Κομματικές προτιμήσεις και «μετατοπίσεις»

Αυτοί λοιπόν οι «γνωμηγήτορες» δεν μπορούν να κατανοήσουν γιατί δεν κατάφεραν να χειραγωγήσουν την «κοινή γνώμη», μέσα από τα δελτία ειδήσεων, και να διαμορφώσουν -ως γνήσιοι «εκφραστές» της βούλησης του λαού- ένα «νέο πολιτικό τοπίο»…

Βεβαίως η μερίδα αυτή των τηλεοπτικών δημοσιογραφικών προσώπων «διαφημίζει» την ισχύ και την αυθεντία της μέσα από την ειρωνική μεταχείριση ή συχνά και τον προπηλακισμό πολιτικών στελεχών και υπουργών, που δυστυχώς αποδέχονται αυτόν τον απαξιωτικό ρόλο προκειμένου να συνεχίσουν να περιλαμβάνονται στις λίστες των «εκλεκτών» των τηλεοπτικών σταθμών.

Όμως, όσον αφορά στην ουσία των πολιτικών εξελίξεων, η οίηση και η «αυθεντία» της μερίδας αυτής των δημοσιογράφων είναι προϊόν της άγνοιας και της διάθεσής τους να «κατασκευάζουν» την πραγματικότητα σύμφωνα με τις επιθυμίες τους…

Πράγματι τίθεται εκ των πραγμάτων ένα κρίσιμο πολιτικομεθολογικού χαρακτήρα- ερώτημα: Κατά πόσον, άραγε, επηρεάζουν -και μεταβάλλουν- την κοινή γνώμη σημαντικά γεγονότα, όπως π.χ. αποκαλύψεις ή υπόνοιες περί διαφθοράς, αποτελέσματα φυσικών καταστροφών, ατυχήματα με σοβαρές κοινωνικές ή πολιτικές «προεκτάσεις»; Με άλλα λόγια, κατά πόσον ένα συγκυριακό -»ιδεογραφικού» τύπου γεγονός μπορεί να προσλάβει καθοριστικό χαρακτήρα και να ανατρέψει μια, μακροπρόθεσμα δομημένη, τάση κομματικής προτίμησης;

Πρέπει κατ’ αρχάς να ληφθεί υπ’ όψιν ότι οι μεταβολές στην εκλογική/πολιτική συμπεριφορά εξελίσσονται σε βάθος χρόνου και συντελούνται όχι μόνο μέσα από τη «συνάθροιση» γεγονότων αλλά κυρίως μέσα από την ποιοτική αξιολόγησή τους. Εάν αναλύσουμε την εξέλιξη της εκλογικής-κομματικής προτίμησης κατά την τετραετία 1996-2000 της διακυβέρνησης του ΠΑΣΟΚ θα παρατηρήσουμε ότι ήδη από το 1998 η ΝΔ προηγείτο στην πρόθεση ψήφου, λόγω του ότι μια σειρά αρνητικών γεγονότων ή μερικής ακύρωσης των προσδοκιών διαμόρφωνε ένα έντονο κλίμα αμφισβήτησης. Κι όμως, στις εκλογές του 2000 επικράτησε και πάλι το ΠΑΣΟΚ αφού η διαμαρτυρία αυτή δεν προσέλαβε ισχυρά «δομικά» χαρακτηριστικά. Αντίθετα στο κεντρικό δίλημμα της κυβερνητικής σταθερότητας ή μιας αμφιβόλου «φυσιογνωμίας» συντηρητικής «αλλαγής» επικράτησε το αίτημα της σταθερότητας.

Στη συνέχεια όμως η συσσώρευση αρνητικών γεγονότων, που συνδέθηκαν μάλιστα έμμεσα ή άμεσα με το σχήμα της «διαπλοκής» μετέτρεψαν σταδιακά τις κριτικές οπτικές σε αρνητικές πεποιθήσεις και στάσεις προς το ΠΑΣΟΚ ανατρέποντας, με σημαντικό μάλιστα ποσοστό, τους κομματικούς-εκλογικούς συσχετισμούς, στις εκλογές του Μαρτίου του 2004.

Το σημαντικότερο στοιχείο αυτής της μεταβολής όμως αφορούσε την αποδυνάμωση και αποδιοργάνωση του «σκληρού πυρήνα» της πολιτικής πρακτικής και της ιδεολογικής φυσιογνωμίας του ΠΑΣΟΚ.

Δηλαδή αυτόν της διαφάνειας/έντιμης διαχείρισης και της κοινωνικής πολιτικής. Νεοφιλελευθερισμός και διαφθορά υπήρξαν τα στοιχεία που αποθεμελίωσαν την κοινωνική εμπιστοσύνη και νομιμοποίηση του ΠΑΣΟΚ.

Από το 2001 ήδη η ΝΔ υιοθέτησε ως κεντρικό, «πυρηνικό» της πρόταγμα το θέμα της καταπολέμησης της διαπλοκής και διαφθοράς. Όμως από το 2005 η κυβερνητική θητεία της ΝΔ συναντά συνεχώς μεγαλύτερα ή μικρότερα αρνητικά γεγονότα που είτε αποκαλύπτουν τη διαχειριστική της ανικανότητα (ιδιαίτερα στις περιπτώσεις αντιμετώπισης κρίσεων) είτε αφορούν ευθέως ζητήματα διαπλοκής και διαφθοράς.

Πράγματι στην αξιολόγηση των γεγονότων αυτών η κοινή γνώμη αποδίδει τεράστιες ευθύνες στα κυβερνητικά στελέχη, και μάλιστα σε υψηλότατα ποσοστά της τάξεως του 60%-70%!

Όμως η κομματική «μετατόπιση» προϋποθέτει έναν σημαντικό όρο, ότι δηλαδή ο ψηφοφόρος αναγνωρίζει στο αντίπαλο κόμμα «πυρηνικά» χαρακτηριστικά τα οποία ακυρώνονται στο κόμμα που έχει ψηφίσει. Μπορεί, όμως, το ΠΑΣΟΚ να προβάλλει μια τέτοιου τύπου αξίωση όταν δεν παρέχει, πρακτικά, καμία αξιόπιστη εγγύηση ότι οριοθετήθηκε δομικά από τα φαινόμενα της διαπλοκής ή ότι θα ακολουθήσει μια αντίπαλη προς το νεοφιλελεύθερο πρόγραμμα κυβερνητική πολιτική;

Το ΠΑΣΟΚ δεν έχει -και δεν μπορεί, όπως αποδεικνύεται εδώ και τρία χρόνια- να αναδιαμορφώσει βασικά, «πυρηνικά» του χαρακτηριστικά ώστε να προβάλει ως εναλλακτική λύση. Γι’ αυτό υπάρχει αυτή η -διαχρονική πλέον- καθήλωση και τελμάτωση και στο επίπεδο των εκλογικών ποσοστών και στο επίπεδο αξιολόγησης της αξιοπιστίας και της ικανότητας της ηγεσίας του.

Δεν υπάρχει, συνεπώς, κανένα μυστήριο ούτε κάποια συνωμοσία στις προτιμήσεις και στις αξιολογήσεις που προβαίνει η ίδια η κοινωνία.

Πάντως το πολιτικό αδιέξοδο που προκύπτει λόγω της σταδιακής απαξίωσης των κομμάτων της διακυβέρνησης έχει οδηγήσει με τον χρόνο στη συντηρητικοποίηση της ελληνικής κοινωνίας.

Η γενικευμένη ανασφάλεια (συνεχώς μειούμενο πραγματικό εισόδημα, ανεργία, κρίση των κοινωνικών θεσμών) ή αίσθηση, που με την πάροδο του χρόνου γίνεται σταθερή πεποίθηση ότι δεν μπορούν να γίνουν ουσιαστικές αλλαγές διαμορφώνει το κλίμα της παραίτησης και της συντηρητικοποίησης.

Κι αυτό ακριβώς το «κλίμα» ίσως αποδειχθεί ο καλύτερος «σύμμαχος» της ΝΔ στις επόμενες εκλογές…


Σχολιάστε εδώ