Και τούτο ποιήσαι κακείνο μη αφιέναι

«Προϊόν» του κομματικού εργαστηρίου ο ίδιος, κινείται στις επιταγές των Γραφών, «και τούτο ποιήσαι κακείνο μη αφιέναι», ούτε το «κομματικό εργαστήριο» να πικράνει, αλλά ούτε και την κομματική (=εκλογική) βάση, που ζητά «κάθαρση», να απογοητεύσει. Και δη ενόψει εκλογικής αναμέτρησης.

Το κομματικό αξίωμα τον καθιστά «σάκκο των πυκτών» και ανάχωμα της λαϊκής δυσαρέσκειας και ομού με τον Γραμματέα της Κοινοβουλευτικής Ομάδας, Απ. Σταύρου, «κυτίον παραπόνων» των βουλευτών της παράταξης, οι οποίοι διαισθάνονται την Εξουσία να διολισθαίνει κάτωθι των ποδών τους εκ των πεπραγμένων ένιων μελών του υπουργικού συμβουλίου, ενώ ο «λήντερ» απρακτεί στο εν Ραφήνη ερημητήριό του!

Αν και σαρξ εκ της σαρκός της συντηρητικής παράταξης ο κ. Ζαγορίτης, δεν διαφεύγει της προσοχής του ότι η Εξουσία κατακτήθηκε από το κόμμα της «Νέας Δημοκρατίας» με την προς τον Μεσαίο Χώρο στροφή της. Επιπροσθέτως κατανοεί ότι ο Χώρος αυτός διακρίνεται από την ιδιάζουσα κοινωνική ευαισθησία ως προς την χρηστή διαχείριση του Δημοσίου Χρήματος, καθώς και την αντίστοιχη ευαισθησία ως προς τον χειρισμό των Εθνικών Θεμάτων.

Το Δίπτυχο αυτό δεν διαφαίνεται να διακινείται αρμονικώς με τη Νεοδημοκρατική κυβερνητική πορεία και η «Δεξιά παρένθεση» αναδύεται ευκρινώς στον πολιτικό ορίζοντα της χώρας.

Τα πεπραγμένα του Γραμματέα του κόμματος της Συμπολίτευσης ελάχιστα τον διαφοροποιούν από την «κρατούσα αντίληψη»: Η πολιτική έχει το δικό της σύστημα επιμελητείας, απαιτεί καλοαμειβόμενη κομματική γραφειοκρατία, γραφεία, επαφές με τους ιδιοκτήτες ΜΜΕ -και ό,τι αυτό συνεπάγεται- και προπαντός Χρήματα …

Και όμως. Ο Πολιτικός χρειάζεται να διαθέτει, κατ’ αρχάς, τις ίδιες γνώσεις με τον ενεργό πολίτη, ίσως και λίγο περισσότερες. Και δη να μην αφίσταται των ηθικών κωδίκων, του υπό την αρχαιοελληνική έννοια, «καλού κ’ αγαθού» πολίτη!

Οι αντιλήψεις και οι παραδόσεις της Νεοελληνικής Κοινωνίας στον τομέα της Πολιτικής Συμπεριφοράς συμπυκνούνται στη φράση: Χρηστή διοίκηση, σεβασμός στον Πολίτη, άμεμπτη διαχείριση του Δημόσιου Χρήματος.

Και η Παράδοση αυτή, ως γνωστόν, είναι κάτι που μεταβιβάζεται από τη μια γενιά στην άλλη και αποτελεί ένα κρίσιμο αντικείμενο αξιολόγησης και κατανόησης κάθε κυβερνητικής θητείας.

Ο πολιτικός έχει πράγματι πολλά να διδαχθεί από το παρελθόν και ιδιαίτερα από παραδειγματικούς «καλούς καγαθούς» και παραδειγματικούς κακούς πολιτικούς. Η απώτερη, αλλά και η πρόσφατη, Πολιτική Ιστορία της χώρας δεν υστερούν καθόλου σε σχετικά παραδείγματα.

Ο βουλευτής Λευτέρης Ζαγορίτης, όπως και ο κάθε εκπρόσωπος της Λαϊκής Κυριαρχίας, δεν νιώθει μόνο δεσμευμένος από τα καθήκοντα της αντιπροσώπευσης, αλλά και περιορισμένος από τις ευθύνες του κομματικού αξιώματός του.

Η ωμότητα της Εξουσίας είναι αναγκαίο και ηθικό να μετατρέπεται σε αβρότητα της Εξουσίας. Και είναι πολύ σημαντικό ο Πολιτικός να διακρίνει αυτές τις δύο καταστάσεις.

Τα πεπραγμένα του κ. Ζαγορίτη, ως γραμματέα του Κόμματος της Πλειοψηφίας και μάλιστα την περίοδο της Setimana tragica των «δομημένων ομολόγων», κατά την πλειοψηφούσα άποψη των πολιτικών αναλυτών, χαρακτηρίζονται -αλλά δεν συγχωρούνται- από πολύ κοινές ανθρώπινες αδυναμίες: Πολιτική δειλία που δεν επιτρέπει την κατά πρόσωπο αντιμετώπιση μιας σκληρής πραγματικότητας, φόβο μήπως θεωρηθεί «κομματικά αφερέγγυος», επιθυμία να παρουσιάζεται ηθική η πολιτική διαδικασία εκεί που η πολιτική πράξη βοά για το αντίθετο, προτίμηση σε «ασφαλείς» επιλογές, ιδιαίτερα στις περιπτώσεις που κρίνεται το κομματικό ή κυβερνητικό, στενά, συμφέρον…

Παραμένει ερωτηματικό αν ο Λευτέρης Ζαγορίτης μετά το τέλος της θητείας του στο κομματικό αξίωμα που κατέχει θα είναι σε θέση να επικαλεσθεί, κατά παράφραση, το του Πλουτάρχου: «υπερέβαλες ευφυΐα τε και φρονήματι ψυχής, σχεδόν άπαντας όσοι μετά Μεϊμαράκην εβασίλευσαν…»!


Σχολιάστε εδώ