25η ΜΑΡΤΙΟΥ και σύγχρονες προκλήσεις

Είναι, κατά δεύτερο λόγο, μια ευκαιρία για την επαναβεβαίωση των αρχών και των αξιών που ενέπνευσαν τον μεγάλο αγώνα της απελευθερώσεως και της εθνικής παλιγγενεσίας.

Είναι, κατά τρίτον λόγο, ώρα εθνικών απολογισμών και προβληματισμού για την ακολουθούμενη πορεία, τις σύγχρονες προκλήσεις που αντιμετωπίζει η χώρα και τις προοπτικές του εθνικού μέλλοντος.

Τρεις μεγάλες προκλήσεις
για τη σημερινή Ελλάδα

Η υπεράσπιση της εθνικής ακεραιότητας και ανεξαρτησίας, η οικονομική, κοινωνική και τεχνολογική ανάπτυξη, η Παιδεία και ο πολιτισμός είναι οι τρεις μεγάλες προκλήσεις που αντιμετωπίζει η Ελλάδα σ’ ένα διεθνές περιβάλλον που μεταβάλλεται ταχύτατα κάτω από τις πιέσεις και τις επιπτώσεις της παγκοσμιοποίησης, των τεχνολογικών εξελίξεων και του διεθνούς ανταγωνισμού.

Η Ελλάδα κατέχει ένα γεωπολιτικά κρίσιμο σταυροδρόμι. Δέχεται επομένως κατά μέτωπο τους ανέμους και τον αντίκτυπο διεθνών συγκρούσεων, ανταγωνισμών, επιδιώξεων και γεωπολιτικών σχεδιασμών.

Οφείλει υπό τις συνθήκες αυτές:
• Να επιδείξει ικανότητα σωστής αναγνώσεως των νέων δεδομένων και συσχετισμών.
• Να προβλέψει και να αντιμετωπίσει εγκαίρως νέους επερχόμενους κινδύνους.
• Να αξιοποιήσει τις νέες ευκαιρίες.
• Να υπερασπιστεί και να κατοχυρώσει την ανεξάρτητη εκτίμηση των εθνικών της συμφερόντων, που αποτελούν τη βάση των εθνικών στρατηγικών και των πολιτικών της.
• Να διασφαλίσει την αναγκαία αμυντική ισχύ ως δυνατότητα αποτροπής και ως διπλωματικό όπλο.
• Να διατηρήσει ακμαίο και δημιουργικό το εθνικό φρόνημα και να διασφαλίσει την πίστη στο εθνικό μέλλον.

Ερωτήματα για την ακολουθούμενη πολιτική στον εξωτερικό τομέα

Η ειδησεογραφία των ημερών έφερε στο προσκήνιο νέα χαρακτηριστικά δείγματα και αποτελέσματα μιας πολιτικής που έχει εγκλωβίσει την Ελλάδα σ’ ένα επικίνδυνο αδιέξοδο στον κρίσιμο τομέα των ελληνοτουρκικών σχέσεων:

• Η Άγκυρα, μετά την πρόκληση στον Άγιο Ευστράτιο, έφτασε στο σημείο να ζητά και αποζημίωση για το τουρκικό αεροσκάφος που εμβόλισε το αεροσκάφος του σμηνάρχου Ηλιάκη!

Η ενέργεια αυτή προαναγγέλλει μια αλλαγή τακτικής της τουρκικής πλευράς. Η τελευταία θ’ αρχίσει να προβάλλει συστηματικά στο εξής μια αντεστραμμένη εικόνα της πραγματικότητας στο Αιγαίο. Θα ισχυρίζεται και θα καταγγέλλει την ελληνική πλευρά ότι αυτή δήθεν παραβιάζει τους διεθνείς κανονισμούς και «παρενοχλεί» τα τουρκικά αεροσκάφη που πετούν «νομίμως» στον διεθνή χώρο του Αιγαίου. Θα επιρρίπτει δηλαδή προκαταβολικά την ευθύνη στην ελληνική πλευρά και θα προετοιμάζει το έδαφος για την παρουσίαση των προκλήσεών της ως δήθεν «νόμιμο» δικαίωμα και ως δικαιολογημένη απάντηση στις ελληνικές «παρενοχλήσεις»!

Είναι μια άλλου είδους κλιμάκωση στον επικοινωνιακό και διπλωματικό τομέα. Αναπτύσσεται όμως μέσα στο εύκρατο κλίμα που δημιούργησε η ανοχή και η συνέχιση από την Ελλάδα της ίδιας πολιτικής απέναντι στην Άγκυρα και την ευρωπαϊκή της πορεία. Η Άγκυρα δεν πλήρωσε κανένα ουσιαστικό κόστος και δεν έδωσε κανένα αντάλλαγμα για την ελληνική υποστήριξη της ευρωπαϊκής της πορείας. Ακόμη και για την άρνησή της να εκπληρώσει τις ελάχιστες υποχρεώσεις που ανέλαβε έναντι της ΕΕ. Αντιθέτως, η ελληνική πλευρά πρωτοστάτησε στην τελευταία σύνοδο κορυφής του Δεκεμβρίου, συντασσόμενη με τους ανεπιφύλακτους φίλους της Άγκυρας για να μην παγώσει, αλλά να συνεχισθεί απρόσκοπτα η ενταξιακή της πορεία. Οι συνέπειες της πολιτικής αυτής είναι ορατές και οδυνηρές στις διμερείς ελληνοτουρκικές σχέσεις και στο Κυπριακό.

• Ο διευθυντής του αμερικανικού υπουργείου Εξωτερικών, Ντάγκλας Σίλιμαν, την ίδια στιγμή που η υπουργός Εξωτερικών της Ελλάδος Ντόρα Μπακογιάννη βρισκόταν σε επίσημη επίσκεψη στην Ουάσινγκτον, δεν είχε κανένα πρόβλημα να πάει στις Βρυξέλλες και να επιδοθεί σε άσκηση απροκάλυπτων πιέσεων στους τεχνοκράτες της Ευρωπαϊκής Επιτροπής για την προώθηση των τουρκικών θέσεων, ειδικότερα του κανονισμού για το λεγόμενο «απευθείας εμπόριο».

Ποια ήταν η αντίδραση της ελληνικής πλευράς; Ποια είναι η αντίδρασή της γενικότερα για τη στάση των ΗΠΑ απέναντι στα ελληνοτουρκικά θέματα και στο Κυπριακό; Ποιες είναι οι πρωτοβουλίες και οι κινήσεις της είτε για την άσκηση πιέσεων στην αμερικανική πολιτική για τα ελληνοτουρκικά είτε για την αντιστάθμισή της με τη συνδρομή άλλων παραγόντων και στρατηγικών σχέσεων; Ποια είναι, τέλος, η ενημέρωση της διεθνούς κοινής γνώμης που κάνει η ελληνική πλευρά και η επικοινωνιακή στρατηγική που ακολουθεί σε σχέση με τα εθνικά θέματα και τις τουρκικές διεκδικήσεις και προκλήσεις;

Οι απαντήσεις στα ερωτήματα αυτά δεν είναι καθόλου ικανοποιητικές. Ορισμένες θετικές εξελίξεις όπως η πρόσφατη υπογραφή της συμφωνίας για τον αγωγό Μπουργκάς – Αλεξανδρούπολης δεν αρκούν για ν’ αποκαταστήσουν μια αναγκαία ισορροπία στις εξωτερικές σχέσεις της χώρας και να ενισχύσουν τη θέση της.

Το μεγαλύτερο πρόβλημα της ελληνικής πλευράς είναι η ίδια η πολιτική της που δρομολογήθηκε μετά το 1996 και η οποία την καθηλώνει σε μια παθητική, αντιφατική και αμήχανη θέση. Δεν της επιτρέπει να αξιοποιήσει τα αναμφισβήτητα διπλωματικά πλεονεκτήματα που διαθέτει. Την εμποδίζει να διαμορφώσει και να προωθήσει εναλλακτικές πολιτικές και στρατηγικά ερείσματα. Την απομονώνει μέσα στην ίδια την ΕΕ από τους φυσικούς της δυνάμει συμμάχους.

Η επανεξέταση και η αναθεώρηση της πολιτικής αυτής είναι η υπ’ αριθμόν ένα προτεραιότητα της χώρας στον τομέα των εθνικών θεμάτων και της εξωτερικής και αμυντικής πολιτικής.

Το θέμα δεν είναι, προφανώς, άσχετο με την κατάσταση που επικρατεί στις πολιτικές δυνάμεις της χώρας και στα ΜΜΕ. Για πρώτη φορά στη μεταπολίτευση, η αξιωματική αντιπολίτευση υπερακοντίζει, δυστυχώς, όπως και η μεγαλύτερη μερίδα των ΜΜΕ, προς την ίδια κατεύθυνση. Είναι μια κατάσταση ανησυχητική που δείχνει το βάθος του προβλήματος και απαιτεί δημιουργικές αναταράξεις, ρήξεις και πρωτοβουλίες στο λαϊκό επίπεδο.

Έλλειμμα στρατηγικής για την οικονομική, κοινωνική και τεχνολογική ανάπτυξη

Η δεύτερη μεγάλη πρόκληση που αντιμετωπίζει η χώρα συνδέεται, βεβαίως, με την ανάπτυξή της, οικονομική, κοινωνική και τεχνολογική. Συνδέεται επίσης με τη λαθρομετανάστευση και τη δημογραφική πολιτική.

Τα ερωτήματα που τίθενται και σ’ αυτόν τον τομέα είναι πολλά:

• Ποια είναι η αναπτυξιακή στρατηγική και τι στόχους θέτει; Εξαντλείται στην εκπλήρωση των όρων που θέτει η ΕΕ και στην προσαρμογή στην παγκοσμιοποίηση;
• Διακρίνει η ασκούμενη πολιτική οποιαδήποτε αντίφαση μεταξύ ΕΕ και παγκοσμιοποίησης και διαμορφώνει πολιτικές για την αντιμετώπισή της σε εθνικό και σε ευρωπαϊκό επίπεδο;
• Διαπιστώνει την ανάγκη για τη διατήρηση υπό κρατικό έλεγχο δημοσίων επιχειρήσεων και τομέων στρατηγικής σημασίας και για την ανασυγκρότηση και αναδιοργάνωσή τους με βάση τα νέα ευρωπαϊκά και διεθνή δεδομένα;
• Υπολαμβάνει ως σημαντικό στόχο και προτεραιότητα στη χάραξη της αναπτυξιακής, οικονομικής και κοινωνικής πολιτικής, τη διαφύλαξη της εθνικής και κοινωνικής συνοχής της χώρας;
• Πώς αντιμετωπίζει, στο πνεύμα αυτό, την ανεξέλεγκτη λαθρομετανάστευση, που απειλεί ευθέως, με τις διαστάσεις που έχει πάρει, τη συνοχή αυτήν και τον εθνικό και πολιτιστικό χαρακτήρα και ταυτότητα της χώρας;
• Ποια μέτρα αναλαμβάνονται για την αναστροφή της δημογραφικής στασιμότητας και παρακμής που παρουσιάζει η χώρα;
• Έχουμε ανάγκη από ταχύρρυθμη τεχνολογική ανάπτυξη, η οποία θα στηρίξει τη χώρα και την ανταγωνιστικότητά της στη νέα εποχή; Πώς υλοποιείται μια τέτοια πολιτική και τι στόχους θέτει; Αναμένουμε μήπως από την αγορά να δώσει τα επιθυμητά αποτελέσματα;

Αυτά και άλλα ερωτήματα εκφράζουν την αγωνία που εκπέμπει η σημερινή κατάσταση, ασχέτως αν πολλά απ’ αυτά υποβαθμίζονται ή αγνοούνται στον δημόσιο διάλογο και στα ΜΜΕ, που προβάλλουν κατά άνισο τρόπο δευτερεύοντα θέματα και έλκονται από το θεαματικό και το κομματοκρατούμενο.

Τα ερωτήματα αυτά συνοψίζονται σε ένα έλλειμμα μακροπρόθεσμης εθνικής στρατηγικής που να αποτελεί ασφαλές έρεισμα για το μέλλον. Η παραπομπή των θεμάτων στην ΕΕ, στην παγκοσμιοποίηση και στην απλή δυναμική της αγοράς δεν αποτελεί λύση. Χρειάζονται συστηματικές πολιτικές, οριοθετήσεις και στόχοι. Χρειάζεται διορατική αντιμετώπιση των προοπτικών και των αναδυομένων προβλημάτων όπως π.χ. η λαθρομετανάστευση και το μέγεθός της. Δεν αποτελεί λύση η υποτίμηση ή αγνόηση του προβλήματος, η προβολή ιδεολογημάτων για «πολυπολιτισμική» μετάλλαξη της Ελλάδος και οι δήθεν «πρωτοποριακές» και «φιλελεύθερες» πολιτικές. Οι τελευταίες καθιστούν μαγνήτη την Ελλάδα, συντηρούν τη λαθρομετανάστευση και οδηγούν στη δημιουργία αμετάτρεπτων τετελεσμένων γεγονότων σε βάρος της εθνικής και κοινωνικής συνοχής.

Η κρίση στην Παιδεία,
η εθνική πολιτιστική ταυτότητα και
το βιβλίο Ιστορίας της ΣΤʼ Δημοτικού

Η κρίση στην Παιδεία δεν σηματοδοτείται από τις αναστατώσεις και τις κινητοποιήσεις που διαρκούν εδώ και πολλές εβδομάδες. Αυτές αποτελούν σύμπτωμα μιας καταστάσεως που έχει διαμορφωθεί κατά τις δύο τελευταίες δεκαετίες και έχει οδηγήσει την ελληνική παιδεία σε πλήρη υποβάθμιση, αποσάρθρωση και αδιέξοδο.

Η διαπίστωση αυτή δεν υποβάλλει την ιδέα ότι η προηγούμενη κατάσταση ήταν ικανοποιητική. Αντιθέτως, χρειαζόταν επειγόντως μεταρρύθμιση, αναβάθμιση, εκσυγχρονισμός. Παρά τις αγαθές όμως προθέσεις, η κατάσταση εξελίχθηκε προς λάθος κατεύθυνση. Επιδείνωσε σε πολλαπλάσιο βαθμό το αδιέξοδο.

Στο κέντρο του προβλήματος είναι η ουσιαστική κατάλυση της αξιοκρατίας και της αυτονομίας των πανεπιστημιακών ιδρυμάτων, από την αχαλίνωτη εισβολή του κομματισμού και ενός κακώς νοούμενου συνδικαλισμού. Η εξέλιξη αυτή δεν είναι, βεβαίως, άσχετη με τον γνωστό νόμο-πλαίσιο των αρχών της δεκαετίας του ’80. Οι πολιτικοί συσχετισμοί και τα συμφέροντα που διαμορφώθηκαν μέσα στους πανεπιστημιακούς χώρους, με τον ενεργό ρόλο κομμάτων και συνδικαλιστικών παρατάξεων καθηγητών και φοιτητών στη διοίκηση των πανεπιστημίων, περιέπλεξαν το θέμα και κατέστησαν την επίλυσή του εξαιρετικά δύσκολη.

Είναι προφανές όμως ότι η παράταση επ’ αόριστον ή οι εμβαλωματικές λύσεις σ’ ένα θέμα τόσο μεγάλης σημασίας, όπως είναι η Παιδεία, αποτελεί εθνική απειλή για τη χώρα και το μέλλον της.

Διαπιστώνεται και στον τομέα αυτόν ένα επικίνδυνο έλλειμμα αποφασιστικής πολιτικής και εθνικής συναινέσεως που προκαλεί δικαιολογημένα μεγάλη ανησυχία και προβληματισμό.

Οι νεόκοποι «εκσυγχρονιστές»
που θέτουν στόχο την αποδόμηση
της εθνικής ιδέας στην ελληνική παιδεία

Το πρόβλημα, δυστυχώς, της ελληνικής παιδείας δεν περιορίζεται στην ανωτάτη εκπαίδευση και στην υποβάθμισή της. Διατρέχεται σε όλες τις βαθμίδες της και από μια νέα «ιδεολογία». Αυτήν που ανέλαβαν με τον μανδύα του «προοδευτικού» και του «εκσυγχρονιστή» να προωθήσουν οι εκπρόσωποι μιας πολιτικής φράξιας που εμπνέεται από την παγκοσμιοποίηση και την περιβόητη «πολυπολιτισμική» παιδεία!

Η φράξια αυτή, που εκφράζει μια ελάχιστη μειοψηφία του ελληνικού λαού, κατόρθωσε να καταλάβει στρατηγικές θέσεις στην Παιδεία, τον κρατικό μηχανισμό και τα ευρωπαϊκά προγράμματα με την υποστήριξη κυρίως των «εκσυγχρονιστικών» κυβερνήσεων και πολιτικών της περιόδου Σημίτη. Η πολιτική της ταυτότητα δεν συμπίπτει αναγκαστικά με κομματικά σχήματα. Εκφράζεται οριζοντίως μέσα από ομόδοξους εκπροσώπους σε διάφορα κομματικά σχήματα. Προβάλλει ως ιδεολογικό λάβαρο τον «εκσυγχρονισμό», τη νέα πολιτική έναντι της Τουρκίας και την παγκοσμιοποίηση.

Ακραία αλλά και άκρως αποκαλυπτική έκφραση της πολιτικής αυτής είναι το περίφημο βιβλίο ιστορίας της ΣΤ΄ Δημοτικού. Στο συνοδευτικό βοήθημα που προορίζεται για τον δάσκαλο, δεν αποκρύπτεται ο επιδιωκόμενος στόχος. Ομολογείται ωμά ότι είναι η αποδόμηση της εθνικής ιδέας. Κατ’ επέκτασιν, της ιδέας του εθνικού κράτους, της ελληνικής εθνικής ταυτότητας και της ελληνικής εθνικής παιδείας.

Αυτό είναι το σημαντικότερο που ομολογείται επισήμως. Δεν είναι απλώς τα λάθη για τα οποία επιμένει η υπουργός Παιδείας ότι μπορούν δήθεν να διορθωθούν. Σ’ αυτό επικεντρώνεται επίσης η γνωμοδότηση της Ακαδημίας Αθηνών, πέρα από τη σωρεία λαθών που συστηματικά επισημαίνει.

Τίθεται επομένως το ερώτημα. Ποιοι είναι αυτοί που υπολαμβάνουν τον εαυτό τους ως ανταποκριτή και προαγωγό της παγκοσμιοποίησης και των ιδεολογημάτων της και εμφανίζονται ως δήθεν ακραίοι «προοδευτικοί» και «εκσυγχρονιστές»;

Την απάντηση πρέπει να τη δώσει ο ελληνικός λαός. Αυτός που διατηρεί άσβηστη την εθνική μνήμη και εορτάζει την 25η Μαρτίου ως σύμβολο αγώνα για ελευθερία, ανεξαρτησία και εθνικό φρόνημα.

* Ο Περικλής Νεάρχου διετέλεσε σύμβουλος επί θεμάτων εξωτερικής πολιτικής του Ανδρέα Παπανδρέου


Σχολιάστε εδώ