Αφορολόγητοι οι τόκοι για τις off shore εφοπλιστών!
Μάλιστα, το καθεστώς φορολογικού «παραδείσου» που απολαμβάνουν οι εφοπλιστές και στα repos, πέραν των υπολοίπων φορολογικών απαλλαγών που απολαμβάνουν με βάση αναγκαστικούς νόμους από την εποχή της δικτατορίας, καθιερώθηκε λίγους μήνες πριν τεθεί σε ισχύ ο νόμος 3296/2004 του υπουργείου Οικονομικών, με τον οποίο αυξήθηκε από 7% σε 10% η φορολόγηση των αποδόσεων των repos για τους… κοινούς θνητούς.
Αξίζει δε να σημειωθεί ότι η σκανδαλώδης εγκύκλιος 1085, που εκδόθηκε στις 10/8/2004 και παραμένει σε ισχύ, μυστηριωδώς έχει εξαφανισθεί από την ιστοσελίδα του υπουργείου Οικονομικών, όπου παρουσιάζονται μία προς μία όλες οι εγκύκλιοι, αλλά περιέργως μετά την εγκύκλιο 1084 εμφανίζεται απευθείας η εγκύκλιος 1086.
Η εγκύκλιος Ρεγκούζα, που ήταν μια από τις τελευταίες κινήσεις του πριν αποπεμφθεί μετά τον θόρυβο που προκάλεσαν οι δηλώσεις του για το «γρηγορόσημο» στα τελωνεία, αφορά όλες τις εταιρείες με έδρα την Ελλάδα και δραστηριότητες εκτός Ελλάδας (off-shore), που ήδη βρίσκονται σε καθεστώς ειδικής φορολογικής μεταχείρισης από το 1967. Λίγες επιχειρήσεις αυτής της κατηγορίας είναι εμποροβιομηχανικές, οι περισσότερες είναι εφοπλιστικές και στο σύνολό τους δεν πληρώνουν κανέναν φόρο στην Ελλάδα. Μόνη εξαίρεση αποτελούσε ο φόρος που πλήρωναν για τις αποδόσεις καταθέσεων και repos, ο οποίος είχε καθιερωθεί από το 1994, με νόμο που όριζε ότι προβλέπεται παρακράτηση φόρου στους τόκους οι οποίοι προκύπτουν από οποιαδήποτε μορφή κατάθεσης σε τράπεζα ή ταμιευτήριο που είναι στην Ελλάδα και αποκτώνται από φυσικά ή νομικά πρόσωπα, ενώσεις προσώπων ή ομάδες περιουσίας, χωρίς να εξετάζεται η ιθαγένεια και ο τόπος όπου διαμένουν ή κατοικούν ή έχουν την έδρα τους. Ύστερα από διαδοχικές αλλαγές συντελεστών, ο συντελεστής φορολόγησης στα repos, τον οποίο πλήρωναν και οι εταιρείες των εφοπλιστών, είχε διαμορφωθεί σε 7%.
Λίγους μήνες, όμως, πριν αυξηθεί ο συντελεστής στο 10% από τον Γιώργο Αλογοσκούφη, ο κ. Ρεγκούζας είχε φροντίσει με μια εγκύκλιό του, να προσφέρει πλήρη φοροαπαλλαγή στους εφοπλιστές, τονίζοντας προς τις εφορίες ότι «οι τόκοι που αποκτούν από καταθέσεις και από πράξεις repos τα γραφεία αλλοδαπών επιχειρήσεων που εγκαθίστανται στην Ελλάδα βάσει των διατάξεων του άρθρου 25 του Ν. 27/1975 ή του Αναγκαστικού Νόμου 89/1967 απαλλάσσονται από τον φόρο εισοδήματος».
Ο κ. Ρεγκούζας επικαλέσθηκε μια γνωμοδότηση της Ολομέλειας του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους στην οποία κατέληξε με μικρή πλειοψηφία (19 ψήφοι υπέρ, 15 κατά), βάσει της οποίας κρίθηκε ότι αφού ήταν πρόθεση του νομοθέτη να εξαιρέσει τις εν λόγω εταιρείες από κάθε φορολογική επιβάρυνση, θα έπρεπε να εξαιρεθούν και από τη φορολογική επιβάρυνση στις αποδόσεις των καταθέσεων ή των repos.
«Η ειδική αυτή μεταχείριση των πιο πάνω επιχειρήσεων καθιερώθηκε λόγω της ωφέλειας που εκτιμάται ότι θα έχει η εθνική οικονομία από τη λειτουργία των γραφείων αυτών στην Ελλάδα (εισαγωγή συναλλάγματος, δημιουργία θέσεων εργασίας, κ.λπ.)», ανέφερε χαρακτηριστικά η εγκύκλιος Ρεγκούζα.
Με τον τρόπο αυτό, εκτιμάται ότι διευκολύνθηκε η πρόσβαση κεφαλαίων μεγάλου ύψους στο ελληνικό τραπεζικό σύστημα, είτε με τη μορφή αφορολόγητων καταθέσεων είτε με τη μορφή αφορολόγητων repos. Οι απώλειες φορολογικών εσόδων από αυτή την πηγή δεν έχουν γίνει γνωστές, ούτε βέβαια και αναφέρονταν σχετικές προβλέψεις στην εγκύκλιο Ρεγκούζα, αφού η επισύναψη ειδικής έκθεσης του Γενικού Λογιστηρίου για τις επιπτώσεις στα δημόσια ταμεία είναι υποχρεωτική μόνο για τους νόμους και όχι για τις εγκυκλίους.
Αξίζει, τέλος, να σημειωθεί η άποψη των 15 συμβούλων της μειοψηφίας του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους για το θέμα, αφού με αυτή επιχειρείται να τεθούν κάποια όρια στη φορολογική ασυλία των εφοπλιστών. Οι ευνοϊκές φορολογικές διατάξεις, σημειώνουν, απαλλάσσουν τις συγκεκριμένες επιχειρήσεις από κάθε φόρο για το εισόδημά τους που αποκτάται από τη δραστηριότητα (εργασίες ή παροχή υπηρεσιών) που ασκούν σύμφωνα με τις σχετικές διατάξεις και την άδεια εγκαταστάσεώς τους. Επομένως, αν πράγματι ο νομοθέτης ήθελε να μην επιβαρύνει φορολογικώς τα εισoδήματα από τις καταθέσεις και τις πράξεις repos, ήταν ανάγκη να αναφερθεί ρητώς σ’ αυτά, καθώς συνιστούν διαφορετική πηγή εισοδήματος.