Στους ανακριτές Θεόδωρος και Γιάννα
Το συμβούλιο έφθασε σ’ αυτήν την απόφαση μετά από προσφυγή του Κωνσταντίνου Αγγελόπουλου κατά της σιωπηρής αποτρεπτικής διάταξης του ανακριτή του 4ου τμήματος Πλημμελειοδικών Αθηνών, ο οποίος είχε αναλάβει την υπόθεση κατόπιν εγκλήσεων του Κ. Αγγελόπουλου κατά των κατηγορουμένων. Η έγκληση είχε απορριφθεί ως αβάσιμη κατά το άρθρο 47 του ΚΠΔ.
Κάνοντας αναφορά στην υπόθεση η αντιεισαγγελέας Πλημμελειοδικών Μερόπη Σάμπαλη στην πρότασή της προς το συμβούλιο αναφέρει:
«Ο μηνυτής-προσφεύγων Κωνσταντίνος Αγγελόπουλος εκ των εκπροσώπων της ΑΕ Χαλυβουργική ευρίσκετο και ευρίσκεται μέχρι σήμερον σε αντιδικία με τον αδελφό του Θεόδωρον Αγγελόπουλον και την σύζυγό του Ιωάννα Αγγελοπούλου (τρίτο και τέταρτη μηνυομένους), αφορώσα την διαχείρισιν των επιχειρήσεών των. Την 3-6-2004 ενώπιον του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Αθηνών εξεδικάζετο η από 15-12-2003 αγωγή του προσφεύγοντος Κων/νου Αγγελόπουλου της ΑΕ Χαλυβουργικής κ.λπ. κατά των Θεόδωρου και Ιωάννας Αγγελοπούλου. Εις την αγωγήν εκείνην υπεστηρίχθη υπό του προσφεύγοντος ότι δύο παραιτήσεις από 28-3-2000, από δικόγραφα και το δικαίωμα δύο αγωγών από 29-10-1999 και 1-11-1999 κατά του Θεόδωρου Αγγελόπουλου, οι οποίες είχαν κατατεθεί στο Πρωτοδικείο Αθηνών την άνω ημερομηνίαν ήσαν άκυροι, διότι τα εν λόγω δικόγραφα δεν είχον κοινοποιηθεί, όπως ο Νόμος ορίζει στον εναγόμενον ή σε πληρεξούσιον ή άμεσον αντιπρόσωπον αυτού, αλλά είχον γνωστοποιηθεί με εξώδικον γνωστοποίησιν σε έτερο πρόσωπον. Υπό των κατηγορουμένων (νομικών παραστατών του τρίτου και τέταρτης) πρώτου και δεύτερου υπεστηρίχθη ότι τα ανωτέρω έγγραφα των παραιτήσεων από τις αγωγές (29-10-1999 και 1-11-1999) είχον κοινοποιηθεί νομίμως εις τον Θεόδωρον Αγγελόπουλον και ότι παραιτηθέντος του Κων/νου Αγγελόπουλου – (προσφεύγοντος) από το δικαίωμα των αγωγών δεν ηδύνατο να επανέλθει με την δικαζομένην τότε αγωγήν του. Προς επίρρωσιν των ισχυρισμών αυτών προσεκόμισαν αντίγραφα των εγγράφων αυτών – παραιτήσεων, εις τα οποία και σφραγίς του «επιδόσαντος» αυτά δικ. επιμελητού, διαφέρουσα όμως, από εγγράφου εις έγγραφον καίτοι εφέροντο επιδοθέντα την ιδίαν χρονική στιγμήν. Από τα αυτά ως άνω στοιχεία προέκυψεν ότι ουδέποτε οι παραιτήσεις αυταί επεδόθησαν, αυτοτελώς, ως εμφανίσθησαν εις το Δικαστήριον εις οιονδήποτε, αλλά μόνον ως συνημμέναι εις την εξώδικον ανακοίνωσιν, μετ’ υπομνήσεως του δικηγόρου Αθηνών, Νικ. Γοργία, προς τον Αλέξιο Κούγια, δικηγόρον του Θεοδώρου Αγγελοπούλου, όθεν συνάγεται ότι οπωσδήποτε εγένετο επέμβασις, αλλοιώσασα την γνησιότητα των εγγράφων αυτών, τα οποία προσεκομίσθησαν υπό των δύο πρώτων κατηγορουμένων-δικηγόρων, προς υποστήριξιν των συμφερόντων των ετέρων δύο, τρίτου και τετάρτης αυτών. Υπ’ αυτά όμως τα στοιχεία ώφειλεν ο Εισαγγελεύς Πλημελειοδικών Αθηνών να ασκήση την δέουσαν ποινικήν δίωξιν διά τις πράξεις τις οποίες ως εκ της εγκλήσεως είχε διαγνώση-διαπιστώση και να διατάξη την διενέργειαν κυρίας ανακρίσεως προς διερεύνησιν απάντων καταγγελλομένων και συνεπώς δικαιολογημένως παραπονείται ο προσφεύγων κατά της διατάξεως αυτής και δεκτή κρίνεται η προσφυγή αυτού».
Έτσι, με την από 6-2-2006 παραγγελία της Εισαγγελέως Πρωτοδικών Αθηνών ασκήθηκε ποινική δίωξη κατά των ως άνω εγκαλουμένων για α) απόπειρα απάτης στο Δικαστήριο με αντικείμενο που υπερβαίνει τις 73.000 ευρώ κατά συναυτουργία (εναντίον των πρώτου και δεύτερου από αυτούς), β) πλαστογραφία μετά χρήσεως με σκοπό προσπορισμού παρανόμου περιουσιακού οφέλους διά βλάβης τρίτου με συνολικό όφελος/ζημία που υπερβαίνουν τις 73.000 κατά συναυτουργία (εναντίον των πρώτου και δεύτερου από αυτούς), γ) ψευδή βεβαίωση με σκοπό προσπορισμού οφέλους με συνολικό όφελος που υπερβαίνει τις 73.000 ευρώ (εναντίον του δεύτερου από αυτούς), και δ) ηθική αυτουργία στις ανωτέρω πράξεις (εναντίον των τρίτου και τέταρτης από αυτούς).
Η κύρια ανάκριση επί της ως άνω δικογραφίας ανατέθηκε στον 4ο τακτικό ανακριτή Πλημμελειοδικείου Αθηνών.
Με την υπ’ αριθ. 1630/5-2-06 απόφαση του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Αθηνών απορρίφθηκε -μαζί με άλλες με τις οποίες συνεκδικάστηκε- η επίμαχη από 15-12-2003 και με αριθμό καταθέσεως 183491/11542/17-12-2003 αγωγή ως αόριστη όσον αφορά το αίτημά της για την αναγνώριση της ακυρότητας της από 2-3-2000 σύμβασης συμβιβασμού (με βάση την οποία είχαν κοινοποιηθεί οι επίμαχες παραιτήσεις) λόγω αντίθεσης στα χρηστά ήθη και λόγω αισχροκέρδειας, ενώ το αίτημα για αναγνώριση της ακυρότητας των παραιτήσεων του τότε ενάγοντος και νυν πολιτικώς ενάγοντος Κωνσταντίνου Αγγελόπουλου από το δικαίωμα των προηγούμενων αγωγών του (με αριθ. καταθ. 81201/9094/1999, 81204/9095/1999 και 34135/2233/2001) απορρίφθηκε ως απαράδεκτο, αφού για να γίνει η προσβολή των εν λόγω παραιτήσεων στο πλαίσιο της ανωτέρω δίκης (και όχι εκείνης στην οποία συντελέστηκαν), απαιτούνταν οι συνέπειες των παραιτήσεων να επηρεάζουν την παραδοχή των κρινόμενων αγωγών, τούτο όμως δεν συνέβαινε στην εν λόγω περίπτωση, αφού κρίθηκε ότι τα δικαιώματα των αγωγών αυτών και των κρινόμενων δεν ταυτίζονταν και επομένως, ακόμη και αν γινόταν δεκτό πως οι παραιτήσεις του ανωτέρω από το δικαίωμα των προηγούμενων αγωγών του ήταν έγκυρες, αυτό δεν θα συνιστούσε λόγο απόρριψης των κρινόμενων αγωγών ως ουσιαστικά αβάσιμων. Κατά της ανωτέρω αποφάσεως ασκήθηκε από τον πολιτικώς ενάγοντα έφεση η οποία συζητήθηκε την 2-11-2006 ενώπιον του Εφετείου Αθηνών και αναμένεται η έκδοση αποφάσεως.
Ουσιαστικά δηλαδή η εισαγγελέας παραδέχθηκε ότι από τη δικογραφία αποδεικνύεται πως η σύμβαση συμβιβασμού κακώς αναγνωρίστηκε ως έγκυρη, οπότε οι παραιτήσεις που με βάση αυτή τη σύμβαση είχε υποβάλλει ο κ. Αγγελόπουλος από τις αγωγές που είχε κάνει νωρίτερα από την πράξη συμβιβασμού κατά του αδελφού του και της συζύγου του δεν έπρεπε να ληφθούν υπ’ όψιν ως έγκυρες. Άλλωστε οι παραιτήσεις αυτές δεν κοινοποιήθηκαν νόμιμα στον Θόδωρο και Γιάννα Αγγελοπούλου, αλλά είχαν γνωστοποιηθεί με εξώδικο προς τρίτους! Οπότε η όποια ωφέλεια είχε ο Θόδωρος και η Γιάννα Αγγελοπούλου από την παραδοχή της εγκυρότητας των παραιτήσεων δεν έπρεπε να εκληφθεί ως σύννομη.
Με βάση την πρόταση της εισαγγελέως το Συμβούλιο αποφάσισε να προσκομισθούν τα πρωτότυπα έγγραφα των παραιτήσεων και να διαταχθεί γραφολογική πραγματογνωμοσύνη προκειμένου να διαπιστωθεί αν τα έγγραφα είναι γνήσια ή πλαστά ώστε να κριθεί στη συνέχεια αν είναι αναγκαία η επέκταση της δίωξης για πλαστογραφία σε βαθμό κακουργήματος!
Συγκεκριμένα η απόφαση αναφέρει:
«1) να εξεταστούν κατ’ αντιπαράσταση οι μάρτυρες Νικόλαος Γοργίας, δικηγόρος, και Παύλος Νταραγιάννης, συνταξιούχος δικαστικός επιμελητής, καθώς και να κληθεί εκ νέου ο μάρτυρας Αλέξιος Κούγιας να προσκομίσει τα πρωτότυπα κοινοποιηθέντα στον ίδιο την 30-3-2000 έγγραφα, 2) να κληθεί ο Νικόλαος Φαρμάκης να προσκομίσει τα πρωτότυπα κοινοποιηθέντα σε αυτόν την 30-3-2000 έγγραφα και το πρωτότυπο αποσταλέν σε αυτόν από το γραφείο του στην Αθήνα προς το Λονδίνο φαξ, να αναζητηθούν δε από τον Θεόδωρο Αγγελόπουλο τα αποσταλέντα σε αυτόν με φαξ από τον Νικόλαο Φαρμάκη πρωτότυπα έγγραφα και να διαταχθεί γραφολογική πραγματογνωμοσύνη, προκειμένου να διαπιστωθεί εάν τα ανωτέρω έγγραφα είναι γνήσια ή πλαστά, καθώς και εάν τα προσκομισθέντα ενώπιον του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Αθηνών έγγραφα παραιτήσεων είναι γνήσια ή πλαστά κατασκευασμένα με σειρά επανειλημμένων φωτοτυπήσεων και μεταφορά λογοτύπων και αν αποτελούν ακριβή φωτοτυπικά αντίγραφα των κοινοποιηθέντων στον Νικόλαο Φαρμάκη παραιτήσεων του Κωνσταντίνου Αγγελόπουλου, ώστε να κριθεί ακολούθως από τον ανακριτή εάν είναι αναγκαία η επέκταση της ποινικής δίωξης κατ’ άρθρο 250 ΚΠΔ κατά του Παύλου Νταραγιάννη ή άλλων τυχόν συμμετόχων στην πράξη της κακουργηματικής πλαστογραφίας, 3) να κληθούν σε απολογία οι τρίτος και τέταρτη των κατηγορουμένων, Θεόδωρος Αγγελόπουλος και Ιωάννα συζ. Θεοδώρου Αγγελοπούλου, για τις αποδιδόμενες σε αυτούς αξιόποινες πράξεις και 4) να διαβιβαστεί από τον ως άνω ανακριτή σχετική έκθεση με αντίγραφα της παρούσας δικογραφίας στον Εισαγγελέα Πλημμελειοδικών Αθηνών, προκειμένου αυτός να ερευνήσει τα καταγγελλόμενα με τα υπομνήματα του πολιτικώς ενάγοντος για να διαπιστώσει εάν πρέπει να ασκηθούν νέες ποινικές διώξεις, εφόσον δεν έχουν ήδη σχηματιστεί γι’ αυτά άλλες δικογραφίες».