Κεντροδεξιά «μετατόπιση»

Η Γαλλία ανέκαθεν εθεωρείτο ως ένα ιδιαίτερα ευαίσθητο, πολιτικό «πειραματικό εργαστήριο», στις διαδικασίες εξέλιξης του οποίου αναδεικνύονται -και μεγεθύνονται πολλές φορές- κρίσιμες όψεις και μεταβολές του σύγχρονου «πολιτικού φαινομένου». Στις προεδρικές εκλογές του 2002 η είσοδος του Λεπέν στον β΄ γύρο σηματοδότησε την κρίση του πολιτικού συστήματος, την κάθετη πτώση του Σοσιαλιστικού Κόμματος, αλλά και την «απώλεια ταυτότητας» του συντηρητικού χώρου.

Τι άλλαξε όμως από τότε; Μπορούμε να μιλήσουμε για μια «αναδιαμόρφωση» του κομματικού-πολιτικού συστήματος και για την επανενεργοποίηση του διπόλου κεντροδεξιάς – κεντροαριστεράς, όπως πολλοί αναλυτές βιάζονται να διαπιστώσουν;

Πριν διακριβώσουμε τι άλλαξε, πρέπει να κατανοήσουμε τι μεσολάβησε… Η προεδρία Σιράκ δεν ήταν επιτυχής. Η Γαλλία διανύει τα τελευταία χρόνια μια κρίση, σε πολλά επίπεδα. Η οικονομική – παραγωγική της καθήλωση, το κλείσιμο ή η ιδιωτικοποίηση πολλών παραγωγικών μονάδων (ιδιαίτερα στη ΒΑ Γαλλία), η ανεργία, η αδυναμία ουσιαστικής ενσωμάτωσης ενός σοβαρού τμήματος μεταναστών (ακόμα και 2ης και 3ης γενιάς), η αποδυνάμωση των κοινωνικών θεσμών οδήγησαν συνολικά τη Γαλλία σε μια τροχιά καθήλωσης και πτώσης στο γενικότερο ευρωπαϊκό «περιβάλλον». Η Γαλλία απώλεσε σταδιακά τον ηγεμονική της ρόλο στην Ευρώπη, αντίθετα με τη Γερμανία, που όχι μόνον κατάφερε να ενσωματώσει το ανατολικό της τμήμα, χωρίς σοβαρούς κραδασμούς, αλλά και να διασφαλίσει μια «ισορροπία» στο πολιτικό της σύστημα -έπειτα από μια κρίσιμη μεταβατική περίοδο-, αποκτώντας σήμερα ηγετική θέση στις εξελίξεις.

Οι μεγάλες κινητοποιήσεις στο θέμα της εκπαιδευτικής μεταρρύθμισης και οι παρατεταμένες συγκρούσεις στα προάστια, έδωσαν το «στίγμα» της κρίσιμης περιόδου που διανύει η Γαλλία. Η οικονομική – παραγωγική καθήλωση, η κρίση εθνικής ταυτότητας (που αποκαλύφθηκε έντονα στη διάρκεια της προεκλογικής περιόδου), η απουσία μιας σαφούς στρατηγικής για τη Γαλλία και την Ευρώπη συμπυκνώθηκαν στο «όχι» για το Ευρωπαϊκό Σύνταγμα. Όλα όμως αυτά, τα στρατηγικού χαρακτήρα προβλήματα, δεν φαίνεται να αντιμετωπίζονται συγκροτημένα από τις παρατάξεις και τα κόμματα που ανταγωνίζονται για την προεδρική εξουσία.

Αυτό ακριβώς το «κενό» μεταξύ της κοινωνίας και των φορέων του πολιτικού συστήματος διαμόρφωσε το κλίμα της αγωνίας, της έντασης, του προβληματισμού, που οδήγησε μαζικά τους γάλλους ψηφοφόρους στην κάλπη.

Όμως τα κόμματα εξουσίας στη Γαλλία αντί σαφών απαντήσεων αντέδρασαν με τη «φυγή» προς τα δεξιά… Μετατοπίσθηκαν συνολικά προς συντηρητικότερες θέσεις στην κλίμακα των πολιτικών προτιμήσεων, προκειμένου να μετατρέψουν σε κομματική ψήφο τη συντηρητικοποίηση και την «εσωστρέφεια» που έχει επέλθει στη γαλλική κοινωνία, εξαιτίας της αδυναμίας και της ανικανότητας της πολιτικής εξουσίας να δώσει λύσεις και να χαράξει προοπτικές.

Ο Ν. Σαρκοζί, εκφράζοντας ακραίες νεοφιλελεύθερες και φιλοαμερικανικές θέσεις, εγκαταλείπει τις παραδοσιακές γκολικές καταβολές και «αντικαθιστά» την εθνική-ανεξάρτητη θέση της Γαλλίας με τον στείρο εθνικισμό και τον υπολανθάνοντα ρατσισμό. Η «συναίνεση» και η κοινωνική νομιμοποίηση στο πρόσωπό του και στο κόμμα του δεν προκύπτει μέσα από δημοκρατικές-κοινωνικές διεργασίες, αλλά από την επιστράτευση του δίπολου νόμος και τάξη. Η πολιτική κυριαρχία του Σαρκοζί προκύπτει ως αποτέλεσμα επίδειξης ισχύος, ως μια βούληση που επιβάλλεται και επικρατεί.

Από τη δική της πλευρά η Σ. Ρουαγιάλ, επιδιώκοντας να εισέλθει στην κεντροδεξιά «δεξαμενή», εγκατέλειψε την παράδοση του μιτερανισμού των σοσιαλιστών, προκαλώντας παράλληλα ισχυρές αντιδράσεις στον χώρο της πέραν των σοσιαλιστών Αριστεράς. Ο «κοινωνικός» της λόγος αποσπασματικός, γενικόλογος, τετριμμένος, δεν μπόρεσε να απαγκιστρωθεί από το τυποποιημένο δίπτυχο «ανάπτυξη και κοινωνική ευαισθησία»… Η Σ. Ρουαγιάλ συμβολοποίησε τις επιλογές της στο (απεχθές) «πρόσωπο» του Τ. Μπλερ και ανήγαγε τις γυναίκες σε προνομιακό χώρο άντλησης ψήφων, γεγονός που αποδυνάμωσε την ηγετική της «φυσιογνωμία»… Και, το χειρότερο, δεν προβληματίσθηκε καν για την ανάγκη να εκφράσει τη θέση της κοινωνικής Αριστεράς -την ψήφο του «όχι» του Ευρωσυντάγματος, μια θέση που επικράτησε, μάλιστα, στο «εσωτερικό» του ίδιου του Σοσιαλιστικού Κόμματος…

Το ποσοστό του Φ. Μπαϊρού προέκυψε ως ανάγκη κάλυψης του «κενού» που άφησαν στις διακηρύξεις τους οι δύο «μεγάλοι» μονομάχοι. Γι’ αυτό και ο ίδιος φρόντισε να διανθίσει τον πολιτικό του λόγο με τα «θραύσματα» που άφηνε πίσω της η εγκατάλειψη τόσο της «γκολικής» όσο και της «μιτερανικής» παράδοσης.

Στην πέραν του Σοσιαλιστικού Κόμματος Αριστερά από το ναυάγιο περιεσώθη μόνον ο τροτσκιστής ταχυδρομικός Ο. Μπεζανσενό με ποσοστό 4,1%. Στα διλήμματα της κορυφαίας-κεντρικής εξουσίας η Αριστερά δεν είχε απάντηση ούτε πρόσωπα ικανά να σηματοδοτήσουν μια σύγχρονη ιδεολογική – κοινωνική στρατηγική. Η σύγκριση με τις προηγούμενες εκλογικές αναμετρήσεις είναι καταλυτική…

Τώρα το «εκκρεμές» θα κινηθεί από την πολιτική και κοινωνική Δεξιά και κεντροδεξιά προς το «κέντρο». Οι πολιτικές «προτάσεις» Σαρκοζί και Ρουαγιάλ θα συγκλίνουν ακόμα περισσότερο. Στην πραγματικότητα η κεντροαριστερή στρατηγική δεν διαφαίνεται ούτε ως συνεκτική πρόταση εξουσίας ούτε ως δυναμική πολιτική έκφραση. Όσο για την κεντροδεξιά, στην πράξη θα αποτελέσει μια επάνοδο σ’ ένα συντηρητικό πρότυπο εξουσίας που δύσκολα θα ξεφύγει από τον φαύλο κύκλο των προβλημάτων.

Στη γαλλική πολιτική «σκηνή» αποκαλύπτεται -με όλες τις ιδιαιτερότητες και τις εντάσεις του- το γενικότερο πρόβλημα που κρατά την Ευρώπη καθηλωμένη και διαμορφώνει -ιστορικά πλέον- ένα ευρύτερο κλίμα αβεβαιότητας και δυσπιστίας στους λαούς. Αφού σήμερα η πολιτική δεν μπορεί να ασκήσει τον ρόλο της και να απαντήσει σε ιστορικού τύπου διλήμματα.


Σχολιάστε εδώ