Μια φορά κι έναν καιρό

Θα έφτιαχναν, όπως κάθε χρόνο, «λαζαράκια», κάτι πλαγγόνες με ζύμη νηστίσιμη και μ’ ένα ολόκληρο καρύδι στη θέση του προσώπου, για να υποδεχθούνε αύριο την ανάσταση του Λαζάρου.

Μόλις έφτανε η «κουφή Παρασκευή», όπως αποκαλούσανε την Παρασκευή που δεν είχε πια χαιρετισμούς αφού είχαν ολοκληρωθεί με τον Ακάθιστο Ύμνο την περασμένη εβδομάδα, το σπίτι έμπαινε σε κατάσταση συναγερμού επειδή το Πάσχα ήταν «επί θύραις» και είχαν τόσες δουλειές να κάνουν για να πάρουν όλα τη γιορτινή τους όψη.

Έπρεπε να καθαρίσουν και ν’ ασβεστώσουν την αυλή όπου η χειμωνιάτικη υγρασία είχε αφήσει τα σημάδια της. Να κόψουν τα ξερόκλαδα από την πασχαλιά που ήταν έτοιμη ν’ ανθίσει. Να περιποιηθούν τον κήπο με τις βιολέτες και τις φρέζες που μοσχομύριζαν και να ξεριζώσουν κάτι αγριόχορτα που πνίγανε τα πελαργόνια. Είχανε ακόμα να στερεώσουν και να συμμαζέψουνε τα μοσχομπίζελα που ξεχύνονταν από το τοιχάκι και πέφτανε -επίτηδες θαρρείς- στο σπίτι των γειτόνων που ήταν τζαναμπέτηδες και τέλος, να βγάλουνε από την αποθήκη τα καθίσματα του κήπου που θέλανε και κάποιο μερεμέτισμα. Κι όλα αυτά ήταν τα εύκολα. Τα δύσκολα ήταν με το «μέσα» που ήθελε γενική καθαριότητα. Να πλυθούνε τα τζάμια, να γυαλιστούνε τα έπιπλα, τα μπακίρια και το καντήλι που το βράδυ της Ανάστασης θα δεχθεί το Άγιο Φως. Να βγάλουνε από την «κασέλα» και να φρεσκάρουνε τα «πεσκίρια», τα υφαντά με τα κεντίδια που θα το κρεμάσουν δίπλα στο λαβομάνο, στο λουτρό γιατί θα ‘ρθει κόσμος και κοσμάκης μετά την Ανάσταση για τη μαγειρίτσα, να ‘χουνε κάπου οι άνθρωποι να σκουπίσουνε τα χέρια τους.

Έπρεπε να πάνε και στην αγορά για ψώνια. Βούτυρα, ζάχαρες, αλεύρια και αβγά για τα τσουρέκια. Θα χρειαστούν κι άλλα αβγά που θα τα βάψουν κόκκινα, γιατί βλέπεις οι κακορίζικες οι κότες, οι δικές τους, κάθε χρόνο τέτοια εποχή τις έπιανε το γλυκύ τους και δεν γεννούσαν κάθε μέρα κι ας τρώγανε «νταρί» και σκύβαλο με τη σέσουλα.

Αρνί όχι. Ποτέ δεν παίρνουνε ζωντανό να το σφάξουνε στην αυλή για το «καλό» και για το «γούρι» όπως κάνουνε οι γείτονες οι τζαναμπέτηδες. Αυτοί φέρνουνε στο σπίτι τους από του Ευαγγελισμού ένα αρνάκι παιχνιδιάρικο, όλο ζωντάνια. Το έχουν στην αυλή, το πιλατεύουνε και το ταΐζουν στο στόμα μαρουλόφυλλα. Κι αυτό τους βλέπει και κάνει χαρές «μπε μπε». Κι ύστερα παίρνουν το μεγάλο κουζινομάχαιρο και… ο Θεός να με συγχωρέσει. Όχι. Ποτέ! Το αρνί θα το παραγγείλουν στον Κώστα τον χασάπη που τους δίνει και παραπανίσια συκωταριά για τη μαγειρίτσα.

Πότε να τα προλάβουνε όλα αυτά; Γιατί έχουν να πάνε και στην εκκλησιά. Την Κυριακή των Βαΐων να πάρουν απ’ το χέρι του παπά τα «βάγια» που θα τα βάλουν στο εικονοστάσι και τ’ απογεύματα της Μεγάλης Εβδομάδας στις λειτουργίες του Νυμφίου, στο Ευχέλαιο και στα Δώδεκα Ευαγγέλια. Όσο για τη Μεγάλη Παρασκευή «δεν είμαστε δα και τσιφούτηδες να βάλουμε τσουκάλι και να κάνουμε δουλειές». Ένα Σάββατο απομένει και να δεις που όλο και κάτι θα ξεχάσουμε και θα τρέχουμε.

Ήταν και η νηστεία που τους έκοβε τα πόδια, γιατί όλοι νήστευαν και το ρίχναν στο ταχίνι με το πετιμέζι και στα σκαλτσούνια. Βέβαια, πολλοί άντρες κάναν την κατσικανιά τους και όλο κάτι αρτύσιμο τσιμπούσαν και «το κρίμα στον λαιμό μας», λέγανε. Πήγαιναν και σε κανένα ουζάδικο και πλάκωναν τα θαλασσινά και τα καραφάκια. Δεν είναι να τους λυπάσαι αυτούς, αλλά οι γυναίκες άπα πα πα. Κάτι τέτοια τα πρόσεχαν.

Τη Μεγάλη Τρίτη ζύμωναν τα τσουρέκια και τα κουλούρια. Το βούτυρο το έτριβαν στη λεκάνη με την παλάμη τους για να λιώσει με τη θερμοκρασία του σώματος. Έτριβαν ώρα πολλή ώσπου να είναι έτοιμο για να δεχθεί τη ζάχαρη και να γίνει ένα μαζί της. Κι άντε πάλι άλλο τρίψιμο συνέχεια. Αλλά και το τσουρέκι είχε τα δικά του ντράβαλα μέχρι να φουσκώσει. Και τρέχα στον φούρνο μετά. Τα αβγά τα βάφανε τη Μεγάλη Πέμπτη και τότε όλο το σπίτι μύριζε ξίδι, γιατί ήθελε ξίδι το νερό όπου θα βράζανε. Ύστερα θα στολίσουν τον μπουφέ με τα καλούδια που είχαν καταφτάσει από τον φούρνο αχνιστά και σκορπούσαν τις ευωδιές τους με κυρίαρχο το μαχλέπι. Στρωμένα μέσα στους δίσκους σχημάτιζαν βουνό και γύρω γύρω καλαθάκια με κόκκινα αβγά. Ήταν σκέτος πειρασμός να νηστεύεις και να τα βλέπεις και χρειαζόσουνα δύναμη τεράστια να τα λιγουρεύεσαι και να μην ορμάς… Ήταν εκεί αυτοπροσώπως ο… Βελζεβούλης που σου έκλεινε το μάτι προσκαλώντας σε να φας το «απαγορευμένο κουλούρι»…

Τη Μεγάλη Παρασκευή κυμάτιζαν στην πόλη μεσίστιες σημαίες και βάζαν μαύρα κρέπια στους φανοστάτες απ’ όπου θα περνούσε ο Επιτάφιος της Μητροπόλεως. Οι φαντάροι στις σκοπιές τους κρατούσαν τα όπλα «υπό μάλης» και το ραδιόφωνο μετέδιδε μόνο κλασική μουσική. Οι καμπάνες χτυπούσαν πένθιμα, αλλά το σκοινί τους το τραβούσαν παιδόπουλα και δεν έβγαζε τον ήχο τους το κομπιούτερ. Τα «κουβούκλια» των Επιταφίων δεν ήταν περίτεχνα ξυλόγλυπτα αλλά απλά, στολισμένα από χέρια κοριτσιών με τα πιο φανταχτερά και μυρωδάτα λουλούδια από τους κήπους της γειτονιάς.

Και αύριο η Ανάσταση.

Η τρεμουλιαστή φωνή του παπά γινόταν ξαφνικά στεντόρεια καθώς έσκιζε την ησυχία της νύχτας με το «Χριστός Ανέστη». Και η άλλη, η «επίσημη Ανάσταση» στη Μητρόπολη, με την πολιτική εξουσία παρούσα, συμβόλιζε την ενότητα του Ελληνισμού με τη μεγάλη γιορτή.

Το Πάσχα, όσο και να ξεθώριασε στις μέρες μας, θα μείνει πεισματικά μια ατόφια ελληνική γιορτή!


Σχολιάστε εδώ