Μια Φορά Και Έναν Καιρό

Και το χειρότερο, η Λίτσα τον προειδοποίησε πως αν δεν βγούνε απόψε μαζί θα πάει με την Καίτη και την παρέα της που την αποτελούσαν, πλην της Καίτης, η Γεωργία και επτά μαντραχαλαίοι που μόλις έβλεπαν θηλυκό χλιμίντριζαν σαν άλογα πουσαρισμένα για να τρέξουν στο γκραν πρι.

Κατόπιν αυτού του τελεσιγράφου, εδήλωσε στη μητέρα του πως εκωλύετο να τη βοηθήσει. Εξανέστη φυσικά εκείνη. Τον περιέλουσε με όλα τα συνώνυμα της αστοργίας στη δημοτική και στην καθαρεύουσα, για να του ρίξει το πάρθιο βέλος: «Σ’ έχει βάλει στο βρακί της… Κακομοίρη μου!».

Η παραπάνω θυμώδης φράση της μητέρας του αντί να τον εξοργίσει ή να τον μεταπείσει, τον έκανε προς στιγμή… ονειροπόλο και πλήρης οραμάτων έκλεισε ραντεβού για να πάνε στου «Μαΐου τους φαιδρούς κι ευώδεις παραδείσους», όπως συνιστούσε στους «ευδαίμονες εραστές» ο Αχιλλέας Παράσχος.

Ο Νότης πρωτοείδε τη Λίτσα σ’ ένα μνημόσυνο. Γοητεύθηκε από τη χάρη, την αρμονία και τις αιθέριες κινήσεις των χεριών της, καθώς μοίραζε τα σακουλάκια με τα κόλλυβα και όταν ύστερα από λίγες μέρες συνάντησε στον δρόμο τη βαρυπενθούσα χήρα, της ανέφερε δειλά δειλά και απ’ έξω απ’ έξω για την κοπέλα. Η χήρα είπε αμέσως, χωρίς δισταγμό: «Θα στη γνωρίσω»! Και του τη γνώρισε. Για να είμαστε όμως απολύτως ακριβείς, του τη γνώρισε μαζί με τη μαμά της, η οποία, αφού τον ανέκρινε, «τον εμέτρησε, τον εζύγισε και δεν τον βρήκε… ελλιπή», του ανέπτυξε το δόγμα της πως «το γοργόν και χάριν έχει…». Έτσι λογοδόθηκαν. Και σήμερα θα πέρναγαν μαζί την πρώτη τους Πρωτομαγιά, πιασμένοι χέρι χέρι, γεμάτοι ευτυχία.

Συναντήθηκαν στα Χαυτεία, μπροστά από το ζαχαροπλαστείο «Μπερνίτσο» για να πάρουν το τραμ 3, Πατήσια – Αμπελόκηποι. Κόσμος πολύς συγκεντρωμένος φύρδην μίγδην. Έδωσαν μάχη, μπήκαν στο τραμ και βρέθηκαν να στέκονται συμπιεσμένοι, στο ένα πόδι, σαν πελαργοί. Άλλοι ήταν κρεμασμένοι στα σκαλοπάτια και άλλοι ακροβατούσαν στον προφυλακτήρα. Μια ανθρώπινη μάζα όλοι τους κι ο Νότης άγρυπνος φρουρός των ευαίσθητων προσωπικών δεδομένων… της Λίτσας. Εφρόντιζε μεν να επωφεληθεί ο ίδιος των πλεονεκτημάτων του συνωστισμού, αλλά όχι και οι λαθρόχειρες συνεπιβάτες του. Πέρασαν την πλατεία Αγάμων, την εκκλησία του Αγίου Λουκά και το τεράστιο επιβλητικό κτίριο, το ζυθοποιείο Κλωναρίδη και έφτασαν στα Άνω Πατήσια, στο τέρμα, στην Αλυσίδα. Η τοποθεσία είχε πάρει τ’ όνομά της από την αλυσίδα που έκοβε την κίνηση του δρόμου, όταν περνούσε το «θηρίο» αγκομαχώντας προς Κηφισιά. Το τρένο κάποτε καταργήθηκε μαζί του και η αλυσίδα, αλλά έμεινε για πολλά χρόνια σαν τοπωνύμιο.

Σ’ εκείνη την κακοτράχαλη και απόμερη τοποθεσία με τα «μποστάνια» των ζαρζαβατικών και τα ύποπτα κεντράκια μέσα στις πυκνές φυλλωσιές, όπου εσύχναζαν ευυπόληπτοι και εχέμυθοι κύριοι, συνοδεύοντας κυρίες που είχαν σκεπασμένο το πρόσωπο με βέλο, εκεί γιορτάζονταν κάθε χρόνο τ’ Ανθεστήρια. Από την Αλυσίδα μέχρι τον Ποδονίφτη, όπως λεγόταν τότε η Νέα Φιλαδέλφεια με τον προσφυγικό συνοικισμό από τους ξεριζωμένος Μικρασιάτες. Ανθεστήρια γίνονταν και στη Νέα Σμύρνη, αλλά της Νέας Φιλαδέλφειας κρατούσαν πάντοτε τα πρωτεία.

Ο Νότης έπιασε τη Λίτσα «αγκαζέ» και άρχισαν την περιπλάνησή τους μέσα στο πλήθος. Ολόγυρα είχε πάγκους γεμάτους λουλούδια και πολύχρωμα καλοφτιαγμένα στεφάνια. Είχε γαϊδούρια φορτωμένα με καλαθούνες ξεχειλισμένες από μπουκέτα και σούστες και κάρα που πουλούσαν λουλούδια-φυτά μέσα σε γλάστρες και τενεκέδες. Χάζεψαν ώρα αρκετή τις βιολέτες και τ’ αφιόνια. Τα γαρίφαλα και τα σκυλάκια. Άλλα είχαν κατιφέδες, πανσέδες και πετούνιες, αλλά και ολάνθιστα πελαργόνια και αγέρωχες κάλες. Θαυμάσανε αριστοκράτισσες τριανταφυλλιές με τριαντάφυλλα σε βαθύ κόκκινο. Όμως ανάμεσα στα τόσα και τόσα λουλούδια, η Λίτσα μονάχα «άνθη λεμονιάς» ονειρευότανε που θα στόλιζαν το κεφάλι της όταν θα ντυνόταν νυφούλα. Αυτά έβλεπε μόνο. Η… μεθυστική κνίσα και οι καπνοί από τις γύρω ψησταριές κυριαρχούσαν στην ατμόσφαιρα.

Και στην πανηγυριώτικη οχλαγωγία πρωτοστατούσαν οι φωνές των πωλητών και τα κλαρίνα και τα νταούλια των περιφερόμενων μουσικών. Ήταν και τα κέντρα με τα πολύχρωμα λαμπιόνια, όπου παχουλούτσικες ντιζέζ εκτελούσαν το… ρεπερτόριό τους.

Αφού περιέφεραν την ευτυχία τους πάνω κάτω αρκετές φορές κι αφού «τσίμπησαν» κάτι σ’ ένα «ζυθεστιατόριο», είπανε να φύγουνε γιατί η ώρα πήγαινε δέκα και η μαμά της θα φώναζε που αργήσανε. Πήγανε ν’ αγοράσουνε «μαγιάτικο στεφάνι» να το κρεμάσουν στο μπαλκόνι, πριν περάσουνε τίποτα αληταράδες και γεμίσουνε την πόρτα με γαϊδουράγκαθα. Ξέρανε πως σε πολλά μέρη έχουν έθιμο αν δούνε σπίτι χωρίς ένα έστω ανθάκι, να σου κρεμάνε γαϊδουράγκαθα και να σε κάνουν ρεζίλι στη γειτονιά.

Αφού επιθεώρησαν τους πάγκους καταλήξανε σ’ έναν με τα πιο φανταχτερά και ευωδιαστά λουλούδια που διαλαλούσε με φωνές ένας Αρβανίτης.

«Πόσο τα στεφάνια, πατριώτη;» ρώτησε αδιάφορα τάχα τον λουλουδά ο Νότης, αλλά μόλις άκουσε την τιμή παραλίγο να του ‘ρθει εγκεφαλικό. Κοκκίνισε:

«Τι λες, βρε κλέφτη…», του είπε. Και συμπλήρωσε: «Προχθές με τα μισά λεφτά έστειλα ένα στεφάνι στην κηδεία του θείου μου, με τρία ποδάρια και πέντε πήχες μεταξωτές κορδέλες που γράφαν με χρυσά γράμματα το «άνδρα μοι έννεπε»!». Δεν πρόφτασε να τελειώσει τα λόγια του κι ένας γαβριάς που βοηθούσε τον λουλουδά είπε αναιδέστατα:
-»Πάρ’ το τώρα αυτό, μπάρμπα, και το δικό σου θα το φτιάξουμε τζάμπα…»

Ήρθανε στα χέρια, κυλίστηκαν στο χώμα και διανυκτέρευσαν στο κρατητήριο του Σταθμού Χωροφυλακής. Το πρωί βρέθηκε ο Νότης στο αυτόφωρο. «Άδικος επίθεσις μετά ασέμνων φράσεων διά την οικογένειαν του πτωχού μικροπωλητού…», αγόρευσε ο Εισαγγελεύς. Τη γλίτωσε μ’ ένα μικρό πρόστιμο λόγω της ημέρας. Και το μεσημέρι που γύρισε σπίτι του σε μαύρο χάλι, η μητέρα του, που απέδωσε τη νυχτερινή του απουσία στη Λίτσα, τον υποδέχθηκε σαρκαστικά:

«Συγχαρητήρια», του είπε. «Σε σπιτώσανε κιόλας; Κύριος οίδε με τι μάγια σε πότισαν, αφού σε βρήκανε μπουνταλά»…


Σχολιάστε εδώ