Ελληνική συνέχεια και εθνικό μέλλον

Θα φτάναμε, με απλά λόγια, στο σημείο να αντιμετωπίζουμε και να αντικρούομε «επιστημονικές» δήθεν απόψεις που υποστηρίζουν ότι η ιστορία της Ελλάδος αρχίζει μετά το 1821! Ότι, δηλαδή, είμαστε νεώτεροι των Αμερικανών. Ότι δεν υπάρχει καμιά ιστορική συνέχεια με το Βυζάντιο και την Αρχαία Ελλάδα! Ότι στόχος της Παιδείας μας δεν πρέπει να είναι η διδασκαλία της εθνικής ιστορίας και η διαμόρφωση πολιτών του εθνικού κράτους, αλλά η αποδόμηση της εθνικής ιδέας του εθνικού κράτους και της εθνικής ταυτότητας.

Δεν πρέπει να υπάρχει σχετικά καμιά παρανόηση. Αυτές είναι οι βασικές θέσεις που διαπερνούν ως ιδεολογία το περίφημο βιβλίο Ιστορίας της ΣΤ΄ Δημοτικού, πέρα από τα ασύγγνωστα λάθη κάθε είδους. Οι παλαιές θεωρίες Φαλμεράγιερ, εκσυγχρονισμένες από νεόκοπους ζηλωτές του εντός των τειχών και συνδυασμένες με τη νέα «πολυπολιτισμική» ιδεολογία της παγκοσμιοποίησης του διεθνούς νεοφιλελευθερισμού και της νέας τάξεως, προβάλλονται ως νέα «επιστημονική» προσέγγιση. Ως νέα ιστορική «μεθοδολογία», με τη σημαία του μεταμοντερνισμού!

Το γεγονός ότι φτάσαμε σ’ αυτό το σημείο σε μια χώρα που δικαιολογημένα σεμνύνεται για τη μοναδική ιστορική και πολιτισμική της κληρονομιά δείχνει πόσο μακριά έχει πάει η χώρα στη σκάλα του κακού κατά τα τελευταία χρόνια. Το μέχρι πού μπορεί να φτάσει ο πολιτικός παραλογισμός, ο αποπροσανατολισμός, η επιβλαβής ξένη επιρροή, ο φενακισμός και η πολιτική αλλοτρίωση.

Ποιος άλλος λαός μιλά χωρίς
διακοπή την ίδια γλώσσα από τον καιρό του Ομήρου και ψάλλει το «Τη Υπερμάχω» από τον 7ο
αιώνα, ως διαχρονικό εθνικό ύμνο;

Δεν χρειάζεται, βεβαίως, να πάρει κανείς στα σοβαρά ανιστόρητες και υποκινούμενες από σκοπιμότητες αμφισβητήσεις και να επιστρατεύσει τα πολλά και αμάχητα τεκμήρια για την ελληνική συνέχεια και το ιστορικό βάθος της ελληνικής εθνικής ταυτότητας, που οι γνωστοί μεταμοντέρνοι απολογητές της παγκοσμιοποίησης προσπαθούν να παρουσιάσουν ως τεχνητό δήθεν κατασκεύασμα του 19ου αιώνα.

Αρκεί να αναλογισθεί κανείς ποιοι και πόσοι άλλοι λαοί έχουν μια γλώσσα που ομιλείται αδιάκοπα, μέσα στη διαχρονική της εξέλιξη, από τον καιρό του Ομήρου. Μια γλώσσα που έγινε οικουμενική και ονομάτισε την αρχαία οικουμένη από την Ασία ως την Ευρώπη και τον Ατλαντικό, την Αφρική, τη Μεσόγειο, την Αίγυπτο, την Ιβηρική Χερσόνησο, τον Εύξεινο Πόντο, τον Καύκασο, τη Μεσοποταμία.

Μια γλώσσα που έδωσε στον κόσμο τις πιο βασικές έννοιες των ανθρωπιστικών αξιών, της δημοκρατίας, της φιλοσοφίας, των επιστημών. Μια γλώσσα που έγινε όχημα της νέας θρησκείας του χριστιανισμού και υπήρξε αποφασιστικός παράγων για την επικράτησή του. Σ’ αυτή γράφτηκαν τα τρία από τα τέσσερα Ευαγγέλια, οι πράξεις των Αποστόλων, οι επιστολές του Αποστόλου Παύλου και τα δόγματα της νέας πίστεως.

Με αυτήν, τα ελληνικά γράμματα και τον πρωταγωνιστικό ρόλο του ελληνικού στοιχείου στην ανατολική Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία έγινε δυνατή η ειρηνική μεταμόρφωσή της σ’ αυτό που αργότερα ονομάσθηκε Βυζάντιο και αποτέλεσε το αυτοκρατορικό πλαίσιο του μεσαιωνικού Ελληνισμού, με κέντρο την Κωνσταντινούπολη με κοινό παρανομαστή τη χριστιανική αυτοκρατορική ιδέα, υπό την ορθόδοξή της εκδοχή.

Αυτοί που δεν θέλουν σκοπίμως, να βλέπουν καμιά συνέχεια λησμονούν ότι ο λαός της Κωνσταντινουπόλεως και του Βυζαντίου άρχισε να ψάλλει τον ύμνο «Τη Υπερμάχω» από τις αρχές ήδη του 7ου αιώνα και ότι ο ύμνος αυτός, όπως και τόσοι άλλοι, ψάλλεται αδιαλείπτως μέχρι σήμερα από τον ελληνικό λαό, ως διαχρονικός εθνικός ύμνος, ανεξάρτητα από την άλωση της Κωνσταντινουπόλεως και την πτώση του Βυζαντίου.

Αυτός ο ίδιος λαός διέσωσε, μέσα από τη δημοτική του μουσική και την προφορική παράδοση, τα ακριτικά του τραγούδια, το βυζαντινό μέλος και τόσα άλλα που τον συνδέουν με το Βυζάντιο και τον αρχαίο κόσμο. Ένας από τους μεγαλύτερους μουσικολόγους του κόσμου, ο Ελβετός Jean Band Bovy, ανεγνώρισε στον ρυθμό του τσάμικου και άλλων δημοτικών χορών και μελών αρχαίους ρυθμούς και αρχαία μέτρα της κλασικής εποχής.

Η νεοελληνική εθνική συνείδηση διαμορφώθηκε κατά τους
τελευταίους αιώνες του Βυζαντίου

Δεν υπάρχει σήμερα καμιά αμφιβολία, για όσους τουλάχιστον αντιμετωπίζουν την Ιστορία ως «κτήμα εσαεί», κατά την περίφημη διατύπωση του Θουκυδίδη και όχι ως επιλεκτική και εύπλαστη ύλη προς ιδεολογίστικη διαστρέβλωση και χειραγώγηση, ότι η νεοελληνική εθνική συνείδηση διαμορφώθηκε κατά τους τελευταίους βυζαντινούς χρόνους.

Κατά τους χρόνους δηλαδή που η αυτοκρατορία ταυτίσθηκε πιο έντονα και πιο καθαρά με την ελληνορθόδοξη ταυτότητα. Πρώτον, με τη συρρίκωνση των εδαφών της σε περιοχές αμιγώς ή κατά κύριο λόγο ελληνικές.

Δεύτερον, με τον διμέτωπο αγώνα που διεξήγαγε στην Ανατολή κατά των Τούρκων και της συνεχούς προελάσεώς τους και στη Δύση κατά των Νορμανδών, της παπικής εκκλησίας και των σταυροφόρων της Δ΄ Σταυροφορίας. Οι τελευταίοι κατόρθωσαν να καταλάβουν την Κωνσταντινούπολη το 1204. Στο θέμα αυτό, πέρα από την παλαιότερη ελληνική και ξένη βιβλιογραφία, είναι πολύ σημαντικό το σχετικό έργο συγχρόνων ιστορικών, όπως ο μεγάλος μαρξιστής ιστορικός Σβορώνος και η Ελένη Γλύκατζη Αρβελέρ του Πανεπιστημίου της Σορβόννης.

Το να υποστηρίζει κανείς ότι δήθεν αφετηρία της ελληνικής εθνικής ιδέας είναι ο 19ος αιώνας, σε συνδυασμό με την Ελληνική Επανάσταση του 1821 και την ιδέα του εθνικού κράτους, όπως τη διαμόρφωσε η Γαλλική Επανάσταση, αποτελεί κραυγαλέα αγνόηση της πραγματικότητας και σύγχυση για την έννοια του έθνους, δεν ταυτίζεται υποχρεωτικά με το εθνικό κράτος. Το έθνος προϋπάρχει του εθνικού κράτους. Σε διαφορετική περίπτωση, θα ήταν αδιανόητη μια εθνική επανάσταση χωρίς εθνική συνείδηση και ταυτότητα. Όχι μόνο η Επανάσταση του 1821 αλλά και οι άλλες συνεχείς επαναστάσεις και εξεγέρσεις καθ’ όλη σχεδόν την περίοδο της Τουρκοκρατίας.

Είναι επίσης αδιανόητο το έθνος να ταυτίζεται με τα όρια του αρχικού ελληνικού κράτους, όπως γίνεται χονδροειδώς από τους συγγραφείς του βιβλίου Ιστορίας της ΣΤ΄ Δημοτικού. Αφήνεται έτσι αιωρούμενο ότι άλλες ελληνικότατες περιοχές δεν ήταν ελληνικές ή ότι η απελευθέρωσή τους αποτελούσε ή αποτέλεσε «κατάληψη» ή «επέκταση».

Εθνικό κράτος
και παγκοσμιοποίηση

Οι νεοφανείς αμφισβητήσεις που αναφέρθηκαν παραπάνω και εμφανίζονται με ψευδο-εκσυχρονιστικό ή ψευδο-προοδευτικό λόγο έχουν, προφανώς, άμεση σχέση με τις εξελίξεις που ακολούθησαν την κατάρρευση του ανατολικού συνασπισμού και τη δρομολόγηση από τις ΗΠΑ, ως επίσημης πολιτικής, της παγκοσμιοποίησης.

Η τελευταία έχει τεχνικό υπόβαθρο τις επαναστατικές εξελίξεις στον τομέα κυρίως των επικοινωνιών και των μεταφορών. Δεν πρέπει όμως να συγχέεται απλώς με τις τεχνολογικές εξελίξεις και να παραγνωρίζεται το γεγονός ότι αντιπροσωπεύει ταυτόχρονα μια συγκεκριμένη πολιτική και στρατηγική. Οι τεχνολογικές εξελίξεις υπήρχαν και πριν από το 1989. Πριν δηλαδή από την πτώση του ανατολικού συνασπισμού. Η παγκοσμιοποίηση όμως εμφανίσθηκε, ως ολοκληρωμένη πολιτική, αμέσως μετά.

Ως πολιτική, δηλαδή, έθεσε στόχο:
• να κεφαλαιοποιήσει τα κέρδη της νίκης
• να παγιώσει τον ακραίο νεοφιλελευθερισμό ως διεθνή οικονομική πολιτική
• να αποτελέσει όχημα ηγεμονίας για τη νέα μοναδική υπερδύναμη.

Μέσα στις νέες αυτές συνθήκες της επιδιωκόμενης ενιαίας παγκόσμιας αγοράς, το εθνικό κράτος αντιμετωπίσθηκε με εχθρότητα. Τα εθνικά σύνορα, οι εθνικές κυριαρχίες, οι εθνικές πολιτικές και στρατηγικές αποτελούν φραγμούς και αναχώματα στη δημιουργία και απρόσκοπτη λειτουργία μιας παγκόσμιας αγοράς, κυριαρχούμενης από πολυεθνικές εταιρείες και διεθνείς γεωπολιτικές επιδιώξεις και στρατηγικές.

Με το ίδιο πνεύμα αντιμετωπίσθηκαν οι εθνικές ταυτότητες. Στην Ελλάδα, π.χ., που έχει, δυστυχώς, παράδοση ξένων εξαρτήσεων και «προστατών», οι ξένες προστάτιδες δυνάμεις, παρά την εγγενή τάση τους να υποβλέπουν της ελληνική εθνική συνέχεια και συνοχή και να προσπαθούν να ανακαλύψουν «μειονότητες», δεν έφτασαν ποτέ στο σημείο να αντιμετωπίσουν ως στρατηγικό συμφέρον και στόχο τη μετάλλαξη του ελληνικού εθνικού χώρου σε μεταεθνικό «πολυπολιτιστικό» χώρο. Αντιθέτως, αξιοποιούσαν τον ελληνικό εθνικισμό και την καπηλεία του ως ανάχωμα, κατά την πιο πρόσφατη περίοδο, στον κομμουνισμό, με τα γνωστά φαινόμενα, μεταξύ άλλων, της ακροδεξιάς.

Υπό τις σημερινές συνθήκες της παγκοσμιοποίησης τα πράγματα άλλαξαν σημαντικά. Στον ευαίσθητο ιδιαίτερα χώρο των Βαλκανίων, η γενική πολιτική της παγκοσμιοποίησης, που επιδιώκει τη χαλάρωση των εθνικών συνόρων, των εθνικών αγορών, των εθνικών κυριαρχιών και των εθνικών ταυτοτήτων, διασυνδέεται με έναν πολύ αμεσότερο γεωπολιτικό στόχο: τη γεωπολιτική αναδιάρθρωση των Βαλκανίων με στόχο τη δομική αλλαγή των παραδοσιακών γεωπολιτικών ισορροπιών στην περιοχή αυτήν.

Είναι ένα θέμα που αφορά και επηρεάζει άμεσα την Ελλάδα και το οποίο πρέπει να το παρακολουθεί άγρυπνα και να παίρνει μέτρα για την κατοχύρωση των συμφερόντων και του μέλλοντός της.

Η πλειοδοσία σε πολιτικές παγκοσμιοποίησης, υπό οποιαδήποτε μορφή, δεν είναι η ενδεδειγμένη πορεία για την Ελλάδα. Είναι μια πορεία που μπορεί να υπονομεύσει καίρια και πολύ πιο γρήγορα απ’ όσο ορισμένοι νομίζουν το εθνικό της μέλλον και την εθνική της ταυτότητα.

Η παγκοσμιοποίηση, που προβάλλεται με κοσμοπολίτικο πρόσωπο, χρησιμοποιεί ως ιδεολογικό πολιορκητικό κριό ψευδο-αριστερά παραδοσιακά συνθήματα. Δαιμονοποιεί το έθνος και ασκεί ιδεολογική τρομοκρατία, χρησιμοποιώντας την καταφανή υπεροπλία της στα ΜΜΕ και τις επιρροές που ασκεί σε όλους σχεδόν τους παραδοσιακούς πολιτικούς χώρους για να διαβάλει ως «εθνικιστές», ακραίους, «ρατσιστές» και «ξενόφοβους» όσους προβάλλουν αντίσταση και αντιμάχονται τις επιδιώξεις της.

Είναι γι’ αυτόν τον λόγο που η γραμμή αντιστάσεως διαπερνά όλους τους πολιτικούς χώρους και συνενώνει δημοκρατικές και πατριωτικές δυνάμεις ανεξάρτητα από κομματικά σύνορα και κομματικούς εγκλωβισμούς.

Είναι εκκωφαντική, π.χ., η σιωπή της αξιωματικής αντιπολιτεύσεως πάνω στο μέγα θέμα της αποσιωπήσεως, της διαστρεβλώσεως και της ομολογούμενης αποδομήσεως της εθνικής Ιστορίας της ΣΤ΄ Δημοτικού.

Η κατάσταση αυτή, όπως αναφέρθηκε στην αρχή, είναι δείγμα και σύμπτωμα μιας γενικότερης και βαθύτερης κρίσεως, μια πτυχή της οποίας είναι η καταστροφική πορεία της Παιδείας. Μια άλλη πτυχή, η σημαντικότερη, είναι η αποδεδειγμένη ανεπάρκεια του σημερινού πολιτικού συστήματος μπροστά τις κατεπείγουσες και μεγάλες προκλήσεις των καιρών.

* Ο Περικλής Νεάρχου διετέλεσε σύμβουλος επί θεμάτων εξωτερικής πολιτικής του Ανδρέα Παπανδρέου


Σχολιάστε εδώ