H ανατομία του αμερικανικού λόμπι της Τουρκίας
Στο δεύτερο μέρος που ακολουθεί, η κ. Έντμοντς προβαίνει στην ανατομία του χρυσοφόρου πολύποδα πρακτόρων επιρροής στην Ουάσινγκτον που φροντίζει για τη συγκάλυψη αυτής της όψης της Τουρκίας, εμποδίζει τις αμερικανικές διωκτικές υπηρεσίες να λειτουργήσουν σε βάρος της και της εξασφαλίζει πακτωλό οικονομικής και στρατιωτικής βοήθειας (προς όφελος των πολεμικών βιομηχανιών, αλλά σε βάρος των αμερικανών φορολογουμένων) και διεθνή πολιτική στήριξη στα σχέδιά της.
Διαβάζοντας ποια πρόσωπα και ποιες δυνάμεις εντάσσονται σ’ αυτόν τον μηχανισμό που προστατεύει και υπηρετεί τα συμφέροντα της Τουρκίας, κατάπληκτος ο έλληνας αναγνώστης δεν μπορεί παρά να αναλογισθεί πόσο επιεικώς αιθεροβάμονες είναι οι εισηγητές της πολιτικής του καλού παιδιού και του «ιδεολογικού εταίρου» των ΗΠΑ, ως επιβεβλημένης για την προστασία του εθνικού συμφέροντος.
Το Αμερικανοτουρκικό Συμβούλιο
Όσοι γνωρίζουν τη δράση αυτoύ του συνδέσμου τον χαρακτηρίζουν «Μίνι ΑΙPAC» (τα αρχικά της Αμερικανοϊσραηλινής Επιτροπής Δημοσίων Υποθέσεων), γιατί συγκροτήθηκε κατά το πρότυπο αυτής της επιτροπής και με τη βοήθειά της άπλωσε τα πλοκάμια του μέχρι τις υψηλότερες βαθμίδες της αμερικανικής εξουσίας, ανεξαρτήτως κόμματος.
(Το AIPAC είναι η κορυφαία οργάνωση του ισραηλινού λόμπι). Στην ετήσια «διάσκεψη για την πολιτική», που πραγματοποίησε την περασμένη βδομάδα στην Ουάσινγκτον, μεταξύ των ομιλητών ήταν ο αντιπρόεδρος Τσένι (αποθεώθηκε), η Χίλαρι Κλίντον (είναι υπέρ της «δραστικής» αντιμετώπισης του Ιράν), ο επίσης δημοκρατικός -μαύρος- συνυποψήφιός της Ομπάμα, η δημοκρατική πρόεδρος της Βουλής Νάνσι Πελόζι, σχεδόν όλοι οι γερουσιαστές, οι μισοί βουλευτές και υψηλοί αξιωματούχοι του Λευκού Οίκου, του Στέιτ Ντιπάρτμεντ και του Συμβουλίου Ασφαλείας και 6.000 εκπρόσωποι. Όλοι διακήρυξαν την αποφασιστική υποστήριξή τους στο Ισραήλ. Πραγματοποιήθηκαν 500 εργαστήρια εκπαίδευσης σε μεθόδους επηρεασμού των κοινοβουλευτικών εκπροσώπων και του Τύπου.
Ενώ το Αμερικανοτουρκικό Συμβούλιο (ΑΤΣ) έχει το όνομα και το καταστατικό ένωσης πολιτών, στην πραγματικότητα (γράφει η Έντμοντς) συναποτελείται από την αμερικανική κυβέρνηση, από λομπίστες, από ξένους πράκτορες και από το Στρατιωτικό-Βιομηχανικό Σύμπλεγμα.
Πρόεδρος του διοικητικού συμβουλίου του ΑΤΣ είναι ο κ. Μπρεντ Σκόουκροφτ, στρατηγός ε.α. και σύμβουλος ασφαλείας των Προέδρων Φορντ και Μπους του πρεσβύτερου. Εκτελεστικός αντιπρόεδρος είναι ο κ. Τζορτζ Πέρλμαν, στέλεχος της βιομηχανίας πολεμικών αεροπλάνων Λόκχιντ Μάρτιν. Μεταξύ άλλων μελών του ΔΣ του ΑΤΣ είναι ο σύμβουλος Ασφαλείας του Προέδρου Κλίντον κ. Σάντι Μπέργκερ, ο στρατηγός ε.α. Τζόζεφ Ράλστον, ο κ. Άλαν Κόλγκροουβ, της πολεμικής βιομηχανίας Νόρθροπ Γκρούμαν, ο κ. Φράνκ Καρλούτσι, τέως αναπληρωτής υπουργός Αμύνης και τώρα στέλεχος της εταιρείας Καρλάιλ, η κ. Κριστίν Βικ του Ομίλου Κοέν (δημοσίων σχέσεων και επιρροής) και προηγουμένως της ομοειδούς επιχείρησης «Κίσινγκερ και συνεργάτες». Επίσης ο δημοκρατικός βουλευτής Ρόμπερτ Βέξλερ, πολλοί άλλοι τέως κυβερνητικοί αξιωματούχοι, βουλευτές και στρατιωτικοί.
Στα μέλη-χορηγούς (χρηματοδότες) του Αμερικανοτουρκικού Συμβουλίου περιλαμβάνονται γνωστά στελέχη του Στρατιωτικοβιομηχανικού Συμπλέγματος: Εκπρόσωποι των βιομηχανιών Λόκχιντ Μάρτιν, Μπόινγκ, Νόρθορπ Γκρούμαν κ.ά. Επίσης κορυφαίες επιχειρήσεις δημοσίων σχέσεων και επιρροής στην Ουάσινγκτον, όπως ο Όμιλος Κοέν (τέως υπουργός Αμύνης), ο Όμιλος Λίβιγκστον (τέως πρόεδρος της Βουλής) και ο Διεθνής Όμιλος Ουάσινγκτον.
Συμμετέχουν επίσης στο ΑΤΣ πολλές τουρκικές εταιρείες, με κλάδους και επιχειρήσεις στη Λιβύη, στο Ντουμπάι, στο Αζερμπαϊτζάν, στο Τατζικιστάν, στο Κιργκιστάν και στο Τουρκμενιστάν. Ενώ ως επίσημη δραστηριότητά τους δηλώνουν «κατασκευές», «πώληση ακινήτων», «βιομηχανία», ή «τουρισμός», είναι γνωστό ότι η κύρια επίδοσή τους σχετίζεται με το διεθνές λαθρεμπόριο όπλων και την επεξεργασία και τη διακίνηση ναρκωτικών. Εντούτοις, αυτές οι εταιρείες έχουν επιδοτηθεί από την αμερικανική κυβέρνηση, με έγκριση του Κογκρέσου, με εκατοντάδες εκατομμύρια δολάρια, υπό τη μορφή διαφόρων «αμερικανικών προγραμμάτων ανάπτυξης της Κεντρικής Ασίας» και «ανοικοδόμησης του Αφγανιστάν και του Ιράκ».
Η πολιτική διαπλοκή
Το 1989 η αμερικανική οικονομική βοήθεια στη Τουρκία ήταν 563.500.000 δολάρια. Σύμφωνα με έκθεση αρμόδιου οργανισμού, το 1991 η αμερικανική βοήθεια προς την Τουρκία ήταν 800.000.000 δολάρια. Εξαιρετική απόδοση για τα 3,8 εκατομμύρια δολάρια που είχε επενδύσει η Τουρκία σε επιχειρήσεις δημοσίων σχέσεων και επιρροής (λομπίστες) στην Ουάσινγκτον. Την εποχή εκείνη μια τέτοια επιχείρηση, καταγεγραμμένη ως ατζέντης της Τουρκίας, ήταν των κ. Ντάγκλας Φέιθ (μέχρι πρότινος υφυπουργός Αμύνης υπό τον Ράμσφελντ) και Ρίτσαρντ Πέρλ (πρώην υφυπουργός Αμύνης και μέχρι προ έτους σύμβουλος του Ράμσφελντ). Η εταιρεία τους εισέπραξε από την Τουρκία ένα εκατομμύριο δολάρια για την εξασφάλιση των παραπάνω κυβερνητικών αποφάσεων.
Το 2003 η Τουρκία έλαβε ένα πακέτο αμερικανικής βοήθειας ενός δισεκατομμυρίου δολαρίων. Την εποχή εκείνη ήταν πελάτης των εταιρειών δημοσίων σχέσεων και επιρροής Όμιλος Λίβιγκστον (τέως προέδρου της Βουλής) και Σόλαρζ και Σία (του άλλοτε ισχυρού βουλευτή Σόλαρζ). Από το 2000 ως το 2004 η Τουρκία κατέβαλε στον Όμιλο Λίβινγκστον 9.000.000 δολάρια για τις υπηρεσίες του.
Σε τι συνίστανται αυτές οι υπηρεσίες των επιχειρήσεων λόμπιγκ είναι γνωστό.
Τέως (και μέλλοντες) υπουργοί, κομματάρχες, απόστρατοι στρατιωτικοί στη υπηρεσία βιομηχανιών όπλων, μέλη ισόβια της κατεστημένης διαπλοκής, ενοικιάζουν το δίκτυο σχέσεων που διαθέτουν στην κυβέρνηση, στη γραφειοκρατία και στο Κογκρέσο και -με ποικιλία μέσων και «επιχειρημάτων»- εξασφαλίζουν αποφάσεις και πολιτικές κατά την παραγγελία του πελάτη τους.
Το στρατιωτικοβιομηχανικό σύμπλεγμα
Από το 1992 ως το 1996 η Τουρκία ήταν ο δεύτερος εισαγωγέας αμερικανικών όπλων, αξίας μεγαλύτερης των 7 δισ. δολαρίων. Είναι ο τρίτος παραλήπτης αμερικανικής στρατιωτικής βοήθειας, μετά το Ισραήλ και την Αίγυπτο.
Μεταξύ 1994 και 2003 έλαβε βοήθεια σε όπλα και υπηρεσίες αξίας σχεδόν 7 δισεκατομμυρίων δολαρίων. Το μέγιστο μέρος των χορηγούμενων στην Τουρκία εξοπλισμών χρηματοδοτείται από τον αμερικανό φορολογούμενο όπως διακρίβωσαν το Ινστιτούτο Διεθνούς Πολιτικής και η Ομοσπονδία Αμερικανών Επιστημόνων.
Από τα 10,5 δισ. δολάρια αμερικανικών όπλων που παραδόθηκαν στην Τουρκία από το 1984, τα 8 δισ. δολάρια προέρχονταν από δωρεές και επιδοτημένα δάνεια της αμερικανικής κυβέρνησης. Πολλές από τις μεγαλύτερες συμφωνίες, όπως η πώληση 240 αεροπλάνων F-16 από τη Λόκχιντ Μάρτιν και 1.698 τεθωρακισμένων οχημάτων από την εταιρεία FMC, περιέχουν όρους συμπαραγωγής και αντισταθμισμάτων που μεταφέρουν επενδύσεις, θέσεις εργασίας και παραγωγή στην Τουρκία. Για παράδειγμα, το εργοστάσιο συναρμολόγησης των F-16 στην Άγκυρα απασχολεί 2.000 εργάτες, αμειβόμενους σχεδόν εξ ολοκλήρου με αμερικανικό χρήμα.
Με άλλα λόγια, η αμερικανική κυβέρνηση (στην πραγματικότητα οι φορολογούμενοι) όχι μόνο επιδοτεί τα 8 στα 10 δισ. τουρκικών αγορών όπλων, αλλά επιπλέον εξάγει στην Τουρκία μέρος της παραγωγής και τις θέσεις εργασίας. Παράλληλα εξάγει την αμερικανική τεχνολογία σε μια χώρα που κατέχει υψηλή θέση στο διεθνές λαθρεμπόριο ναρκωτικών και όπλων μαζικής καταστροφής και στη χρηματοδότηση της τρομοκρατίας, ενώ ορισμένες πολεμικές βιομηχανίες και προαγωγοί μεσολαβητές -οι λομπίστες- γίνονται πλουσιότεροι.
Η περίπτωση του Ομίλου Κοέν
Όπως πολλοί άλλοι διακεκριμένοι πολιτικοί, ο πρώην υπουργός Αμύνης (επί Κλίντον) Ουίλιαμ Κοέν, μπήκε στις επιχειρήσεις «συμβούλων και λόμπιγκ» και ίδρυσε τη δική του εταιρεία στην Ουάσινγκτον. Ο Όμιλος Κοέν δουλεύει για τις μεγαλύτερες βιομηχανίες οπλικών συστημάτων -όπως η Λόκχιντ Μάρτιν- και για για πολλούς ξένους εργοδότες. Από την άλλη, ο Όμιλος Κοέν είναι ένα από τα κυριότερα και πιο δραστήρια μέλη του Αμερικανοτουρκικού Συμβουλίου (ΑΤΣ).
Η Λόκχιντ Μάρτιν, πελάτης του Κοέν, μετέχει στο διοικητικό συμβούλιο του ΑΤΣ και είναι επιπλέον μέλος-χορηγός, δηλαδή χρηματοδότης του…
Ο Όμιλος Κοέν καυχάται στην ιστοσελίδα του ότι τα στελέχη του «έχουν συνολική πείρα 150 χρόνων στο Κογκρέσο, στο υπουργείο Αμύνης, στο Στέιτ Ντιπάρτμεντ, στον Λευκό Οίκο και στις κυβερνήσεις των Πολιτειών», ότι «έχουν αναπτύξει εκτεταμένη γνώση και σχέσεις με κορυφαίους διεθνώς πολιτικούς και οικονομικούς ηγέτες και επιχειρηματίες» και ότι «διαθέτουν ανεκτίμητη πείρα με πρόσωπα και θεσμούς που επιδρούν στην επιτυχία των πελατών μας στο εξωτερικό».
Ποιος συνόδευε τον Πρόεδρο Μπους τον Απρίλιο στο ταξίδι του στην Ινδία και το Πακιστάν; Μα ο κ. Ουίλιαμ Κοέν, τέως υπουργός Αμύνης του Κλίντον, ιδρυτής και κύριος μέτοχος του ομώνυμου ομίλου. Στον οποίο από το 2003 απασχολείται και η κ. Κριστίν Βικ, προηγουμένως συνεργάτις του ομοειδούς ομίλου «Κίσινγκερ και Σία». Ποιοι περιστοιχίζουν τον κ. Κοέν επικεφαλής του ομίλου του; Μα δύο πολλοί γνωστοί στην Ελλάδα, ο τέως υφυπουργός των Εξωτερικών κ. Μάρκ Γκρόσμαν και ο πτέραρχος, τώρα εν αποστρατεία (;) Τζόζεφ Ράλστον.
Το αμαρτωλό δίχτυ της διαπλοκής
Ο πτέραρχος Ράλστον είναι ένας από τους αντιπροέδρους του Ομίλου Κοέν.
Είναι επίσης μέλος του ΔΣ της Λόκχιντ Μάρτιν (F 16), που πληρώνει τον Όμιλο Κοέν για τις υπηρεσίες του με 500.000 δολάρια τον χρόνο. Είναι επίσης -ο πτέραρχος Ράλστον πάντοτε-και μέλος του Συμβουλευτικού Οργάνου του Αμερικανοτουρκικού Συμβουλίου και εξέχων υποστηρικτής της Τουρκίας. Ο πτέραρχος Ράλστον διετέλεσε αρχηγός του ΝΑΤΟ και τερμάτισε την καριέρα του ως αρχηγός του αμερικανικού ΓΕΕΘΑ. Στη συνέχεια προσελήφθη από τη Λόκχιντ και τον Όμιλο Κοέν και προσέτρεξε σε βοήθεια της Τουρκίας, ως σύμβουλος του ΑΤΣ. Τον περασμένο Αύγουστο διορίσθηκε από το Στέιτ Ντιπάρτμεντ «ειδικός απεσταλμένος στην Τουρκία» για την αντιμετώπιση των Κούρδων ανταρτών (ΠΚΚ). Ο διορισμός του έγινε ενώ η Τουρκία ολοκλήρωνε τη συμφωνία αγοράς 30 νέων F 16 από τη Λόκχιντ Μάρτιν, αξίας 3 δισ. δολαρίων και επρόκειτο να αποφασίσει την αγορά των νέων καταδιωκτικών F-35 JSF, αντί 10 δισ. δολαρίων, από την ίδια εταιρεία, της οποίας ο πτέραρχος Ράλστον είναι μέλος του ΔΣ.
Ο ειδικός απεσταλμένος της αμερικανικής κυβέρνησης για την αντιμετώπιση του προβλήματος ΠΚΚ-Βόρειο Ιράκ στη Τουρκία αντιπροσωπεύει έτσι τα εξής αλληλοσυγκρουόμενα (από αμερικανική νομική σκοπιά) συμφέροντα: Του κρατικού λειτουργού, της πωλήτριας βιομηχανίας, του τούρκου αγοραστή και του διαφημιστή-διαμεσολαβητή. Ωστόσο -σημειώνει η Σίμπελ ΄Εντμοντς- κανένα από τα γνωστά αμερικανικά μέσα ενημέρωσης δεν είδαν και δεν κατήγγειλαν αυτό το ασυμβίβαστο των συγκρουόμενων συμφερόντων.
Ο τέως υφυπουργός Εξωτερικών
Ο κ. Μάρκ Γκρόσμαν, αντιπρόεδρος του Ομίλου Κοέν, διετέλεσε πρεσβευτής στην Άγκυρα κατά την τριετία 1994-1997 και υφυπουργός των Εξωτερικών επί των πολιτικών υποθέσεων από το 2001 έως το 2005. Ελλαδίτες και κύπριοι υπουργοί, διπλωμάτες και διπλωματικοί συντάκτες διατηρούν πικρή γεύση της πολιτείας του. Ήταν, εξάλλου, ο αρμόδιος υφυπουργός κατά την εκπόνηση του Σχεδίου Ανάν.
Μετά την παραίτησή του από το Στέιτ Ντιπάρτμεντ, ο κ. Γκρόσμαν διορίσθηκε σύμβουλος της τουρκικής Ihlas Holding, μιας μεγάλης και ομιχλώδους τουρκικής επιχείρησης που δραστηριοποιείται και σε χώρες της κεντρικής Ασίας. Αναφέρεται ότι ο μισθός του Γκρόσμαν είναι 100.000 δολάρια τον μήνα. Ο τέως υφυπουργός είναι γνωστός για τις στενές σχέσεις του με την Τουρκία και το Ισραήλ και ακόμη με το Πακιστάν.
Ως υφυπουργός των Εξωτερικών, τον Μάρτιο του 1992 ήταν ο κύριος ομιλητής στο συνέδριο του Αμερικανοτουρκικού Συμβουλίου. Τον Δεκέμβριο του 1992 επισκέφθηκε την Τουρκία για να εγκρίνει τα 3 δισ. δολάρια βοήθειας στην Τουρκία για τη συμφωνία Συνεργασίας Ιράκ. Τον Δεκέμβριο του 1993 ξανά στην Τουρκία για την έγκριση συμμετοχής της Τουρκίας στην ανοικοδόμηση του Ιράκ.
Τον Δεκέμβριο του 1994, ο υφυπουργός των Εξωτερικών, κύριος πάλι ομιλητής στο συνέδριο του ΑΤΣ. Τον Φεβρουάριο του 2005, υφυπουργός και πάλι κύριος ομιλητής στο επίσημο δείπνο του Αμερικανοτουρκικού Συλλόγου (άλλη οργάνωση) στη Νέα Υόρκη και τον ίδιο μήνα σε άλλη οργάνωση του τουρκικού λόμπι στο Σικάγο. Τον Μάρτιο του 2006 (τέως υπουργός πλέον αλλά αντιπρόεδρος του Ομίλου Κοέν και σύμβουλος της τουρκικής Ιχλάς Χόλντιγκ) κύριος ομιλητής στο ετήσιο συνέδριο του ΑΤΣ και τον Ιούνιο σε διάσκεψη για την εξέταση της σπουδαιότητας της Τουρκίας για τις ΗΠΑ και το Ισραήλ.
Συνοπτικά ο κ. Γκρόσμαν: Δυο μήνες μετά την παραίτησή του από το Στέιτ Ντιπάρμεντ διορίζεται αντιπρόεδρος του Ομίλου Κοέν. Έξι μήνες αργότερα διορίζεται «ειδικός σύμβουλος» τουρκικής εταιρείας με μισθό, κατά πληροφορίες, 100.000 δολαρίων μηνιαίως. Η Σίμπελ Έντμοντς θέτει το ερώτημα: Λαχείο έπεσαν αυτοί οι διορισμοί στον κ. Γκρόσμαν αμέσως μετά την παραίτησή του; Ή μήπως δούλευε επίμονα και φιλόπονα γι’ αυτές όσο υπηρετούσε ως πρεσβευτής στην Άγκυρα και ως υφυπουργός των Εξωτερικών;
Στο υποθετικό ερώτημα ποιος τελικά κυβερνά στις ΗΠΑ, διαμορφώνει την πολιτική της και αποφασίζει πού θα διατεθούν τα χρήματα των φορολογουμένων, η Σίμπελ Έντμοντς καταλήγοντας απαντά στον αμερικανικό λαό: «Η ξένη επιρροή, οι λομπίστες, οι υψηλά ιστάμενοι σημερινοί αξιωματούχοι και αυριανοί υποψήφιοι πράκτορες επιρροής και οι πάμπλουτοι εκπρόσωποι του Στρατιωτικοβιομηχανικού Συμπλέγματος δρουν καρποφόρα και ανεξέλεγκτα, με απεριόριστη εμβέλεια και εξουσία, πουλώντας τα συμφέροντά σας στον μεγαλύτερο πλειοδότη, ανεξάρτητα του ποιος είναι και τι αντιπροσωπεύει. Αυτό το βαθύ κράτος φαίνεται να λειτουργεί σε όλα τα επίπεδα της κυβέρνησής μας, από το γραφείο του Προέδρου ως το Κογκρέσο και από τους στρατώνες ως τα γραφεία των δημοσίων υπηρεσιών».
Ο έλληνας αναγνώστης μπορεί να βγάλει τα συμπεράσματά του για τις πιθανότητες καρποφορίας (για τα εθνικά συμφέροντα, εννοείται) της χαμογελαστής διπλωματίας του πειθήνιου μαθητή και του «ιδεολογικού και στρατηγικού εταίρου», απέναντι σ’ αυτό το χαλύβδινο δίκτυ της ένοχης αιμομικτικής διαπλοκής άνομων ιδιοτελών συμφερόντων πού συνδέει την Τουρκία με το αμερικανικό κατεστημένο, ανεξαρτήτως κόμματος στην εξουσία.
Υποσημείωση 1. Πρόσφατη ανακοίνωση της Ένωσης Τούρκων Βιομηχάνων και Επιχειρηματιών ΤUSIAD μάς πληροφορεί ότι ο κ. Μαρκ Πάρις, πρεσβευτής των ΗΠΑ στην Άγκυρα από το 1997 ως το 2000 θα ηγηθεί επί ένα έτος του κοινού προγράμματος ΤUSIAD-Ιδρύματος Μπρούκιγκς (αμερικανικό ίδρυμα μελετών πολιτικής, με μεγάλη επιρροή) «Τουρκία 2007». Επεξηγεί ότι το 2007 είναι έτος εκλογών στην Τουρκία και κρίσιμο για τις εξελίξεις στημ περιοχή. Η παράδοση Γκρόσμαν συνεχίζεται…
Υποσημείωση 2. Η Σίμπελ Έντμοντς απολύθηκε από το Εφ Μπι Άι, μετά την καταγγελία στους ανωτέρους της ότι ο συνάδελφός της στο μεταφραστικό αντισμήναρχος Ντάγκλας Ντίκερσον αλλοίωνε το περιεχόμενο συνδιαλέξεων της τουρκικής πρεσβείας, απαλείφοντας στοιχεία που αφορούσαν την αμερικανική ασφάλεια και ότι της έκανε προτάσεις να εξασφαλίσει πρόσθετα εισοδήματα και προστασία με την ένταξή της στο Αμερικανοτουρκικό Συμβούλιο. Η αμερικανική κυβέρνηση απαγόρευσε την εκδίκαση των αγωγών της «για την προστασία κρατικών μυστικών».
Ο αντισμήναρχος πήρε μετάθεση στη Γερμανία και στη συνέχεια σε ασφαλή υπηρεσία υλικού, στο Ιράκ.