Ο «οβελίας» των αποθεματικών των ασφαλιστικών ταμείων

Όμως η δημοσιοποίηση του σκανδάλου της αγοράς δομημένου ομολόγου υψηλού ρίσκου από το ΤΕΑΔΥ, απέδειξε κατ’ αρχάς δύο πράγματα: α) ότι τα ασφαλιστικά ταμεία έπεσαν σε τυφώνα, που τον δημιούργησαν το κράτος, οι τράπεζες και οι χρηματιστηριακές εταιρείες.

Tην κύρια ευθύνη τη φέρει το κράτος, δηλαδή οι κυβερνήσεις γιατί δεν έδειξαν καθόλου σεβασμό στην περιουσία των Ταμείων. Το ασφαλιστικό μας σύστημα θα ήταν ισχυρότερο και δεν θα παρουσίαζε κανένα πρόβλημα ούτε θα είχε ανάγκη μεταρρυθμίσεων αν το κράτος έδειχνε ενδιαφέρον για τον περιορισμό της εισφοροδιαφυγής και τη σωστή αξιοποίηση της κινητής και ακίνητης περιουσίας των Ταμείων και αν δεν είχε επιτρέψει τη μέσω του χρηματιστηρίου καταλήστευση και των αποθεματικών τους το διάστημα 1999-2000 και β) ότι οι διοικήσεις των Ταμείων, όλες διορισμένες, αποτελούνται από άσχετους ανθρώπους. Αυτό άλλωστε δήλωσε και ο υπουργός Οικονομίας και δεν έχει άδικο. Αλλά ποιος πρότεινε και ποιος διόριζε αυτούς τους άσχετους στις διοικήσεις των Ταμείων; Συνήθως τους προτείνουν οι κομματικοί μηχανισμοί και τα επιφανή στελέχη του εκάστοτε κυβερνώντος κόμματος και τους διορίζουν οι αρμόδιοι υπουργοί, που πολλές φορές δεν τους γνωρίζουν καν προσωπικά. Οι κυβερνήσεις διόριζαν συνήθως διοικήσεις υπάκουες στις εντολές τους.

Η αποκάλυψη του σκανδάλου της αγοράς του δομημένου ομολόγου από το ΤΕΑΔΥ έπεσε σαν κεραυνός πάνω στον άτυχο υπουργό Απασχόλησης, στην αρμοδιότητα του οποίου υπάγεται το Ταμείο αυτό. Όμως, εξ όσων στοιχείων έχουν έρθει στην επιφάνεια και σύμφωνα με όσα καταγγέλλει και η αντιπολίτευση, υπάρχει ίσως γενικότερη κυβερνητική ευθύνη. Εδώ και έναν περίπου χρόνο παρατηρήθηκε μαζική στροφή και προτίμηση των ασφαλιστικών ταμείων στα δομημένα ομόλογα, ενδεχομένως μετά από κυβερνητική υπόδειξη να στηρίξουν με τα αποθεματικά την κάλυψη των δανειακών αναγκών του Δημοσίου. Το θέμα αυτό θα το ξεκαθαρίσουν οι διενεργούντες τις σχετικές ανακρίσεις δικαστικοί λειτουργοί και τα αποτελέσματα των ερευνών που διεξάγει ο κ. Γ. Ζορμπάς, τέως εισαγγελέας και τώρα αρμόδιος για τον έλεγχο του «μαύρου χρήματος». Έτσι είναι ενδεχόμενο να προκύψουν γενικότερες κυβερνητικές ευθύνες, αν το μαχαίρι προχωρήσει μέχρι το κόκαλο!

Ανεξάρτητα από τις όποιες ευθύνες θα προκύψουν για το ομόλογο του ΤΕΑΔΥ, η συμπεριφορά του κράτους απέναντι στα ασφαλιστικά ταμεία δεν ήταν ποτέ προστατευτική. Αντιθέτως το κράτος συμπεριφερόταν ως εκμεταλλευτής της περιουσίας τους, κινητής και ακίνητης. Πολλά υπουργεία και δημόσιες υπηρεσίες χρόνια στεγάζονται σε ακίνητα ιδιοκτησίας ασφαλιστικών ταμείων με πάρα πολύ χαμηλά ενοίκια, σε μεγάλο ποσοστό κατώτερα από τα κανονικά. Για παράδειγμα αναφέρουμε ότι τα κτίρια στα οποία στεγάζονται το υπουργείο Οικονομίας (επί της πλατείας Συντάγματος) και Οικονομικών (Καραγεώργη Σερβίας) ανήκουν σε ασφαλιστικά ταμεία. Ας μας πει ο κ. Αλογοσκούφης πόσο ενοίκιο πληρώνει το Δημόσιο για τα δύο αυτά κεντρικότατα ακίνητα. Και τότε θα καταλάβουμε και το μέγεθος της προσφοράς των Ταμείων στον περιορισμό των δαπανών του κράτους. Υπάρχει όμως και η κρατική συμπεριφορά απέναντι στα αποθεματικά των Ταμείων. Ανέκαθεν οι κυβερνήσεις τα έβλεπαν σαν κρατικά χρήματα με τα οποία θα μπορούσαν να καλύπτουν τις όποιες δανειακές ανάγκες της σφόδρα ελλειμματικής δημοσιονομικής διαχείρισης και μάλιστα με χαμηλό επιτόκιο. Και ενίοτε, όπως κατά την περίοδο του 1999 και με την πρόφαση της τάχα αποδοτικότερης αξιοποίησης των αποθεματικών εμμέσως παροτρύνουν τις διοικήσεις των Ταμείων να ρίχνουν στη χοάνη του χρηματιστηρίου μεγαλύτερα ποσά από τα αποθεματικά τους. Και τότε τα ασφαλιστικά ταμεία τελικά, με υπαιτιότητα της κυβέρνησης, ζημιώθηκαν με σημαντικά ποσά.

Γιατί άραγε η έρευνα για την αποδοτικότερη και σύννομη διαχείριση των αποθεματικών να καλύψει μόνο την τελευταία πενταετία και να μην προχωρήσει και λίγα χρόνια ακόμα; Να δανείζεται το κράτος από τα ασφαλιστικά ταμεία με «έντιμους» τίτλους και με το εκάστοτε διαμορφούμενο επιτόκιο δεν είναι κακό. Το να σπρώχνει όμως τα ασφαλιστικά ταμεία να ρίχνουν τα αποθεματικά τους στον τζόγο και στα χρηματιστηριακά παιχνίδια είναι έγκλημα. Και μάλιστα προμελετημένο εις βάρος των Ταμείων. Το 1999 η τότε κυβέρνηση ενθάρρυνε τον χρηματιστηριακό τζόγο. Και τα ασφαλιστικά ταμεία έχασαν ένα σημαντικό μέρος από τα αποθεματικά τους. Και ο κ. Σημίτης θα μας πει «ας πρόσεχαν». Η σημερινή κυβέρνηση ενθάρρυνε -όπως φαίνεται- την τοποθέτηση αποθεματικών σε ομόλογα υψηλού ρίσκου. «Ας πρόσεχαν» θα μας πει ο κ. Καραμανλής. Μα, ποιοι να προσέξουν; Οι διορισμένοι άσχετοι; Αν πράγματι η σημερινή κυβέρνηση έσπρωξε τις άσχετες διοικήσεις σε «επενδύσεις» υψηλού ρίσκου έχει βαρύτατες ευθύνες. Αν μη τι άλλο, τουλάχιστον πολιτικές.

Οι σκοτεινοί, αρρωστημένοι εγκέφαλοι του τζόγου έχουν εφεύρει διάφορα παιχνίδια πλουτισμού που στηρίζονται σε προβλέψεις ή στην τύχη για την επέλευση ή μη ορισμένων γεγονότων και καλούν τους επενδυτές να συμμετάσχουν σ’ αυτά για σίγουρα κέρδη. Είναι παιχνίδια χρηματιστηριακά ή μη. Είναι παιχνίδια απάτης, που σε άλλες εποχές ήταν αδιανόητα και φυσικά απαγορευμένα, ενώ σήμερα θεωρούνται «έξυπνα». Και επόμενο ήταν να ξεφυτρώσουν πάσης φύσεως σύμβουλοι και ανάδοχοι, έγκυροι κύκλοι και «παπαγαλάκια», που έναντι αδράς αμοιβής προσφέρουν τις υπηρεσίες τους στους επενδυτές. Είναι τα παιχνίδια και τα χαρτιά υψηλού ρίσκου, με επενδύσεις σε προσδοκίες και με μόνους κερδισμένους τους διαφόρους «συμβούλους» και τις εταιρείες που αυτοί δημιουργούν. Μια τέτοια «εφεύρεση» είναι και τα δομημένα ομόλογα που αγόρασε το ΤΕΑΔΥ. Είναι μια διεθνής πρακτική που έχουν εφαρμόσει ορισμένες κυβερνήσεις ευρωπαϊκών κρατών (Ιταλίας, Αυστρίας, Γερμανίας, Γαλλίας και εσχάτως Ελλάδος και η Ευρωπαϊκή Τράπεζα Επενδύσεων) για την άντληση κεφαλαίων δανειακών μακροχρόνιας διάρκειας (π.χ. 25ετίας ή και παραπάνω). Επειδή οι προβλέψεις σε βάθος χρόνου 25ετίας και πλέον είναι αδιανόητες, όσον αφορά την οικονομική κατάσταση που θα έχει δημιουργηθεί τον «καιρό εκείνον», τα δομημένα ομόλογα εκδίδονται σε τιμές υπό το άρτιο (σε πολλές περιπτώσεις στο 80% του αρτίου) και με επιτόκιο κατά 1-2 εκατοστιαίες μονάδες υψηλότερο από το τρέχον. Είναι το περιθώριο κέρδους για τους «αναδόχους», τράπεζες και επενδυτικά κεφάλαια, και το δόλωμα για να τσιμπήσουν οι ιδιώτες επενδυτές ή και άλλοι αγοραστές των ομολόγων αυτών. Η απόδοση των χαρτιών αυτών είναι εντελώς αβέβαιη, γι’ αυτό και ονομάζονται ομόλογα υψηλού ρίσκου. Οι τράπεζες και τα μεγάλα επενδυτικά funds αμέσως τα αγοράζουν όχι βέβαια για να τα κρατήσουν, αλλά για να τα πουλήσουν. Αυτοί γνωρίζουν ότι μετά από 25 ή 30 χρόνια το όποιο νόμισμα θα έχει χάσει ένα μεγάλο μέρος της αγοραστικής του δύναμης και το τότε επίπεδο των επιτοκίων είναι εντελώς απρόβλεπτο. Σε δεύτερη φάση αρχίζει ο ρόλος των διαφόρων επενδυτικών «συμβούλων», των χρηματιστηριακών εταιρειών και όλων αυτών που πουλάνε «εμπιστευτικές» πληροφορίες για τα ισχυρά ομόλογα που πουλάει η τράπεζα «Χ», η επενδυτική εταιρεία «Ψ». Δημιουργούν γύρω από τα χαρτιά αυτά ένα «φωτοστέφανο» εμπιστοσύνης, που προκαλεί ζήτηση και αύξηση της τιμής τους. Και οι πρώτοι αγοραστές (τράπεζες ή επενδυτικά funds) κερδίζουν και το ίδιο και οι επενδυτικοί «σύμβουλοι».

Οι επενδυτές της δευτερογενούς αγοράς θα περιμένουν τη λήξη του ομολόγου για να πάρουν τα λεφτά τους που θα είναι στην ονομαστική τους αξία, αλλά σε σημαντικά μειωμένη πραγματική αξία. Όσο για τους τόκους που έχουν εισπράξει, μπορεί οι επενδυτές να είναι χαμένοι ή κερδισμένοι, ανάλογα με τη διακύμανση των επιτοκίων μέσα στο μεγάλο χρονικό διάστημα διάρκειας του δομημένου ομολόγου. Αυτή είναι η λειτουργία τους σε πολύ γενικές γραμμές, με ένα πλήθος λεπτομερειών. Κράτος, τράπεζες, funds, σύμβουλοι, χρηματιστηριακές εταιρείες οι κερδισμένοι. Οι επενδυτές χαμένοι. Προσωπικά δεν πιστεύουμε ότι η κυβέρνήση Σημίτη το 1999 και η σημερινή έσπρωξαν ή ενθάρρυναν τα ασφαλιστικά ταμεία να τοποθετήσουν μέρος των αποθεματικών τους σε χαρτιά ή χρηματιστηριακά παιχνίδια υψηλού ρίσκου. Όμως το κράτος, που γνωρίζει τους τρομερούς κινδύνους από τα χαρτιά αυτά, γιατί δεν προφύλαξε τις διοικήσεις των Ταμείων και δεν φρόντισε να διασφαλίσει τα αποθεματικά τους; Οι κ. Αλογοσκούφης και Τσιτουρίδης, που γνώριζαν τους κινδύνους, γιατί δεν έδωσαν εντολή στις άσχετες διοικήσεις των Ταμείων να μείνουν μακριά από τα δομημένα ομόλογα;

Όταν η συμπεριφορά του κράτους σε μακροχρόνια βάση είναι τόσο «άστοργη» απέναντι στη σωστή και αποδοτική διαχείριση της περιουσίας των Ταμείων, με ποιο ηθικό κύρος θα μπορέσει η σημερινή κυβέρνηση να συζητήσει για μεταρρυθμίσεις του ασφαλιστικού μας συστήματος; Εάν οι κυβερνήσεις των τελευταίων 50 ετών προστάτευαν τα συμφέροντα των ασφαλιστικών φορέων, τώρα δεν θα είχαμε πρόβλημα με το ασφαλιστικό μας σύστημα. Τόσα χρόνια τα Ταμεία σχημάτιζαν περιουσία για να τη βρουν σήμερα και να την κατασπαράξουν οι διάφοροι «απατεώνες με κολάρο και σαμσονάιτ». Για μερικά χρόνια η όποια κυβέρνηση προκύψει από τις προσεχείς βουλευτικές εκλογές πιστεύουμε ότι δεν θα τολμήσει να μιλήσει για μεταρρυθμίσεις στο ασφαλιστικό σύστημα. Αν χρειάζεται μια μεταρρύθμιση είναι η αλλαγή της συμπεριφοράς του κράτους απέναντι στα ασφαλιστικά ταμεία. Αλίμονο αν οι μεταρρυθμίσεις γίνουν για να δημιουργηθούν οι απαραίτητες υποδομές για εκμετάλλευση από τους επιτήδειους του ιδρώτα των εργαζομένων και της περιουσίας των ασφαλιστικών ταμείων. Πολλοί έχουν εναποθέσει τις ελπίδες τους και περιμένουν τις μεταρρυθμίσεις. Ασφαλιστικές εταιρείες, τράπεζες, χρηματιστηριακές εταιρείες, σύμβουλοι και παρασύμβουλοι ονειρεύονται την (τάχα) αξιοποίηση της περιουσίας των Ταμείων και ετοιμάζουν τα κουτάλια τους. Πλούσιο το γεύμα!


Σχολιάστε εδώ