με προσπάθεια καθιέρωσης και για την κυβέρνηση της ξεχασμένης αρχής του «ανεύθυνου του… ανωτάτου άρχοντα». Όμως η συγκινητική αυτή προσπάθεια του κ. Αλογοσκούφη δεν είναι καθόλου πειστική. Η κυβέρνηση οφείλει να προλαμβάνει τέτοιες καταστάσεις και να προστατεύει το κοινωνικό κεφάλαιο από τα κάθε είδους και ήθους αρπακτικά που κυριαρχούν σήμερα στις αγορές όλων των κρατών που υπηρετούν τον νεοφιλελευθερισμό και την παγκοσμιοποιημένη αγοραία οικονομία. Σήμερα θα θέλαμε να σχολιάσουμε ορισμένα μόνο σημεία της συνέντευξης του υπουργού Οικονομίας.

Tην ίδια Κυριακή 15/4/2007 με άρθρο μας (στην «Κυριακάτικη Ελευθεροτυπία») είχαμε επισημάνει ότι «τα αποθεματικά των ασφαλιστικών ταμείων έπεσαν σε τυφώνα που τον δημιούργησαν το κράτος, οι τράπεζες, οι χρηματιστηριακές εταιρείες και οι επενδυτικοί σύμβουλοι». Ο κ. Αλογοσκούφης στη συνέντευξή του μας επιβεβαίωσε πλήρως. Αναγνωρίζει ότι οποιαδήποτε ζημιά είναι ευθύνη των συμβούλων, των τραπεζών και των μικρών χρηματιστηριακών εταιρειών. Και δηλώνει ότι υπάρχει πόλεμος συμφερόντων με τα ομόλογα. Δεν αναγνωρίζει όμως ότι υπάρχει και ευθύνη του κράτους, δηλαδή της κυβέρνησης. Εάν υπάρχει πόλεμος συμφερόντων μεταξύ των εμπλεκομένων, πώς και με ποια εφόδια είναι δυνατόν να πολεμήσουν οι ανίδεες διοικήσεις των ασφαλιστικών ταμείων; Στη σημερινή εποχή οι πόλεμοι συμφερόντων διεξάγονται με απατηλές μεθόδους, που καμιά διοίκηση οποιουδήποτε ασφαλιστικού ταμείου δεν είναι σε θέση να γνωρίζει. Το οικονομικό επιτελείο της κυβέρνησης που υποτίθεται ότι γνωρίζει τις μεθόδους δράσης της «Διεθνούς της Απάτης» σε ποιες ενέργειες προέβη για να προστατεύσει τα αποθεματικά των Ταμείων, που αποτελούν κοινωνικό κεφάλαιο; Οι κυβερνήσεις δεν έχουν το «ανεύθυνο του ανωτάτου άρχοντα» όσο και αν θέλει να το παίξει έτσι ο κ. Καραμανλής.

Η κυβέρνηση ευθύνεται για σοβαρές παραλείψεις. Και κυρίως ευθύνεται για παράλειψη «λύτρωσης των Ταμείων από τον κίνδυνο κατάρρευσης». Το πλέον εντυπωσιακό είναι ότι ο κ. Αλογοσκούφης εμφανίζεται στη συνέντευξή του εντελώς αμετανόητος για ό,τι έγινε. Και στο τέλος της συνέντευξης μας λέει ότι τα ελληνικά ασφαλιστικά ταμεία πρέπει να συνεχίζουν να επενδύουν σε ομόλογα του Δημοσίου και σε δομημένα ακόμη, γιατί είναι μια πολύ καλή μορφή επένδυσης όταν γίνεται με τους σωστούς όρους! Το πρόβλημα, όπως αναγνωρίζει και ο κ. Αλογοσκούφης, δεν είναι η επένδυση σε ομόλογα, αλλά σε τι τιμές τα αγοράζουν τα ασφαλιστικά ταμεία και τι προμήθειες πληρώνουν για την αγορά αυτήν. Ειδικά το παιχνίδι της τιμής αγοράς των ομολόγων και των προμηθειών που πληρώνει ο αγοραστής είναι πολύ χοντρό με μεγάλη δόση εξαπάτησης. Για ποιον λόγο να εμπλέκονται τα ασφαλιστικά ταμεία στον κυκεώνα αυτόν και να συναλλάσσονται με κορυφαίες επενδυτικές τράπεζες, χρηματιστηριακές εταιρείες, επενδυτικούς συμβούλους και με όλο το σινάφι που προσπαθούν να τυλίξουν ανίδεους επενδυτές και να τους γδάρουν; Δεν υπάρχει άραγε τρόπος τα αποθεματικά των ασφαλιστικών ταμείων να τοποθετούνται σε ασφαλέστερες επενδύσεις; Υπάρχουν επενδύσεις που αποφέρουν πραγματική υπεραξία για τον επενδυτή, όπως για παράδειγμα η αγορά ακινήτων και ο απευθείας από τα Ταμεία δανεισμός του κράτους με ομόλογα βραχυπρόθεσμης και μεσοπρόθεσμης διάρκειας.

Σε άλλο σημείο της συνέντευξης ο κ. Αλογοσκούφης, νομίζοντας ότι απευθύνεται σε άσχετους, μας λέει ότι «τα Ταμεία αγοράζουν ομόλογα όχι για να κερδοσκοπήσουν. Αγοράζουν ομόλογα για να κάνουν μια μακροχρόνια τοποθέτηση προκειμένου να διασφαλίσουν τα χρήματα των ασφαλισμένων. Όλων των ειδών τα ομόλογα, και τα δομημένα και τα απλά, έχουν εγγύηση του κεφαλαίου τους. Διότι δεν είναι σαν τις μετοχές. Στο τέλος, όταν θα λήξει το ομόλογο, είτε στην πενταετία είτε στη δεκαετία ανάλογα με τη διάρκειά του, ο επενδυτής παίρνει πλήρως πίσω το κεφάλαιο το οποίο έχει επενδύσει». Εδώ ο κ. υπουργός Οικονομίας μιλάει σαν θεωρητικός οικονομολόγος για ομόλογα μεσοπρόθεσμης διάρκειας (5-10 ετών) και εσκεμμένα παραγνωρίζει τη σημερινή πραγματικότητα. Προφανώς για να εντυπωσιάσει τους αναγνώστες.

Η τοποθέτηση των αποθεματικών των Ταμείων σε ομόλογα και μετοχές δικαιολογήθηκε από την κυβέρνηση του νεο-ΠΑΣΟΚ ως προσπάθεια αξιοποίησης και μεγαλύτερης απόδοσής τους για το συμφέρον των ασφαλισμένων. Επομένως στις μορφές αυτές των επενδύσεων η κυβέρνηση αναγνώρισε ότι υπάρχει μεγαλύτερο κέρδος για τα Ταμεία που τοποθετούν τα χρήματα των ασφαλισμένων στον τζόγο του χρηματιστηρίου ή τα δανείζουν στο κράτος, αγοράζοντας κρατικά ομόλογα. Συνεπώς συμμετέχουν σε κερδοσκοπικό παιχνίδι. Και η τοποθέτηση των χρημάτων σε ομόλογα είναι μια τοποθέτηση επισφαλής με σίγουρη ζημία, που ευθέως συναρτάται με τη λήξη των ομολόγων (χρονική διάρκεια του ομολογιακού δανείου) και την πορεία των επιτοκίων. Ομόλογο διάρκειας 20 ή 30 ετών ή 50 ετών, που από το 2007 άρχισε να εκδίδει το κράτος, έχει σίγουρα υψηλή ζημία. Τα επιτόκια βρίσκονται σε ανοδική πορεία και δεν μπορεί να προβλέψει κανείς τις διακυμάνσεις τους μέσα στο διάστημα των 50 ετών, με την ταχύτητα που συντελούνται σήμερα οι μεταβολές στη διεθνή οικονομία. Το ίδιο ισχύει και για τα ομόλογα διαρκείας 20 ή 30 ετών, αλλά με μικρότερο βαθμό κινδύνου.

Για την επιστροφή του κεφαλαίου που διέθεσε ο αγοραστής του ομολόγου τα πράγματα είναι ακόμα χειρότερα και ο κίνδυνος φυσικά μεγαλύτερος. Έπειτα από 20 ή 30 χρόνια ο κάτοχος του ομολόγου θα εισπράξει το 100% του κεφαλαίου που διέθεσε. Πώς ο κ. Αλογοσκούφης μπορεί να μας διαβεβαιώσει ότι την εποχή εκείνη της απροσδιόριστης ακόμη οικονομικής κατάστασης το ευρώ (ή και οποιοδήποτε άλλο νόμισμα) θα έχει τη σημερινή αξία και την τωρινή αγοραστική δύναμη; Το ευρώ ως αγοραστική αξία είναι ένα πληθωριστικό χρήμα που χρόνο με τον χρόνο χάνει τουλάχιστον το 10% της αγοραστικής του δύναμης. Δεν λέμε ότι θα καταντήσει κατοχικό χρήμα, αλλά μετά 20 ή 30 χρόνια θα έχει χάσει ένα πολύ σημαντικό ποσοστό της αγοραστικής του αξίας. Η αξία του ομολόγου δεν αναπροσαρμόζεται ανάλογα με τις νομισματικές εξελίξεις, αλλά παραμένει σταθερή. Κι αυτό στα μακράς διάρκειας ομόλογα δεν αποτελεί εγγύηση επιστροφής του κεφαλαίου στο ακέραιο.

Ο κ. Αλογοσκούφης ή πλανάται ή θέλει να μας παραπλανήσει. Το δεύτερο είναι πιθανότερο και απείρως χειρότερο! Εάν με τα 280 εκατ. ευρώ που έδωσε σήμερα το ΤΕΑΔΥ για να αγοράσει το δομημένο ομόλογο μπορεί να καλύψει όλες τις πληρωμές του π.χ. για διάστημα ενός έτους, έπειτα από 20 χρόνια δεν θα μπορεί να καλύψει ούτε τα έξοδα ενός τριμήνου. Πού είναι λοιπόν η διασφάλιση των χρημάτων των ασφαλισμένων και η εγγύηση του κεφαλαίου για τις οποίες προσπαθεί να μας πείσει ο κ. Αλογοσκούφης, στην προσπάθειά του να μετριάσει τις κυβερνητικές ευθύνες; Και γιατί όχι και τις δικές του ευθύνες, ως επικεφαλής του οικονομικού επιτελείου της τωρινής κυβέρνησης; Και πέρα απ’ αυτά να υπενθυμίσουμε το τρομερό κόστος απόκτησης των ομολόγων από τους αγοραστές της δευτερογενούς αγοράς, όπως είναι τα ασφαλιστικά ταμεία.

Πληρώνουν τα πολύ σημαντικά κέρδη των επενδυτικών τραπεζών και των διαφόρων funds της πρωτογενούς αγοράς, τις αρκετά υψηλές προμήθειες των χρηματιστηριακών εταιρειών που μεσολαβούν και τις αστρονομικές αμοιβές των επενδυτικών συμβούλων για τις τάχα υπηρεσίες που προσφέρουν. Έτσι το υψηλό κόστος αγοράς μαζί με την έντονη αβεβαιότητα των πολύ μελλοντικών νομισματικών εξελίξεων καθιστά τα δομημένα ομόλογα μακράς διάρκειας (πάνω από πενταετία) χαρτιά υψηλού κινδύνου. Όταν κερδίζουν το κράτος που εκδίδει τα μακροπρόθεσμα ομόλογα, οι τράπεζες και τα funds ως πρωτογενείς «επενδυτές», οι χρηματιστηριακές εταιρείες που μεσολαβούν και οι επενδυτικοί σύμβουλοι που γνωμοδοτούν, τότε κάποιος λογικά πρέπει να ζημιώνεται. Εδώ δεν έχουμε παραγωγή ώστε να υπάρχουν κέρδη για όλους. Έχουμε τζόγο (μελλοντικές εξελίξεις στον νομισματικό τομέα) που σημαίνει κέρδος για κάποιους, με αντίστοιχη ζημία για κάποιους άλλους. Σ’ αυτήν την περίπτωση ζημιωμένοι είναι οι αγοραστές της δευτερογενούς αγοράς (ασφαλιστικά ταμεία ή ιδιώτες επενδυτές) που είναι συνήθως ανίδεοι για τους κινδύνους του τζόγου αυτού του είδους.

Και ένα τελευταίο σημείο της συνέντευξης που θα ήθελα να σχολιάσω. Μας λέει ο κ. Αλογοσκούφης ότι «τα ομόλογα που κρατούν τα Ταμεία της Ολλανδίας και τα Ταμεία της Αγγλίας ή τα Ταμεία άλλων χωρών διεθνώς, γιατί δεν είναι καλά για την Ελλάδα;». Ρητορικό ερώτημα εντυπωσιασμού. Αλλά θα απαντήσουμε, για να μη μείνει ο κύριος υπουργός με την τάχα απορία του που δείχνει και ελλιπή ενημέρωση. Στη Βρετανία υπάρχει η Κεντρική Εποπτική Αρχή (OPRA) που εποπτεύει τα ασφαλιστικά ταμεία για τις αποφάσεις που λαμβάνουν και παρακολουθεί την πορεία των επενδύσεων. Ο έλεγχος είναι ουσιαστικός και πάρα πολύ αυστηρός, ιδίως μετά το 2005 όταν αποκαλύφθηκε ότι τα Ταμεία είχαν τεράστιες απώλειες από επενδύσεις σε εισηγμένες μετοχές (παντού τα ίδια). Στην Ολλανδία την εποπτεία ασκεί το υπουργείο Κοινωνικής Ασφάλισης, με ειδική υπηρεσία. Και η εποπτεία είναι ουσιαστική και συνεχής, ώστε οι πάσης μορφής επενδύσεις των αποθεματικών να είναι αποδοτικές και με τον μικρότερο κίνδυνο.

Τελειώνοντας επανερχόμεθα και πάλι σ’ αυτό που είχαμε γράψει στο άρθρο μας της προπερασμένης Κυριακής (15/4/2007), ότι πρώτα η κυβέρνηση πρέπει να καταφέρει να εξυγιάνει το χρηματοπιστωτικό σύστημα και να δημιουργήσει τις αναγκαίες υποδομές ελέγχου και εποπτείας στη διαχείριση των αποθεματικών. Έτσι μόνο θα διασφαλιστούν τα χρήματα των εργαζομένων, κ. Αλογοσκούφη. Τα υπόλοιπα είναι νεοφιλελεύθερες σοφιστείες, που δεν ταιριάζουν σ’ ένα τόσο σοβαρό θέμα.


Σχολιάστε εδώ