Μια Φορά Και Έναν Καιρό

Η μικρούλα εκκλησιά της γειτονιάς, που μάλλον σε ξωκλήσι έφερνε, δεν είχε ούτε καν καμπαναριό, αλλά μόνο μία και μοναδική καμπάνα στερεωμένη με μια αυτοσχέδια σιδεριά πάνω στο παραθύρι, που όταν σήμαινε καμιά φορά λυπητερά, ακούγαμε τους γονιούς μας να αναρωτιούνται «ποιος να είναι άραγε;». Χωρίς περβόλι και λουλούδια όλος ο γύρω και πέρα χώρος ήταν μια τεράστια αλάνα που έφτανε ως τα ακραία χαμόσπιτα του οικισμού.

Εμείς, ύστερα από ολιγόλεπτη παραμονή, τη στιγμή που οι ψαλτάδες διαδέχονταν τον παπά στις ψαλμωδίες, διολισθαίναμε ανάμεσα σε μανουάλια και στασίδια, κολλητοί με το παγκάρι και βρισκόμασταν, ας πούμε, στην αυλή παρέα με τα φιλαράκια μας που βρέθηκαν με τον ίδιο τρόπο να… εκκλησιάζονται κι αυτοί… Αρχίζαμε το παιχνίδι, τρέχαμε, κάναμε ζαβολιές στην «αμπάριζα» και στο «φτου ξελεφτερία» και όλο κάποια φάπα έπεφτε πριν διαλύσει η παρέα. Αν κάποιος έφερνε και την μπάλα τη φτιαγμένη από κουρελόπανα, τότε γινόταν το «μεγάλο πατιρντί». Μέχρι που έβγαινε ο κυρ Θόδωρας ο καντηλανάφτης και μας έπαιρνε στο κυνήγι.

Αν και η άνοιξη είχε μπει για τα καλά, το βραδινό αγιάζι ούτε που το καταλαβαίναμε και ας τσίριζε η μάνα μας: «Μη βγάζεις τη ζακέτα σου. Θα κρυώσεις». Ιδρώναμε, μας έπιανε ο λαιμός μας και πάντα ήμασταν άρρωστοι του «θανατά» στις διακοπές του σχολείου που άρχιζαν τη Μεγάλη Τετάρτη. Έλεγε η κυρία Ιουλία, η δασκάλα, στη μητέρα μας: «Τριάντα χρόνια έχω στη δουλειά, αλλά τέτοια πλάσματα ατίθασα ποτέ μου δεν συνάντησα…». Κι εμείς νιώθαμε μια κρυφή ικανοποίηση που… αξιοκρατικά στεκόμασταν τόσο ψηλά στην ιεραρχία της σκανδαλιάς. Υπήρχε και η επετηρίδα. Ο καλός μαθητής της τάξης ήταν αποδιοπομπαίος.

Αργότερα, καθώς μεγαλώναμε, στα πρώτα μας «σκιρτήματα», στα προεφηβικά μας χρόνια, συνεχίζαμε να πηγαίνουμε στην εκκλησιά, στον Άγιο Χαράλαμπο τώρα, αλλά με μια αλλιώτικη θρησκευτική θεώρηση. Παρακαλούσαμε τον Θεό από μέσα μας να ‘ρθει κι «εκείνη»… Να συναντηθούνε οι ματιές μας από μακριά με το κορίτσι που αγαπούσαμε χωρίς να το ξέρει, γιατί μόνο ο εαυτός μας το ήξερε.

Και ερχόταν με τη ροζ πλισέ φουστίτσα της μαζί με τη μαμά της. Κρατούσε τη σύνοψη για να παρακολουθήσει τα λόγια των Ευαγγελίων, που θα διάβαζε με την τρεμουλιαστή φωνή του ο παπάς. Έριχνε μια κλεφτή και βιαστική ματιά ολόγυρά της γιατί κι εκείνη είχε κάνει μέσα της μια προσευχή: να δει «εκείνον» που αγαπούσε και που το ήξερε μονάχα ο εαυτός της.

Απ’ όλες τις ημέρες της Μ. Εβδομάδας η Μεγάλη Πέμπτη ήταν η καλύτερη για μας, επειδή η λειτουργία με τα Δώδεκα Ευαγγέλια κρατούσε ως αργά τη νύχτα. Μέχρι και τις έντεκα πολλές φορές. Χτυπούσε αργά και πένθιμα η καμπάνα, μ’ έναν σπαραχτικά μονότονο ήχο στη Σταύρωση και το φεγγάρι που τέτοιες μέρες είναι στη «χάση» του, έδινε μια όψη απόκοσμη στην τελετουργία.

Και ήμασταν όλοι μας εκεί: Ο Χάρης με το στητό παράστημα. Ο ξανθός γαλανομάτης ο Μισέλ. Η Μιμέλλη, η Κατερίνα, η Νίκη και η ατσούμπαλη η Ζακελίνα. Ήταν ο Ριρής και ο Κούλης, ο κυρίαρχος της παρέας, ο αθυρόστομος. Στα Δεκεμβριανά, σε κάποια έρευνα, βρήκαν οι Εγγλέζοι στο σπίτι του ένα πιστόλι-αντίκα που το είχε αγοράσει λίγες μέρες πρωτύτερα και το έδειχνε σε όλους με καμάρι. Τον «μπαγλάρωσαν» και τον έστειλαν σε στρατόπεδο συγκεντρώσεως, στην Ελ Ντάμπα. Αχώριστος από την παρέα ήταν και ο Παντελής, ένα είδος «κένταυρου» με το ποδήλατό του που δεν αποχωριζότανε ποτέ κι όλο βολτάριζε στους χωματόδρομους της συνοικίας.

Η «ντίβα» όμως της παρέας ήταν η Μαρίνα, ένα χαριτωμένο και πανέξυπνο θηλυκό, μικρότερη απ’ όλους μας. Στα τέσσερά της χρόνια υπήρξε «παιδί θαύμα» και πολλές εφημερίδες εκείνης της εποχής έγραψαν λόγια κολακευτικά για το ταλέντο της. Χόρευε κλακέτες με δεξιοτεχνία Φρεντ Αστέρ κι έπεφταν βροχή τα χειροκροτήματα.

Άλλο… επίλεκτο μέλος της συντροφιάς, όχι πολύ μεγαλύτερός μας, ήταν ο Νίκος ο παπάς. Ήταν διάκος κανονικός, με ράσο και καλυμμαύχι, παιδί της γειτονιάς που «αλήτευε» μαζί μας όταν οι εκκλησιαστικές του υποχρεώσεις το επέτρεπαν. Απ’ όλη την παρέα μονάχα ο Φρίντος ήταν άθεος και μας ειρωνευόταν με τη φαρμακερή του ειρωνεία. Αλλά εμείς αδιαφορούσαμε.

Το Μεγάλο Σάββατο η παρέα σε ολομέλεια, «πλην Λακεδαιμονίων», πλην του Φρίντου εν προκειμένω, πάνοπλοι με στρακαστρούκες και βεγγαλικά για την Ανάσταση, πιάναμε θέσεις πριν ανοίξει η πόρτα του Άη Χαράλαμπου σε μέρος όπου όλη η γειτονιά θα «παρήλαυνε» από μπροστά μας. Και πάντα ελπίζαμε με το «Χριστός Ανέστη» σ’ ένα κατά το… ήμισυ αθώο φιλί της αγάπης. Αλλά μπα… Πού τέτοια τύχη. Είχανε βλέπεις γνώση οι φύλακες.

Το μόνο μελανό σημείο των ημερών ήταν οι αγγαρείες που μας φορτώνανε από το σπίτι. Να πάρουμε λαμαρίνες από τον φούρνο και να πάμε τα τσουρέκια μας για ψήσιμο. Να περιμένουμε να ψηθούνε και να κάψουμε τα χέρια μας, καθώς θα βγαίνουνε καυτά από τον φούρνο. Και το χειρότερο, να τρέξουμε στον μπακάλη για κάτι που ξέχασαν να πάρουν και το χρειάζονται εδώ και τώρα.

Τρέχαμε λάχα λάχα στον Πέτρο τον μπακάλη που στραβομουτσούνιαζε όταν μας έβλεπε, επειδή όλο και κάποιο ξηροκάρπι του ξαφρίζαμε.

Το μεγάλο πανηγύρι τελείωνε την Κυριακή του Πάσχα το απόγευμα, με τη λιτανεία της Αγάπης. Παπάδες, ψαλτάδες, εξαπτέρυγα και ο παπά Νίκος ο διάκος, να μας θυμιατίζει κατά προτεραιότητα, κατ’ εξαίρεσιν και καθ’ υπερβολήν.

Οι κήποι ευωδίαζαν από τις βιολέτες τις διπλές, τις άσπρες και τις μοβ. Και τη «λουίζα», τη λεβάντα και τη μαντζουράνα. Μόνο στην αυλή της Μαρίνας ανθούσαν γαρίφαλα γιαπωνέζικα, στις δύο γλάστρες με τα κεφάλια λιονταριών στην είσοδο του κήπου, «τότε που ζούσαμε» όπως τιτλοφόρησε σοφά το βιβλίο του ο Ασημάκης Πανσέληνος, για το τότε που έφυγε!


Σχολιάστε εδώ