Μόνο «λύση» δύο κρατών συζητά η Άγκυρα στην Κύπρο

Βάση της συμφωνίας ήταν ουσιαστικά δύο στοιχεία.

Πρώτον, η αποδοχή από την ελληνική πλευρά, ακόμη και μετά την απόρριψη του Σχεδίου Ανάν, ότι το πλαίσιο της επιδιωκόμενης «λύσεως» θα είναι η λεγόμενη «Διζωνική Ομοσπονδία». Επιδίωξη της τουρκικής πλευράς και παραλλήλως της αγγλοαμερικανικής διπλωματίας ήταν ο εγκλωβισμός της ελληνικής πλευράς σ’ ένα πλαίσιο, υπό την αιγίδα του ΟΗΕ, το οποίο να μην ανατρέπει τα βασικά δεδομένα πάνω στα οποία στηρίχθηκε το Σχέδιο Ανάν. Με άλλα λόγια, η παρεμπόδιση της ελληνικής πλευράς να επανατοποθετήσει το Κυπριακό με βάση τα νέα δεδομένα που δημιούργησε η ένταξη στην Ευρωπαϊκή Ένωση και η απόρριψη του Σχεδίου Ανάν από τη συντριπτική πλειοψηφία του κυπριακού λαού.

Δεύτερον, η συγκρότηση Τεχνικών Επιτροπών για την προκαταρκτική τεχνική συζήτηση των διαφόρων θεμάτων ώστε να προετοιμασθεί, με συγκεκριμένους όρους και… προϋποθέσεις, η επανάληψη των διακοινοτικών συνομιλιών και των προσπαθειών του Γενικού Γραμματέα του ΟΗΕ για την επίλυση του Κυπριακού.

Η σημερινή τουρκική κίνηση ήταν αναμενόμενη. Η Άγκυρα κατέστησε σαφές από το 1974, αμέσως μετά την τουρκική εισβολή και την ανακήρυξη στη συνέχεια του ψευδοκράτους το 1983, ότι δεν θα αποδεχόταν «λύση» που δεν θα βασιζόταν στα τετελεσμένα γεγονότα. Θεωρούσε, σύμφωνα με τη θεωρία του πρωθυπουργού της εισβολής Μπουλέντ Ετσεβίτ, ως λελυμένο εν τοις πράγμασιν (ντε φάκτο) το Κυπριακό. Οποιεσδήποτε διαπραγματεύσεις θα έπρεπε, σύμφωνα με τη λογική αυτή, να έχουν στόχο:

• παρελκυστική τακτική

• προβολή του Κυπριακού όχι ως θέματος εισβολής-κατοχής αλλά ως διακοινοτικής διαμάχης,

• μέτρα για τη «διακοινοτική επαναπροσέγγιση» που θα έχουν πραγματικό στόχο τη σιωπηρή παραγραφή της κατοχής, την αναγνώριση των κατεχομένων ως «ισότιμης» επικράτειας των Τουρκοκυπρίων και την «εξομάλυνση» της καταστάσεως με βάση τα τετελεσμένα γεγονότα,

• την προώθηση «λύσεως» ισότιμης συγκυριαρχίας που θα περιλαμβάνει στην ουσία τη διχοτόμηση αλλά θα έχει επιπλέον το πλεονέκτημα ο τουρκικός παράγων να έχει «ισότιμο» λόγο, με εγγυήσεις και στρατιωτική παρουσία της Άγκυρας, πάνω σε ολόκληρη την Κύπρο.

Με την «ευέλικτη» πολιτική Ερντογάν, εν όψει των διαπραγματεύσεων για την παροχή στην Τουρκία, αρχικά υποψηφιότητας για την ένταξη στην ΕΕ και στη συνέχεια ημερομηνίας ενάρξεως ενταξιακών διαπραγματεύσεων, η τουρκική πολιτική εγκατέλειψε, υποτίθεται, την αδιάλλακτη θέση Ετσεβίτ ότι το Κυπριακό «λύθηκε το 1974» και ότι το μόνο που απέμενε ήταν να δεχθεί η ελληνική πλευρά τη «νέα πραγματικότητα» και «λύση» βασισμένη σ’ αυτήν.

Στην πραγματικότητα, η «ευελιξία» Ερντογάν αξιοποιήθηκε καταλλήλως για να προωθηθεί η καλά σχεδιασμένη στο παρασκήνιο διπλωματική ανατροπή σε βάρος της ελληνικής πλευράς. Στόχος η παρουσίαση της τουρκικής πλευράς στον ρόλο του «καλού» που επισπεύδει για «λύση» και της ελληνικής πλευράς στον ρόλο του «κακού» που απορρίπτει τη «λύση», δηλαδή το Σχέδιο Ανάν!

Τα διαπιστευτήρια αυτά από πλευράς ΟΗΕ και αγγλοαμερικανικού παράγοντα διευκόλυναν καταλυτικά την ευρωπαϊκή πορεία της Τουρκίας, που βρισκόταν αντιμέτωπη με τον ύφαλο του Κυπριακού.

Η μέθοδος και το μέσο με το οποίο επετεύχθη αυτό, με προεξάρχουσα την πίεση του αμερικανικού παράγοντα, είναι γνωστά. Η μέθοδος ήταν η επιδιαιτησία και το μέσο ο πειθήνιος εντολοδόχος Γενικός Γραμματέας του ΟΗΕ Κόφι Ανάν.

• Η τουρκική πλευρά ζητά επαναφορά του Σχεδίου Ανάν, επιδιαιτησία του Γενικού Γραμματέα του ΟΗΕ και απευθείας εμπόριο

Η τουρκική πλευρά μετά την απρόσκοπτη συνέχιση της ενταξιακής της πορείας, παρά την άρνησή της να εφαρμόσει το Πρωτόκολλο Τελωνειακής Συνδέσεως, που ήταν μια ελάχιστη συμβατική υποχρέωση ως όρος για την έναρξη των ενταξιακών της διαπραγματεύσεων, έχει κάθε άνεση να μην τηρεί ούτε τα διπλωματικά προσχήματα. Να συμπεριφέρεται με άκρα προκλητικότητα σε όλους τους τομείς και σε όλα τα μέτωπα.

Η προκλητικότητα αυτή έγινε φανερή λίγες εβδομάδες πριν στο Αιγαίο και στη δυτική Θράκη. Σήμερα εκδηλώνεται απροκάλυπτα στο μέτωπο της Κύπρου. Η τουρκική πλευρά τορπιλίζει τη Συμφωνία της 8ης Ιουλίου, παρά το γεγονός ότι αυτή

• αναφέρει ως βάση για την επίλυση του Κυπριακού τη «Διζωνική Ομοσπονδία», που ήταν τουρκικό αίτημα και σύνθημα.

• Αντιφάσκει προς βασικές αρχές που πρέπει να διέπουν μια στοιχειωδώς δίκαιη λύση στο πλαίσιο της ΕΕ.

Η τουρκική πλευρά αντιμετωπίζει ως παρωχημένο το πλαίσιο αυτό, το οποίο δέχθηκε ως τακτικό ελιγμό. Ζητά καθαρή «λύση» δύο κρατών. Προτείνει γι’ αυτό ως διπλωματική διαδικασία την επαναφορά του Σχεδίου Ανάν, την επιδιαιτησία του Γ. Γραμματέα του ΟΗΕ και την προώθηση του «απευθείας εμπορίου». Σχετικά με το τελευταίο προβάλλει την αναβάθμιση του ψευδοκράτους, που συνεπάγεται, ως αναγκαίο όρο για την προώθηση «λύσεως»!

• Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή συνεχίζει τις πιέσεις για το «απευθείας εμπόριο»

Η τουρκική αδιαλλαξία δυσχεραίνει αντικειμενικά τις προσπάθειες της Ευρωπαϊκής Επιτροπής να προωθήσει τον λεγόμενο Κανονισμό για το «απευθείας εμπόριο». Πρωταγωνιστής σ’ αυτό είναι ο φινλανδός Επίτροπος, αρμόδιος για τη Διεύρυνση, Όλι Ρεν, ο οποίος λειτουργεί κυριολεκτικά ως εντολοδόχος της αγγλοαμερικανικής διπλωματίας. Οι προσπάθειές του μέχρι τώρα έπεσαν στο κενό. Η κυπριακή πλευρά κατέστησε σαφές ότι δεν πρόκειται σε καμιά περίπτωση να συναινέσει σε μέτρα που υπονομεύουν την εθνική κυριαρχία της, αναβαθμίζουν το ψευδοκράτος και προωθούν στην ουσία τον διαχωρισμό αντί την προπαγανδιστικά διακηρυσσόμενη «επανένωση»!

Η γερμανική προεδρία απέφυγε να συμπλεύσει με τη θέση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής ότι θα ήταν δυνατή και νόμιμη η προσφυγή στο άρθρο 133 της Ευρωπαϊκής Συνθήκης, που αφορά τρίτες χώρες και απαιτεί απλή πλειοψηφία για τη λήψη σχετικής αποφάσεως. Η γερμανική προεδρία εμμένει στην αρχή της ομοφωνίας, λαμβάνοντας μεταξύ άλλων υπʼ όψιν τη σαθρή νομική βάση μιας ενδεχόμενης προσφυγής στο άρθρο 133.

Ο επίτροπος Όλι Ρεν, για να συντηρήσει ένα κλίμα κινητικότητας, έστρεψε το ενδιαφέρον του στο επιδιωκόμενο άνοιγμα της οδού Λήδρας στη μοιρασμένη Λευκωσία.

Προφανώς με το ενδιαφέρον αυτό επιδιώκεται η αντιστάθμιση του αδιεξόδου που δημιούργησε η τουρκική αδιαλλαξία σε σχέση με τη Συμφωνία της 8ης Ιουλίου, αλλά και η στασιμότητα σε σχέση με το λεγόμενο «απευθείας εμπόριο». Επιδιώκεται επίσης η διατήρηση και η συνέχιση της πολιτικής της «διακοινοτικής προσεγγίσεως» που, στο πλαίσιο της ακολουθούμενης πολιτικής από τον αγγλοαμερικανικό παράγοντα και την Ευρωπαϊκή Επιτροπή, αποτελεί πολύ σημαντική πτυχή και προϋπόθεση στο σενάριο μιας σταδιακής, ντε φάκτο, «λύσεως» τύπου Σχεδίου Ανάν.

Ακόμη όμως και στο θέμα αυτό η τουρκική πλευρά, ενώ επιδιώκει ν’ αποκομίσει οφέλη στον πόλεμο των εντυπώσεων, έχει κύρια μέριμνα να προωθήσει την ιδέα του κυρίαρχου, ισότιμου μέρους και της προβολής των κατεχομένων ως της «νόμιμης» επικράτειας των Τουρκοκυπρίων!

Το πώς αντιλαμβάνεται την «προσέγγιση» και την «επανένωση» η τουρκική πλευρά, φαίνεται, μεταξύ άλλων, στην πρόσκληση που απεστάλη στη δήμαρχο Λευκωσίας Ελένη Μαύρου για να συμμετάσχει σε προσεχή διεθνή Συνάντηση Δημάρχων στην Κωνσταντινούπολη.

Η πρόσκληση αναφέρεται σε δήμαρχο Λευκωσίας της ελληνοκυπριακής πλευράς, παραλλήλως προς τον «δήμαρχο Λευκωσίας» της τουρκοκυπριακής πλευράς!

Η δήμαρχος Λευκωσίας που είχε υποστηρίξει το Σχέδιο Ανάν και πρωταγωνιστεί σε πολιτικές του κόμματός της (ΑΚΕΛ) υπέρ της «διακοινοτικής» επαναπροσεγγίσεως αναγκάστηκε να απορρίψει την τουρκική προκλητική και απαράδεκτη πρόσκληση.

• Ψήφισμα του Συμβουλίου της Ευρώπης για τις κατεχόμενες περιουσίες

Ένα πολύ σημαντικό ψήφισμα της εξ υπουργών Επιτροπής του Συμβουλίου της Ευρώπης ήρθε, την περασμένη εβδομάδα, να στηρίξει τον αγώνα της Κύπρου στο μέτωπο των κατεχομένων περιουσιών, που εκποιούνται συστηματικά από το ψευδοκράτος για τη δημιουργία τετελεσμένου γεγονότος.

Είναι μια εξέλιξη που ακολούθησε, ως συνέπεια, το Σχέδιο Ανάν. Ειδικότερα τις πρόνοιες που περιελάμβανε για τις κατεχόμενες ελληνοκυπριακές περιουσίες.

Το ψήφισμα του Συμβουλίου της Ευρώπης ζητά «από τις τουρκικές αρχές να δώσουν, χωρίς καθυστέρηση, πληροφορίες για μέτρα που έχουν ληφθεί προς διασφάλιση των δικαιωμάτων περιουσίας των εκτοπισμένων ατόμων, όπως αυτά αναγνωρίζονται με απόφαση του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου».

Είναι ένα πολύ σημαντικό ψήφισμα γιατί παραπέμπει όχι στο ψευδοκράτος αλλά στις τουρκικές (κατοχικές) αρχές, όπως και η σχετική απόφαση του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου, στην οποία γίνεται αναφορά. Αυτό έχει ιδιαίτερη σημασία μετά τη δημιουργία από το ψευδοκράτος «Επιτροπής Αποζημιώσεων», η οποία έχει στόχο να παρουσιάσει το υποτελές καθεστώς των κατεχομένων ως «ανεξάρτητη» και «νόμιμη» Αρχή.

Πολύ σημαντική είναι επίσης η παρέμβαση της Επιτροπής Παιδείας και Πολιτισμού του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου στο θέμα της καταστροφής της πολιτιστικής κληρονομιάς της Κύπρου από την τουρκική κατοχή. Με εισήγηση του προέδρου της επιτροπής Νίκου Σηφουνάκη και άλλων μελών της επιτροπής και κυπρίων και ξένων ειδικών κατετέθησαν ενώπιον του Κοινοβουλίου οι διαστάσεις της καταστροφής αυτής, που αποτελούν μια άλλη μορφή εθνοκάθαρσης και αφορούν, ως ευρωπαϊκή και παγκόσμια πολιτιστική κληρονομιά και ως θέμα αρχής και πολιτισμού, την Ευρωπαϊκή Ένωση και ολόκληρο τον κόσμο.

Το πώς αντιμετωπίζει η τουρκική πλευρά την «προσέγγιση» και τη «συμφιλίωση» και στο θέμα αυτό φαίνεται από την απάντηση που έδωσε στον Αρχιεπίσκοπο της Κύπρου ο τουρκοκύπριος Μουφτής σε πρόταση του πρώτου για τον καθαρισμό και τη συντήρηση των 500 περίπου εκκλησιών στα κατεχόμενα. Ο τουρκοκύπριος Μουφτής δέχθηκε να συζητήσει τον καθαρισμό και τη συντήρηση μίας ή δύο το πολύ εκκλησιών κάθε χρόνο. Με τον ρυθμό αυτόν θα χρειάζονταν δηλαδή 250 περίπου χρόνια για την ολοκλήρωση του έργου! Η παρέμβαση του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου είναι ένα δείγμα του τι μπορεί να γίνει και δεν γίνεται στην ΕΕ και αφήνεται ασύδοτη η τουρκική προπαγάνδα να δημιουργεί κλίμα για δήθεν «οικονομική απομόνωση των Τουρκοκυπρίων» και για δήθεν «εποικοδομητική στάση» της Τουρκίας στο Κυπριακό!

Με ποια λογική π.χ. θα μπορούσε η ελληνική πλευρά να συναινέσει στο άνοιγμα του διαπραγματευτικού κεφαλαίου «Παιδεία και Πολιτισμός», όταν οι μισές περίπου από τις κατεχόμενες εκκλησίες έχουν μετατραπεί σε στάβλους, αποθήκες, μπαρ και δισκοθήκες; Όταν μοναδικές βυζαντινές εικόνες και μωσαϊκά, όπως αυτά π.χ. του 5ου αι. μ.Χ. της Παναγίας της Κανακαριάς, λεηλατήθηκαν και τροφοδοτούν το διεθνές λαθρεμπόριο έργων τέχνης;

• Η ελληνική πλευρά πρέπει επειγόντως να αναθεωρήσει την πολιτική της και να επανατοποθετήσει το Κυπριακό

Η ελληνική πλευρά, μετά την τελευταία τουρκική παρασπονδία σε σχέση με τη Συμφωνία της 8ης Ιουλίου, δεν έχει κανέναν λόγο να εμμένει σε μια αδιέξοδη πολιτική. Δεν έχει επίσης κανέναν λόγο να συνεχίζει τη γνωστή πολιτική που εγκαινιάσθηκε από την κυβέρνηση Σημίτη το 1996, που αφοπλίζει κυριολεκτικά την ελληνική πλευρά και την καθιστά όμηρο της τουρκικής ευρωπαϊκής πορείας. Η πολιτική αυτή υπονομεύει εκ των πραγμάτων τη θέση της Ελλάδος και της Κύπρου. Αντιμάχεται τα εθνικά συμφέροντα σε στρατηγικό και γεωπολιτικό επίπεδο.

Η ελληνική πλευρά πρέπει να επανεξετάσει την ακολουθούμενη πολιτική. Να θέσει ουσιαστικούς όρους και προϋποθέσεις. Να χαράξει πραγματικές κόκκινες γραμμές ασφαλείας. Να ενεργοποιηθεί διπλωματικά και να ενισχύσει τα διπλωματικά και στρατηγικά της ερείσματα. Να δώσει τη δέουσα προσοχή στην άμυνά της και στις αναγκαίες ισορροπίες δυνάμεων. Να περιφρουρήσει την εθνική συνοχή της και το εσωτερικό μέτωπο.

Η διαφαινόμενη νέα κρίση στο κουρδικό πρόβλημα και η εμπλοκή της Άγκυρας δεν πρέπει να αντιμετωπίζεται με συμπλέγματα ενδοτικής φοβίας, που καλλιεργούνται από μια μερίδα του Τύπου και «ειδικών». Είναι μια σαφής ένδειξη των προβλημάτων με τα οποία είναι αντιμέτωπη η γειτονική χώρα και τα οποία διασυνδέονται εξ αντικειμένου με τα εσωτερικά της προβλήματα. Ενώπιον αυτής της καταστάσεως η Ελλάδα δεν έχει κανένα περιθώριο να δίνει την εντύπωση εύκολου στόχου, προς την πλευρά του οποίου μπορούν να ασκηθούν εκβιασμοί ή να επιδιωχθούν αντισταθμιστικά ανταλλάγματα και υποχωρήσεις.

* Ο Περικλής Νεάρχου διετέλεσε σύμβουλος επί θεμάτων εξωτερικής πολιτικής του Ανδρέα Παπανδρέου


Σχολιάστε εδώ