Ο «Λεβιάθαν» της κερδοσκοπίας
Η νεοφιλελεύθερη αγορά και ο ανταγωνισμός των τιμών αναγορεύθηκαν από τους υποστηρικτές της «νέας οικονομίας» και τους θιασώτες της νεοκλασικής θεωρίας σε εξέχοντες μηχανισμούς που θα διασφάλιζαν «υγιή» ανταγωνισμό, χαμηλές τιμές -κοντά στο κόστος παραγωγής- και επάρκεια προϊόντων…
Μέσα από την ίδια «λογική», το χρηματιστήριο αναγορεύθηκε σε «ναό» συσσώρευσης χρήματος από την άντληση του οποίου θα προέκυπταν νέες δυναμικές επενδυτικές δραστηριότητες. Και το χρηματοπιστωτικό σύστημα, οι τράπεζες μέσα από τις διαδικασίες της ιδιωτικοποίησης θα αναδεικνύονταν σε φορείς παροχής «φθηνού» χρήματος και «νέων προϊόντων» επ’ ωφελεία των πολιτών, των «καταναλωτών»…
Τι αποκαλύπτεται μέσα από την τόσο σύντομη διαδρομή των 10-15 τελευταίων ετών; Μια τεράστια ψευδαίσθηση, ένας ολόκληρος μηχανισμός κερδοσκοπίας και απάτης που καταβροχθίζει το εισόδημα του πολίτη, τον εθνικό και κοινωνικό πλούτο.
Ποιος ανταγωνισμός; Σε κάθε σχεδόν πεδίο όπου συγκροτείται στοιχειώδης αγορά διαμορφώνονται -τυπικά ή άτυπα- μονοπώλια και καρτέλ. Στα καύσιμα όπου η αισχροκέρδεια έχει γίνει καθεστώς, στα προϊόντα των σουπερμάρκετ, στα γαλακτοκομικά προϊόντα, στα τρόφιμα, στα φάρμακα…
Το χρηματιστήριο, παρά τα «παθήματα» του 1999 και του 2000, εξακολουθεί να παραμένει ένας μηχανισμός κερδοσκοπίας, ξεπλύματος μαύρου χρήματος, ασύδοτης αναδιανομής πλούτου υπέρ των «επιτηδείων». Χρηματιστηριακές εταιρείες, υπεράκτιες εταιρείες, ανώνυμες συναλλαγές συνιστούν ένα κύκλωμα που, από την ίδια τη δομή και τη λειτουργία του, βρίσκεται εκτός ελέγχου και υπεράνω του νόμου. Αποτελεί το αυτόνομο «βασίλειο» της κερδοσκοπίας και της κάθε είδους συναλλαγής.
Οι τράπεζες από την πλευρά τους παίζουν το δικό τους «παιγνίδι». Μηδένισαν από τη μία πλευρά τα επιτόκια καταθέσεων εκδιώκοντας εμμέσως τους καταθέτες και προσανατολίζοντάς τους σε χρηματιστηριακές δραστηριότητες, αφού στην πράξη λειτουργούν μαζί με το χρηματιστήριο σύμφωνα με τους νόμους των «συγκοινωνούντων» – κερδοσκοπικών «δοχείων». Από την άλλη πλευρά χορηγούν αφειδώς δάνεια -με υψηλά, σε σχέση με τα άλλα ευρωπαϊκά, επιτόκια- υπερχρεώνοντας τα νοικοκυριά και κερδοσκοπούν παράλληλα με ασύδοτο τρόπο με τις «εξυπηρετήσεις» και τα νέα προϊόντα τους…
Ποια υγιής επιχείρηση μπορεί να παρουσιάζει ετήσια αύξηση κερδών σε ποσοστά της τάξεως του 40% χωρίς να κερδοσκοπεί σε βάρος του καταναλωτή;
Ποιος μπορεί να ελέγξει, να ορθολογικοποιήσει τους μηχανισμούς αυτούς; Τα πολιτικά κόμματα, οι κυβερνήσεις δεν επιθυμούν να συγκρουσθούν με τους οικονομικούς αυτούς μηχανισμούς και κυρίως με τα συμφέροντα που κινούνται πίσω από αυτούς.
Επεμβαίνουν σε οριακές περιπτώσεις όταν καθίσταται δυσβάστακτο το πολιτικό κόστος. Όσο για τις περίφημες επιτροπές και τους ελεγκτικούς μηχανισμούς, αυτοί αρκούνται σε τυπικούς ελέγχους χωρίς να θίγουν τον «πυρήνα» παραγωγής των κερδοσκοπικών φαινομένων.
Στην ουσία οι μηχανισμοί της νεοφιλελεύθερης αγοράς αυτονομιμοποιούνται. Έχουν περιβληθεί με ένα αδιαπέραστο «πέπλο αγνοίας» (όρο που χρησιμοποιεί ο J. Rawls για να δηλώσει την άγνοια των δρώντων για την ανισότητα της κοινωνικής τους θέσης) πίσω από το οποίο λειτουργούν με βάση τους δικούς τους κανόνες και τα δικά τους συμφέροντα.
Αυτό το «πέπλο αγνοίας» δεν επιτρέπει στους νόμους, στους ελεγκτικούς μηχανισμούς να το διαπεράσουν με βάση την κοινή οικονομική – πολιτική «λογική». Ακόμα και ένα επίσημο ομόλογο του Δημοσίου «χάνεται» πίσω από το «πέπλο» αυτό της αδιαφάνειας, μέσα στους άδηλους μηχανισμούς της ανώνυμης ιδιοκτησίας, των χρηματιστηρίων, των εταιρειών χωρίς ιδιοκτήτες (ή με ιδιοκτήτες «γιαγιάδες»), των υπεράκτιων εταιρειών. Ένα «τμήμα» του ομόλογου μετατρέπεται σε «μίζα», σε προμήθεια, σε «μαύρο χρήμα», ίσως και σε «πολιτικό χρήμα». Όμως αυτή η διαδικασία δεν είναι πια προσιτή…
Κάθε ιστορική κοινωνία θεμελιώθηκε και θεμελιώνεται στους παραγωγικούς και οικονομικούς μηχανισμούς στη βάση των οποίων αναπαράγεται, σε όλα της τα επίπεδα. Όμως στις μέρες μας οι οικονομικοί μηχανισμοί αυτονομήθηκαν από κάθε κοινωνική και πολιτική εξουσία, γιγαντώθηκαν και εξουσιάζουν σήμερα κοινωνικούς θεσμούς και δραστηριότητες της κοινωνίας, του κάθε πολίτη.
Ο περίφημος «Λεβιάθαν» του T. Hobbes (1651) πρωταγωνιστεί στις σύγχρονες κοινωνίες ως «οικονομικός Λεβιάθαν». Εξουσιάζει τις πτυχές της οικονομικής και -κατά προέκταση- της πολιτικής κοινωνικής μας ζωής, διαμορφώνοντας την πορεία προς το μέλλον.
Ίσως, για λόγους «πολιτικού κόστους», να φθάσουν μέχρι τα δικαστήρια κάποια πρόσωπα που «ενέχονται» στην περιπέτεια του ομόλογου. Όμως, πέρα από το πεδίο των εντυπώσεων, η πολιτική εξουσία δεν διαθέτει ούτε την ισχύ ούτε τη βούληση να συγκρουσθεί με τα συμφέροντα που κινούν τους μηχανισμούς της κερδοσκοπίας. Ο σύγχρονος «Λεβιάθαν» έχει ήδη εδραιώσει την κυριαρχία του και επεκτείνεται…