O ΚΑΡΑΜΑΝΛΗΣ ΧΡΩΣΤΑΕΙ ΣΤΟΝ ΛΑΟ τη δυνατότητα να ανασάνει
H Ελλάδα πέτυχε τη μικρότερη οικονομική πρόοδο απ’ όλες τις ασθενείς οικονομικά χώρες της ΕΕ που έχουν ενταχθεί στο Ταμείο Συνοχής και εισέπραξαν τις γενναίες ενισχύσεις των τριών μέχρι στιγμής Κοινοτικών Πλαισίων Στήριξης. Μέσα στο πλαίσιο μιας οικονομικής ένωσης, βασική προϋπόθεση επιβίωσης των ασθενών οικονομιών που μετέχουν είναι και η δωρεάν μεταφορά πόρων από τις ισχυρές οικονομίες προς τις ασθενείς. Αυτό διδάσκει η θεωρία της οικονομικής ολοκλήρωσης και αυτό εφάρμοσε και η ΕΕ τα τελευταία 25 χρόνια. Η Ελλάδα όμως κατάφερε να έχει μηδαμινή απόδοση των κοινοτικών εισροών. Χωρίς αμφιβολία και εδώ μπορούμε να διεκδικήσουμε την τελευταία «τιμητική» θέση! Την κατάσταση αυτή της οικονομίας αποδίδει με πλήρη σαφήνεια και το «κυβερνητικό πρόγραμμα για την οικονομία» της ΝΔ, που εξήγγειλε ως αξιωματική αντιπολίτευση ο κ. Καραμανλής τον Φεβρουάριο του 2004, εν όψει των βουλευτικών εκλογών του επόμενου μήνα. Στα κεφ. 2-5 του προγράμματος (σελίς 16) με τον τίτλο «Συρρίκνωση της πραγματικής οικονομίας» διαβάζουμε αυτήν ακριβώς την παθογένεια: «Παρά την αύξηση του ΑΕΠ κρίσιμοι τομείς της οικονομίας συρρικνώνονται ή μένουν στασιμοι. Οι ιδιωτικές επενδύσεις σε κρίσιμους κλάδους της οικονομίας κινούνται με πολύ αργούς ρυθμούς, οι άμεσες επενδύσεις από το εξωτερικό είναι πρακτικά μηδενικές, ενώ πολλές επιχειρήσεις εγκαταλείπουν τη χώρα. Η επίτευξη του ρυθμού αύξησης του ΑΕΠ, όποιος και αν είναι αυτός, δεν οφείλεται στην αύξηση της παραγωγής και του παραγωγικού δυναμικού της χώρας στους βασικούς κλάδους της οικονομίας (γεωργία, βιομηχανία-βιοτεχνία, τουρισμός κ.λπ.) αλλά κυρίως στην αυξημένη δαπάνη των πόρων από την ΕΕ, στην υπερχρέωση των νοικοκυριών και κυρίως στην εκτέλεση των ολυμπιακών έργων. Όμως αυτά δεν διευρύνουν την παραγωγική βάση και δεν δημιουργούν τις προϋποθέσεις αύξησης της παραγωγής στο μέλλον. Υπάρχει επομένως ορατός κίνδυνος στασιμότητας στην οικονομία μετά το 2004, αν δεν ληφθούν έγκαιρα αποτελεσματικά αναπτυξιακά μέτρα. Τα αποτελέσματα της στασιμότητας ή και της συρρίκνωσης της πραγματικής οικονομίας, κυρίως στον χώρο της παραγωγής υλικών αγαθών, εμφανίζονται ανάγλυφα στη μείωση των εξαγωγών και στη διόγκωση των εισαγωγών. Η Ελλάδα εισάγει τρεις φορές περισσότερα προϊόντα απ’ όσα εξάγει. Από την άλλη μεριά, η παραοικονομία και η παρασιτική οικονομία καθημερινά διογκώνονται». Αυτά μας έλεγε το πρόγραμμα της ΝΔ πριν από τρία χρόνια, σε μια αρκετά πετυχημένη διάγνωση της παθολογίας της οικονομίας μας. Ποια «θεραπευτική αγωγή» εφαρμόστηκε από την κυβέρνηση για να αρθούν ή έστω να μετριαστούν οι καταστάσεις που προκάλεσαν (και προκαλούν) τη συρρίκνωση της οικονομίας μας; Έχουμε από το 2004 αλλαγή στην οικονομική πολιτική και ορατά σημεία βελτίωσης; Βελτίωση σε τέτοιο βαθμό, που να προδικάζει τη μελλοντική υποχώρηση αυτών των ανισορροπιών; Υπάρχουν σημάδια ότι άρχισε να εφαρμόζεται από τη σημερινή κυβέρνηση μια άλλη οικονομική πολιτική για να πετύχουμε αναστροφή αυτής της κατάστασης; Η σημερινή κυβέρνηση προσπάθησε, συνεχίζοντας όμως την ίδια ακριβώς οικονομική πολιτική των προηγουμένων κυβερνήσεων του τάχα «εκσυγχρονιστικού» ΠΑΣΟΚ. Αναστροφή όμως δεν μπόρεσε να πετύχει.
Οι ιδιωτικές επενδύσεις στην πραγματική οικονομία κινούνται με απελπιστικά αργούς ρυθμούς, ενδυνάμωση του παραγωγικού ιστού της χώρας δεν πετύχαμε ούτε και ανύψωση του τεχνολογικού επιπέδου της παραγωγικής μας μηχανής. Εδώ κυριαρχεί η στασιμότητα. Αν η σχέση εισαγωγών/εξαγωγών αντικατοπτρίζει τη συρρίκνωση της πραγματικής οικονομίας, τότε η σχέση 3 προς 1 που υπήρχε μέχρι και το 2003 συνεχίζεται και το 2004 και το 2005, με ελαφρά επιδείνωση κατά το 2006, με βάση τα προσωρινά στοιχεία του εμπορικού ισοζυγίου. Η υπερχρέωση των νοικοκυριών έχει γιγαντωθεί και η παραοικονομία και η παρασιτική οικονομία έχουν διογκωθεί τα τρία τελευταία χρόνια. Οι ελληνικές επιχειρήσεις, όσες παρουσιάζουν κάποια οικονομική ευρωστία, προτιμούν τις επενδύσεις σε άλλες χώρες και έτσι δεν μπόρεσε να διευρυνθεί η παραγωγική βάση της οικονομίας. Η βιομηχανική παραγωγή (σε όγκο παραγωγής αγαθών) χωλαίνει. Τα ελληνικά νοικοκυριά δανείζονται για να καταναλώνουν ξένα προϊόντα. Ενδεικτικά αναφέρουμε ότι με βάση τα στοιχεία της ΕΣΥΕ και της Τράπεζας της Ελλάδας οι εισαγωγές αγαθών (εκτός καυσίμων και πλοίων) που το 2005 παρουσίασαν μείωση -1,3% σε σύγκριση με αυτές του προηγούμενου έτους, κατά το 2006 (1-1/31-8) παρουσιάζουν αύξηση 8,9%. Οι επιχειρήσεις μας, κρατικές και ιδιωτικές, χάνουν την ελληνική τους ταυτότητα και περιέρχονται με ταχείς ρυθμούς στους ξένους επενδυτές. Το κράτος εξακολουθεί να είναι ο μεγάλος ασθενής της οικονομίας μας, αναποτελεσματικό, σπάταλο και διαπλεκόμενο, χωρίς ίχνος βελτίωσης. Το αποτέλεσμα είναι η αύξηση της φορολογικής πίεσης, η εντατικοποίηση της εκποίησης της όποιας κρατικής περιουσίας έχει απομείνει και ο δανεισμός του Δημοσίου να φτάνει περίπου στα 3 δισ. ευρώ μηνιαίως. Με λίγα λόγια, το κράτος, με τη φορολογία, τις αποκρατικοποιήσεις, την υποβαθμισμένη παραγωγικότητα, την ανοχή στην παραοικονομία, στη διαπλοκή και στην εκτεταμένη διαφθορά να αντλεί από την οικονομία τεράστιους πόρους που εμποδίζουν την αναπτυξιακή προσπάθεια. Από αρωγός της οικονομίας εξελίσσεται σε δυνάστη! Έχουμε τη γνώμη ότι ο πρωθυπουργός δεν θα πρέπει να είναι ευχαριστημένος με τις βελτιώσεις στον οικονομικό τομέα. Ουσιαστικά πρόκειται για μία ακόμη χαμένη τριετία. Και τούτο γιατί δεν εφαρμόστηκε μια νέα οικονομική πολιτική. Ο πρωθυπουργός στο προοίμιο του κυβερνητικού προγράμματος της ΝΔ αλλά και στις προγραμματικές του δηλώσεις ενώπιον της Βουλής μετά την ανάληψη της εξουσίας από την κυβέρνησή του βροντοφώνησε ότι «η Ελλάδα χρειάζεται σήμερα μια νέα οικονομική πολιτική που να οδηγεί με ασφάλεια και σιγουριά σε μια νέα δυναμική πορεία. Η νέα οικονομική πολιτική στηρίζεται στο τρίπτυχο: Ανάπτυξη – Απασχόληση – Κοινωνική συνοχή». Συμφωνούμε απόλυτα και σημειώνουμε ότι αυτές οι γενικές και επαναλαμβανόμενες απ’ όλους διαπιστώσεις δεν συνιστούν «νέα οικονομική πολιτική». Η νέα οικονομική πολιτική κρίνεται από τις λεπτομέρειες και από την εφαρμογή νέων πλαισίων. Ποια νέα πλαίσια δράσης καθιέρωσε η σημερινή κυβέρνηση στους διαφόρους τομείς της οικονομίας; Δεν βλέπουμε πουθενά τέτοια σημάδια. Αντιθέτως διαπιστώνουμε συνέχιση της μέχρι το 2003 ασκούμενης οικονομικής πολιτικής. Προς το παρόν τίποτε το νέο και το ελπιδοφόρο. Δεν βλέπουμε δυναμική πορεία προς την ανάπτυξη, την αύξηση της απασχόλησης και την οικοδόμηση στέρεης κοινωνικής συνοχής.
Είναι πέρα από κάθε αμφισβήτηση ότι τα περιθώρια για την κατάστρωση και την εφαρμογή μιας αυτόνομης οικονομικής πολιτικής και μάλιστα νέας που να υπηρετεί (και να θεραπεύει) τις ανάγκες της ελληνικής οικονομίας και μόνο, είναι πολύ περιορισμένα, σχεδόν ανύπαρκτα, μέσα στο πλαίσιο της ΟΝΕ. Με την ένταξή μας στην Ευρωζώνη καταφέραμε τον πλήρη αφοπλισμό μας στην ευχέρεια εφαρμογής μιας γενικευμένης αυτόνομης οικονομικής πολιτικής. Στους βασικούς άξονες της οικονομικής πολιτικής είμαστε υποχρεωμένοι να ακολουθούμε την πολιτική που καθορίζουν τα αρμόδια όργανα της ΕΕ, της ΕΚΤ σε συμφωνία φυσικά και με τις βασικές αρχές της οικονομίας της αγοράς και του νεοφιλελευθερισμού. Με το δεδομένο αυτό, άραγε ο Κώστας Καραμανλής, όντας το 2003 αρχηγός του κόμματος της αξιωματικής αντιπολίτευσης, δεν γνώριζε τον «αφοπλισμό» της ελληνικής κυβέρνησης; Γιατί μιλούσε λοιπόν για νέα οικονομική πολιτική; Ίσως υπερεκτίμησε τις πραγματικές δυνατότητες των ελληνικών κυβερνήσεων και ίσως να μην είχε αντιληφθεί ότι η ΟΝΕ είναι στιβαρός βραχίονας στήριξης της ευρωπαϊκής οικονομικής ελίτ.
Τώρα ο κ. πρωθυπουργός έχει πικρή εμπειρία στα θέματα της δυνατότητας για κατάστρωση μιας εθνικής οικονομικής πολιτικής. Μιας πολιτικής που να αντιμετωπίζει τα προβλήματα της ελληνικής κοινωνίας. Μιας πολιτικής ανθρωποκεντρικής. Μιας πολιτικής που να μη δημιουργεί προκλήσεις στον λαό. Είναι ακατανόητο να βλέπουμε αύξηση των καθαρών κερδών των τραπεζών και των μεγάλων επιχειρήσεων σε ποσοστό 20%-40% και οι μικρομεσαίες επιχειρήσεις να κλείνουν η μία μετά την άλλη. Είναι αδιανόητο να βλέπουμε προκλητικούς μισθούς, επιδόματα και μπόνους στα μεγαλοστελέχη του δημόσιου και ιδιωτικού τομέα και ο αγωνιζόμενος εργατοϋπάλληλος να παίρνει τα ψίχουλα των αυξήσεων του 3% ή 4%, όταν το γενικό επίπεδο τιμών παρουσιάζει ετήσια άνοδο της τάξης του 15%-20%. Είναι ντροπή να καλείται ο φτωχός εργάτης να στηρίζει την υψηλή κερδοφορία των μεγάλων επιχειρήσεων. Είναι απάνθρωπο τα μικρά εισοδήματα των μισθωτών και των μικρών επιτηδευματιών να φορολογούνται με την προοδευτική φορολογία, τα υψηλά επιχειρηματικά κέρδη με την αναλογική φορολογία και τα ιλιγγιώδη κέρδη του μεγάλου κεφαλαίου να μένουν αφορολόγητα. Γιατί να συνεχίσουμε; Σε όλους τους τομείς της οικονομίας βλέπουμε προκλήσεις «που βγάζουν μάτι». Να γιατί αυξάνεται η φτώχεια στην Ελλάδα και όλα σχεδόν τα νοικοκυριά ζουν με δανεικά.
Τώρα η σημερινή κυβέρνηση ωρίμασε, είναι σε θέση να καταστρώσει μια νέα οικονομική πολιτική, μακριά από τις όποιες νεοφιλελεύθερες υποδείξεις του κομισάριου Αλμούνια και του όποιου Αλμούνια των Βρυξελλών. Κάποτε ο εργαζόμενος λαός πρέπει να ανασάνει. Και αυτήν τη δυνατότητα τη χρωστάει στον λαό ο κ. Καραμανλής.