Οι στρατηγοί εμπόδισαν τον Ερντογάν να πάει για Πρόεδρος της Δημοκρατίας

Η αλήθεια είναι πως αυτή η κοινοβουλευτική πλειοψηφία δεν έχει αντίστοιχη αντανάκλαση στον λαό. Αποτελεί προϊόν του φασιστικού Συντάγματος του 1982, που είχε καταρτίσει η αιμοσταγής χούντα του Εβρέν, το οποίο θέτει το εξωφρενικό όριο του 10% ως κατώτατο όριο για να μπει ένα κόμμα στην Εθνοσυνέλευση, την τουρκική Βουλή.

Το 2002 πέρασαν το φράγμα αυτό μόνον οι σοσιαλδημοκράτες του Ντενίζ Μπαϊκάλ, εκτός φυσικά από τον Ερντογάν και τους μετριοπαθείς ισλαμιστές του, οι οποίοι όμως έτσι, με λίγο παραπάνω από το ένα τρίτο των ψήφων, βρέθηκαν με τα…δύο τρίτα των βουλευτικών εδρών!

Ο Ερντογάν, λοιπόν, ο οποίος αναμφισβήτητα είναι ο δημοφιλέστερος τούρκος πολιτικός, ήξερε ότι έχει μεν την κοινοβουλευτική πλειοψηφία, όχι όμως και τη λαϊκή πλειοψηφία για να γίνει Πρόεδρος. Έτσι, όταν οι κεμαλιστές κινητοποίησαν εκατοντάδες χιλιάδες κόσμου εναντίον του και έκαναν σαφές ότι θα μεταφέρουν την αναμέτρηση στους δρόμους, αλλά και στο δικαστικό σύστημα που ελέγχουν πλήρως, ο Ερντογάν συνειδητοποίησε ότι δεν είχε τους συσχετισμούς που θα διασφάλιζαν τη νίκη του σε μια τόσο σκληρή αναμέτρηση.

Πολύ περισσότερο που μια αμφίρροπη σύγκρουση σε επίπεδο λαού ανοίγει τεράστια περιθώρια νομιμοποίησης και λαϊκής αποδοχής κάθε πραξικοπηματικής φύσης παρέμβασης του στρατού.

Συμβιβασμός

Αναγνωρίζοντας, λοιπόν, την αδυναμία του να γίνει Πρόεδρος της Δημοκρατίας, ο Ερντογάν υπέκυψε και αναγκάστηκε να κάνει τον κρίσιμο και ίσως μοιραίο συμβιβασμό με τον κεμαλικό στρατοκρατικό μηχανισμό. Παραιτήθηκε ο ίδιος από τα σχέδιά του και πρότεινε για Πρόεδρο τον υπουργό Εξωτερικών Αμπντουλάχ Γκιουλ.

Αμέσως οι κεμαλιστές ξέσπασαν σε πανηγυρισμούς. Ο σύνδεσμος των τούρκων βιομηχάνων, ο οποίος είχε ταχθεί ανοιχτά εναντίον της μετάβασης του Ερντογάν στην Προεδρία, έβγαλε ανακοίνωση με την οποία χαιρέτιζε την υποψηφιότητα, δηλαδή την εκλογή του Γκιουλ στην Προεδρία της Δημοκρατίας. Το χρηματιστήριο της Κωνσταντινούπολης εκτοξεύθηκε σε ύψη-ρεκόρ με το που ανακοινώθηκε η υποψηφιότητα του Γκιουλ. Οι σοσιαλδημοκράτες του Μπαϊκάλ, κόμμα-φερέφωνο του κεμαλικού στρατιωτικοπολιτικού κατεστημένου, πανηγύριζαν για τη «νίκη της δημοκρατίας».

Ενθουσιασμός επικράτησε και στην Ουάσινγκτον. Δεν αποτελούσε μυστικό ότι με τις υφιστάμενες συνθήκες η κυβέρνηση Μπους υποστήριζε με φανατισμό την προώθηση του Αμπντουλάχ Γκιουλ στην Προεδρία.

Μπορεί ο Γκιουλ να είναι φίλος του Ερντογάν και μέχρι στιγμής πιστός πολιτικός του σύμμαχος, αλλά οι πάντες τον θεωρούν πολύ πιο εύκολο να τον χειριστούν από ότι τον τούρκο πρωθυπουργό.

Αβάσιμοι έπαινοι

Κάποιοι αναλυτές στη χώρα μας -που κατά σύμπτωση είναι σχεδόν όλοι υποστηρικτές του Σχεδίου Ανάν κ.λπ.- έσπευσαν με τα γραπτά τους να εκφράσουν τον θαυμασμό τους για τη «σοφία» της κίνησης Ερντογάν να προτείνει για Πρόεδρο τον Γκιουλ και όχι τον εαυτό του. Προβάλλουν τα λογικά επιχειρήματα ότι με τον Ερντογάν αρχηγό του κόμματος θα πάρουν οι ισλαμιστές στις βουλευτικές εκλογές του φθινοπώρου τον μέγιστο δυνατό αριθμό ψήφων και ότι ο Γκιουλ είναι το «άλτερ έγκο» του Ερντογάν, άρα θα κάνει ακριβώς ό,τι του λέει ο Ερντογάν, ο οποίος έτσι θα είναι στην ουσία παντοδύναμος και θα κατέχει ταυτόχρονα τόσο το αξίωμα του πρωθυπουργού όσο και εκείνο του Προέδρου της Δημοκρατίας παρασκηνιακά! Επομένως, βάσει αυτής της λογικής, πολύ καλύτερα είναι που πήγε Πρόεδρος ο Γκιουλ και όχι ο Ερντογάν!

Αντί για ήττα και συμβιβασμό του Ερντογάν δηλαδή, οι αναλυτές αυτοί μας παρουσιάζουν την υποχώρηση του Ερντογάν ως «θρίαμβο». Δεν έχουν καθόλου δίκιο. Μετά την πρώτη νίκη του, ο στρατιωτικοπολιτικός μηχανισμός του κεμαλικού καθεστώτος θα επιχειρήσει πλέον αρχικά να αποκρούσει τις όποιες απόπειρες του Γκιουλ να προκαλέσει ρήγματα στην εξουσία του και στη συνέχεια θα επιχειρήσει την ενσωμάτωση του Γκιουλ.

Ρίσκα για τον Ερντογάν

Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι ο Γκιουλ ξεκινάει ως πιστός πολιτικός φίλος του Ερντογάν. Στην αρχή θα έχει κοινούς στόχους με τον τούρκο πρωθυπουργό και θα επιχειρήσει να προωθήσει στόχους που θα έχουν συμφωνήσει από κοινού. Ο Γκιουλ, όμως, θα βρεθεί επικεφαλής ενός εντελώς εχθρικού μηχανισμού, τον οποίο θα προσπαθήσει να αλλάξει σε κάποιον βαθμό, αλλιώς θα αποτύχει παταγωδώς. Στην επιχείρηση κατάλυσης του μονολιθικού κεμαλικού μηχανισμού ο Γκιουλ δεν θα έχει καθόλου εσωτερικούς συμμάχους στους κόλπους του μηχανισμού αυτού. Ο ίδιος σε καμιά περίπτωση δεν έχει το τεράστιο εύρος στον λαό και την αδιαμφισβήτητη ηγετική πολιτική προσωπικότητα που απαιτείται για να επιβάλει δυναμικά, αυταρχικά τη θέλησή του επάνω σε έναν μηχανισμό που συνταγματικά είναι υποχρεωμένος να τον υπακούει, αλλά που στην πράξη θα αρνείται να το κάνει και θα τον υπονομεύει. Ο Γκιουλ θα αντλεί κύρος κυρίως από την πολιτική επιρροή του Ερντογάν και όχι αυτοτελώς.

Πρόκειται για πολιτική επιχείρηση πολύ δύσκολη, αβέβαιης τελικής έκβασης, που σίγουρα έχει πολύ λιγότερες πιθανότητες επιτυχίας από όσες θα είχε, αν Πρόεδρος εκλεγόταν ο Ερντογάν.

Επιχείρηση ενσωμάτωσης

Ακόμη και η άνοδος του Ερντογάν στην Προεδρία θα σηματοδοτούσε την αρχική απόφασή του για ρήξη με το κεμαλικό κατεστημένο, χωρίς να αποκλείει και το ενδεχόμενο της ενσωμάτωσης. Τώρα με τον Γκιουλ το δεύτερο ενδεχόμενο, αυτό της ενσωμάτωσής του στο στρατιωτικοπολιτικό κεμαλικό κατεστημένο, εμφανίζεται πολύ πιο ισχυροποιημένο.

Το κεμαλικό καθεστώς έχει ανάγκη εκσυγχρονισμού. Αυτό το καταλαβαίνει και το ίδιο και κάνει ανοίγματα προς πολλές κατευθύνσεις, μία από τις οποίες είναι και η αποδοχή όρων της ΕΕ προκειμένου να ενταχθεί σ’ αυτήν η Τουρκία.

Ο σημαντικότερος όμως τομέας όπου οι κεμαλιστές πρέπει να κάνουν εκσυγχρονιστικά βήματα είναι η προσαρμογή τους στο διαρκώς και πιο έντονα ισλαμικό περιβάλλον της ίδιας της τουρκικής κοινωνίας. Αυτό πρέπει να το κάνουν χωρίς να υπονομευθεί φυσικά η εξουσία του κεμαλικού κατεστημένου, αν και υποχρεωτικά θα εκχωρήσει τμήμα της ισχύος του και των προνομίων του.

Η επί πέντε χρόνια σχεδόν «συγκατοίκηση» του στρατιωτικοπολιτικού κεμαλικού κατεστημένου με τους ισλαμιστές και τον Ερντογάν πρωθυπουργό, παρά τις ανοιχτές και υπόγειες συγκρούσεις που μεσολάβησαν, αποτελεί το πρώτο έμπρακτο βήμα προς την κατεύθυνση εκσυγχρονισμού του κεμαλικού καθεστώτος.

Νέος ρόλος για τον Γκιουλ

Δεν πρέπει να ξεχνάει κανείς ότι η πρώτη ισλαμική κυβέρνηση υπό τον Νετσμετίν Ερμπακάν, σε συνεργασία με την Τανσού Τσιλέρ, ανατράπηκε από τους στρατιωτικούς που μεθόδευσαν κοινοβουλευτικό πραξικόπημα, αφού προηγουμένως έβγαλαν και τα τανκς στους δρόμους της Άγκυρας και της Κωνσταντινούπολης σε μια «παρέλαση» επίδειξης ισχύος. Δεν άντεξε τότε το κεμαλικό κατεστημένο τον ριζοσπαστισμό της πολιτικής του Ερμπακάν, που σηματοδοτούσε τόσο αναπροσανατολισμό της τουρκικής εξωτερικής πολιτικής με εντονότερη προσοχή προς τον ισλαμικό κόσμο όσο και μια πολύ πιο φιλολαϊκή πολιτική στο εσωτερικό, σε αντίθεση με τις νεοφιλελεύθερες επιταγές του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου.

Δεν έγινε όμως το ίδιο με τον Ερντογάν, ο οποίος στην ουσία αποτελεί τον καρπό της επιτυχίας του κοινοβουλευτικού πραξικοπήματος των κεμαλιστών. Πολύ πιο ήπιος από τον Ερμπακάν και φυσικά με πολύ ευρύτερη λαϊκή βάση, ακολούθησε πολιτική που ενόχλησε πολύ λιγότερο τους στρατηγούς και τους οικονομικοπολιτικούς συμμάχους τους. Οι εντάσεις ήταν φυσικά πολλές, αλλά πολύ λιγότερες απ’ όσο με τον Ερμπακάν, γι’ αυτό και η κυβέρνηση των ισλαμιστών υπό τον Ερντογάν συμπλήρωσε ουσιαστικά την προβλεπόμενη πενταετή θητεία της, καθώς και οι στρατοκράτες έχουν βάλει νερό στο κρασί τους. Στο πλαίσιο αυτό, λοιπόν, τίποτα δεν αποκλείει να αναδειχθεί ο Γκιουλ σε φορέα ενσάρκωσης της επόμενης φάσης.

Ομογενοποίηση

Ο Γκιουλ μπορεί με το πέρασμα του χρόνου να γίνει σταδιακά ο άνθρωπος που θα εκφράσει τη στενότερη συνεργασία και ομογενοποίηση ισλαμιστών και κεμαλιστών. Είναι ακόμη πιο υποχωρητικός και διαλλακτικός από τον Ερντογάν, ενώ μπορεί εύκολα να γίνει υποχείριο των Αμερικανών και των Ευρωπαίων – άρα έχει όλα τα προσόντα για να παίξει αυτόν τον ρόλο! Η ιστορία φυσικά θα δείξει τι θα γίνει. Δεν πρέπει όμως ποτέ να ξεχνάμε ότι τόσο οι κεμαλιστές όσο και οι ισλαμιστές είναι εξίσου γνήσια τέκνα της τουρκικής κοινωνίας. Σε καμιά περίπτωση δεν έχουν ανειρήνευτα μεταξύ τους συμφέροντα ούτε χωρίζονται με σινικά τείχη, παρά τις θυελλώδεις φραστικές και πολιτικές τους αντιθέσεις.

Το μέλλον όμως ανήκει στη σταδιακή, δύσκολη και ίσως με παλινδρομήσεις ομογενοποίηση των δύο κυρίαρχων πολιτικών τάσεων, ισλαμισμού και κεμαλισμού, πράγμα που θα καταστήσει την Τουρκία ακόμη πιο επικίνδυνο εχθρό της Ελλάδας.


Σχολιάστε εδώ