Επαγγελματίες συνδικαλιστές…
Οι συνδικαλιστές στη μεταδικτατορική Ελλάδα, πλην ελαχίστων τιμητικών εξαιρέσεων, απέβαλαν το Όραμα, την Κοινωνική Αποστολή και ενδύθηκαν το ένδυμα του Επαγγελματία του είδους, επωφελούμενοι και μιας αντικοινωνικής νομοθεσίας η οποία τους απαλλάσσει από την υποχρέωση της Εργασίας!
Το Κοινωνικό Σύνολο, κατά τους μετριότερους υπολογισμούς, επιβαρύνεται με τη δωρεάν πλουσιοπάροχο σίτιση 50.000 και πλέον συνδικαλιστών οι οποίοι οιονεί αποτελούν μία «κάστα» κατά την έννοια του όρου στην κοινωνία των Ινδών. Και κατά το δημώδες άσμα,
«…κάθονται και τρων΄ και πίνουν
και την Άρτα φοβερίζουν…»
Η εν Ελλάδι «κάστα των συνδικαλιστών», και δη των «ρετιρέ των δημοσίων υπηρεσιών», κατά τον προσφυή χαρακτηρισμό του Ανδρέα Γ. Παπανδρέου, στο πλαίσιο της περιχαράκωσης και υπεράσπισης των προνομίων της, εξαντλεί τη δραστηριότητά της νυχθημερόν επί των κομματικών προθαλάμων, χρησιμοποιεί ως μέθοδο επιβολής τη διγλωσσία (άλλο πρόσωπο και γλώσσα προς το ακροατήριο, τους εργαζομένους, άλλο πρόσωπο και γλώσσα προς την Εξουσία και την εργοδοσία!).
Ο συνδικαλισμός στη διαχρονική πορεία του και κατ’ ακολουθίαν και οι συνδικαλιστές, οι «μπουρλοτιέρηδες» των ψυχών των εργαζομένων, άτομα του πάθους, της θυσίας και της ανιδιοτέλειας, ήσαν εκείνα που ενέπνεαν την ισχυρή ψυχική ανάγκη και τη μακρά διανοητική προετοιμασία, εφόδια απολύτως αναγκαία για τους πολύμοχθους και πολυόδυνους κοινωνικούς αγώνες.
Η μελέτη της ιστορίας του συνδικαλιστικού κινήματος, παγκόσμιου και ελληνικού, καταδεικνύει ότι στον συνδικαλιστή του χθες σε αντιδιαστολή με τον συνδικαλιστή του σήμερα, η «πιο θεμελιακή ψυχική λειτουργία του ήταν το συναίσθημα, το υψηλό συναίσθημα κοινωνικής ευθύνης». Αυτό κατεύθυνε την ψυχική ζωή και δράση του συνδικαλιστή. Οι «πατριάρχες» του εργατικού κινήματος κατέδειξαν στην πράξη ότι «η νόηση είναι ανίσχυρη και η βούληση χωρίς σημασία αν λείπει το συναίσθημα».
Η ίδια Ιστορία, που σημαδεύει τον 20ό αιώνα αναδεικνύει τους συνδικαλιστικούς αγώνες και τους συνδικαλιστές σε μία αριθμητικά κυρίαρχη δύναμη με φθίνουσα όμως παρουσία στον Κοινωνικό Χώρο, στον βαθμό που ο συνδικαλιστής μεταμορφώνεται σε επαγγελματία του είδους.
Η «προλεταριακή αντίληψη για τον κόσμο», συνήθης τακτική των «επαγγελματιών συνδικαλιστών», ερμηνεύεται σήμερα σαν κομματική αντίληψη. Και είναι ενδεικτική στο σημείο αυτό η θέση ενός από τους πλέον διεισδυτικούς μελετητές του ευρωπαϊκού εργατικού κινήματος, του Ετιέν Μπαλιμπάρ:
«Οι εργάτες είναι αναγκασμένοι να συνάψουν μια οργανική σχέση με τους διανοούμενους για να δώσουν σάρκα και οστά στη δική τους τάξη, καθώς κανένα ʽʽκόμμα της εργατικής τάξηςʼʼ δεν υπήρξε ποτέ σαν μερική και συγκρουσιακή συγχώνευση ενός τμήματος της εργατικής τάξης με μία καθορισμένη ομάδα διανοουμένων…».
Ο κ. Πρωτόπαπας, με μακρά πορεία στον «επαγγελματικό συνδικαλισμό», δεν έχει κατορθώσει να αποβάλει το «προπατορικό αμάρτημα» της «συνδικαλιστικής διγλωσσίας» καθώς και του «ήθους» του λόγου του που διαχέει στην ατμόσφαιρα την «επαγγελματική υποχρέωση» και όχι τον διαρκή συναισθηματισμό και το Όραμα! Και ας θεωρείται το τελευταίο η ειδοποιός διαφορά, το χαρακτηριστικό, του Κοινωνικού Αγωνιστή από τον επαγγελματία συνδικαλιστή που έχει μεταπηδήσει στον χώρο της πολιτικής.
Η Ψυχολογία διδάσκει ότι «το άτομο δεν μπορεί να πηγαίνει ενάντια στα συναισθήματά του και αν το κάνει, αν δηλαδή τα καταπνίγει ή τα αναστέλλει, αυτό σημαίνει ότι πιέζεται από αντιφατικούς σκοπούς, πράγμα που δημιουργεί εσωτερική σύγκρουση…»
Ο κ. Πρωτόπαπας ανήκει σε ένα κόμμα στον τίτλο του οποίου υπάρχει και ο όρος Σοσιαλιστικό, και ο ίδιος σαφώς γνωρίζει ότι ο Σοσιαλισμός πρέπει σαφώς να είναι δημοκρατικός και όσον αφορά τους δικούς του οργανισμούς και τους ευρύτερους θεσμούς με τους οποίους λειτουργεί. Η αντίληψη της ισότητας στη σοσιαλιστική σκέψη δεν ήταν ποτέ συνδεδεμένη μόνο με υλικούς πόρους, αλλά αναφέρεται πάντα και στις σχέσεις εξουσίας. Και η θετική συμβολή της ευρωπαϊκής Σοσιαλδημοκρατίας στον εκδημοκρατισμό των αναπτυγμένων δυτικών κοινωνιών έχει επιβεβαιώσει τον ισχυρισμό των αναρχικών ότι «ένα πολιτικό κίνημα θα πρέπει να αντικατροπτρίζει την κοινωνία που αγωνίζεται να δημιουργήσει».
Η πολιτική παρουσία του κ. Πρωτόπαπα, μάλλον, καταδεικνύει ότι είναι ευκολότερο να δηλώνεται μία τέτοια υποχρέωση, παρά να πραγματοποιείται!
Το μέλλον… αναμένει διάψευση…