Οκτώ κρατικά ομόλογα της… συμφοράς
Πέραν του ομολόγου-» φάντασμα» που εκδόθηκε τον Φεβρουάριο με ανάδοχο την JP Morgan, ονομαστικής αξίας 280 εκατ. ευρώ, άλλες επτά τέτοιες εκδόσεις ομολόγων έχουν διενεργηθεί από το υπ. Οικονομικών τη διετία 2005-2006, με αναδόχους μεγάλες ελληνικές και ξένες τράπεζες, όπως οι Εθνική, Alpha Bank, Eurobank, Deutsche Bank και BNP. Η συνολική ονομαστική αξία αυτών των επτά τίτλων εκτιμάται ότι ανέρχεται σε 1,8 δισ. ευρώ.
Όπως αναφέρουν καλά πληροφορημένες τραπεζικές και χρηματιστηριακές πηγές, τα ομόλογα αυτά πουλήθηκαν κατ’ αποκλειστικότητα στα Ταμεία από τουλάχιστον τρεις επίλεκτες «γαλάζιες» χρηματιστηριακές εταιρείες. Το στοιχείο που γεννά σοβαρό προβληματισμό για τις επενδυτικές επιλογές των Ταμείων είναι ότι αυτά απορρόφησαν στο σύνολό τους εκδόσεις ομολόγων που δεν θα είχαν καμία τύχη, αν είχαν διατεθεί σε σοβαρούς θεσμικούς επενδυτές του ιδιωτικού τομέα.
Κοινό χαρακτηριστικό όλων των προαναφερόμενων ομολόγων, τα περισσότερα των οποίων έχουν μακρά διάρκεια (15 ή 20 χρόνια), σύμφωνα με τραπεζικές πηγές, είναι ότι προσφέρουν εγγύηση για το αρχικό κεφάλαιο και υψηλές αποδόσεις για τα πρώτα χρόνια. Στη συνέχεια, όμως, οι αποδόσεις τους εκμηδενίζονται, μέσα από περίπλοκους μαθηματικούς τύπους που συσχετίζουν την απόδοση με την εξέλιξη άλλων μεταβλητών.
Αποτέλεσμα είναι ότι οι καθαρές τιμές των σύνθετων αυτών προϊόντων μετά την κυκλοφορία τους διαμορφώνονται σε επίπεδα πολύ χαμηλότερα από το άρτιο (100). Για παράδειγμα, αντίστοιχο δομημένο ομόλογο μεγάλης ιδιωτικής ελληνικής τράπεζας, που εκδόθηκε στις αρχές του 2005, αποτελούσε αντικείμενο διαπραγμάτευσης αυτόν τον μήνα στο 74, δηλαδή όποιος το έχει αγοράσει εγγράφει δύο χρόνια μετά την έκδοση αρνητική υπεραξία 26%, την οποία βέβαια θα καταγράψει ως ζημία, αν επιχειρήσει να πουλήσει τους τίτλους.
Πώς γινόταν το κόλπο!
Τραπεζικά στελέχη περιγράφουν ως εξής τον «σκοτεινό» μηχανισμό διάθεσης αυτών των ομολόγων:
• Μεγάλες τράπεζες προτείνουν στο υπ. Οικονομικών εναλλακτικά σχήματα δανεισμού μέσω δομημένων ομολόγων. Χωρίς διαγωνισμό, όπως γίνεται κατά παράδοση σε τέτοιες περιπτώσεις, επιλέγονται ορισμένα εξ αυτών και προχωρούν οι εκδόσεις των ομολόγων.
• Στην ονομαστική τιμή των ομολόγων, τα οποία διατίθενται χωρίς καμία επιπλέον προμήθεια για τις αναδόχους τράπεζες, ενσωματώνεται η αμοιβή τους, η οποία μπορεί και να ξεπερνά το 5%!
• Στη συνέχεια οι τίτλοι διατίθενται σε ενδιάμεσες υπεράκτιες εταιρείες με έδρες σε «εξωτικούς» φορολογικούς παραδείσους (π.χ. Νησιά Κεϊμάν, Νησιά Γκέρνσεϊ) οι οποίες εκτελούν τις συναλλαγές τους μέσω λογαριασμών που διατηρούν σε επενδυτικές τράπεζες του Λονδίνου, εξασφαλίζοντας απόλυτα την ανωνυμία των πραγματικών δικαιούχων.
• Τα κέρδη από τις συναλλαγές αυτές, που μένουν στις off shore εταιρείες, μπορεί να ανέρχονται σε δεκάδες εκατομμύρια ευρώ για το σύνολο των εκδόσεων δομημένων προϊόντων. Για παράδειγμα, σε μια έκδοση αξίας 400 εκατ. ευρώ που θα «παρκάρει» για λίγες ώρες σε τιμή 95 σε μια off shore εταιρεία και θα μεταπωληθεί μέσα στην ίδια ημέρα σε μια ελληνική χρηματιστηριακή στο 99, το κεφαλαιακό κέρδος φθάνει τα 20 εκατ. ευρώ!
• Στη συνέχεια, η ελληνική «γαλάζια» χρηματιστηριακή μεταπωλεί το ομόλογο στο ασφαλιστικό Ταμείο που έχει συμφωνηθεί εκ των προτέρων να το αγοράσει στο άρτιο. Έτσι, για το ίδιο παράδειγμα μιας έκδοσης αξίας 400 εκατ. ευρώ, μέσα σε μια μέρα η «γαλάζια» εταιρεία βάζει στο ταμείο της κέρδη 4 εκατ. ευρώ!
• Ο «μουντζούρης», δυστυχώς για τους ασφαλισμένους, μένει στα ασφαλιστικά ταμεία, που δεν έχουν την παραμικρή ελπίδα να απολαύουν ικανοποιητικές αποδόσεις των κεφαλαίων τους για πολλά χρόνια, ενώ αν επιχειρήσουν να πουλήσουν τα ομόλογα θα εγγράψουν μεγάλες ζημιές.
Σημειώνεται ότι τα δάνεια αυτά πράγματι εξασφαλίζουν πολύ χαμηλό κόστος δανεισμού στο Δημόσιο, διευκολύνοντας την προσπάθεια του οικονομικού επιτελείου να αντιμετωπίσει τις σοβαρές δημοσιονομικές πιέσεις. Όμως, στην πραγματικότητα το κόστος που γλιτώνει το Δημόσιο μεταφέρεται στα ασφαλιστικά Ταμεία, κατά τρόπο που θυμίζει, όπως λένε χαρακτηριστικά έμπειρα τραπεζικά στελέχη, τις άτοκες δεσμεύσεις κεφαλαίων του απώτερου παρελθόντος.
Το μεγάλο ερώτημα στο οποίο ενδεχομένως να δώσει απαντήσεις η Αρχή για την Αντιμετώπιση της Νομιμοποίησης Εσόδων από Εγκληματικές Δραστηριότητες, με επικεφαλής τον εισαγγελέα Γιώργο Ζορμπά, είναι ποιοι κρύβονται πίσω από τις υπεράκτιες εταιρείες που χρησιμοποιούνται ως ενδιάμεσοι για να συγκεντρώνουν το μεγαλύτερο μέρος των κερδών που δημιουργούνται μέσα από τον μηχανισμό διάθεσης των τίτλων.
Η απάντηση σε αυτό το ερώτημα είναι βέβαια πολύ δύσκολη. Ευκολότεροι στόχοι μιας έρευνας φαίνεται πως είναι οι «γαλάζιες» χρηματιστηριακές, που μοιράσθηκαν και τα μικρότερα κέρδη, αλλά έχουν εμφανείς δραστηριότητες και μετόχους και είναι πολύ ευκολότερο να εντοπισθούν οι εισηγήσεις τους προς τα διοικητικά συμβούλια των Ταμείων για αγορές δομημένων ομολόγων, αλλά και να «ξεσκονιστούν» οι συναλλαγές τους με ασφαλιστικούς οργανισμούς…
Και νέα ύποπτα ομόλογα στο ΤΕΑΠΟΚΑ!
Μια νέα, τουλάχιστον περίεργη τοποθέτηση αποθεματικών ασφαλιστικού Ταμείου σε δομημένα ομόλογα, φέρνει σήμερα στο φως το «Παρόν της Κυριακής»: σύμφωνα με αξιόπιστες πληροφορίες, το Ταμείο Επικουρικής Ασφάλισης Προσωπικού Ασφαλιστικών Οργανισμών τοποθέτησε στα τέλη του περασμένου χρόνου το ποσό των 15 εκατ. ευρώ σε δομημένο ομόλογο της γαλλικής τράπεζας BNP-Paribas, πέντε μήνες πριν από την απόφαση της κυβέρνησης να απαγορεύσει κάθε επένδυση σε τέτοια προϊόντα υψηλού κινδύνου.
Η επένδυση αυτή αναμένεται να τεθεί στο μικροσκόπιο της έρευνας του αντιεισαγγελέα Εφετών Αντώνη Λιόγα, ο οποίος ήδη εξετάζει τις τοποθετήσεις διαθεσίμων του ίδιου Ταμείου στο δομημένο ομόλογο του Ελληνικού Δημοσίου που εκδόθηκε στις 22 Φεβρουαρίου με ανάδοχο την JP Morgan και διατέθηκε στο Ταμείο από την Ακρόπολις ΑΧΕΠΕΥ των Γ. Αποστολίδη και Θ. Πρινιωτάκη.
Έγκυρες πληροφορίες αναφέρουν ότι η διοίκηση του Ταμείου, όπου έχει τοποθετηθεί από τον Σάββα Τσιτουρίδη στη θέση του προέδρου ο Κωνσταντίνος Χρηστίδης, έχει ζητήσει από τη γαλλική τράπεζα σημερινή αποτίμηση του δομημένου ομολόγου, καθώς εκφράζονται έντονες ανησυχίες ότι ήδη η τρέχουσα αξία του είναι πολύ χαμηλότερη από την τιμή αγοράς και το Ταμείο εγγράφει σημαντικές αρνητικές υπεραξίες.
Τραπεζικά στελέχη υπόψη των οποίων έθεσε το «Π» τους όρους του ομολόγου τονίζουν ότι είναι βέβαιο πως η τιμή του σήμερα διαμορφώνεται αρκετά χαμηλότερα από το άρτιο, καθώς πρόκειται για ένα δεκαετές δομημένο ομόλογο (ημερομηνία έκδοσης 31/10/2006 και λήξης 8/12/2006), η απόδοση του οποίου είναι υψηλή κατά την πρώτη διετία, αλλά στη συνέχεια διαμορφώνεται με βάση τη διαφορά των επιτοκίων 30 ετών και 10 ετών, η οποία είναι σήμερα πολύ μικρή.
Έτσι, η τρέχουσα καθαρή τιμή αντίστοιχων τίτλων (δηλαδή χωρίς τους δεδουλευμένους τόκους) διαμορφώνεται σε πολύ χαμηλά επίπεδα και οι εκτιμήσεις έμπειρων σε τέτοια ομόλογα τραπεζικών στελεχών αναφέρουν ότι ήδη το ΤΕΑΠΟΚΑ πρέπει να εγγράφει σοβαρές αρνητικές υπεραξίες.
Δύο μέλη είπαν «όχι»
Η σχετική απόφαση του δσ του ΤΕΑΠΟΚΑ ελήφθη τον Οκτώβριο του 2006 και δεν ήταν ομόφωνη (μειοψήφησαν δύο μέλη). Ελήφθη με βάση πρόταση της BNP-Paribas, η οποία αναφερόταν σε αγορά του ομολόγου στο άρτιο (100), χωρίς καταβολή προμηθειών στην τράπεζα. Αυτή, όμως, είναι και η μεγάλη παγίδα τέτοιων προϊόντων, δεδομένου ότι η προμήθεια στην πραγματικότητα ενσωματώνεται στην ονομαστική τιμή, αν και μένει εκ πρώτης όψεως αφανής.
Στην πραγματικότητα, τονίζουν τραπεζικά στελέχη, τέτοιοι τίτλοι αποτελούν σχήματα πάμφθηνου δανεισμού για τις τράπεζες που τα εκδίδουν, αλλά προκαλούν σοβαρές απώλειες στους θεσμικούς επενδυτές που θα έχουν την απρονοησία να τα αγοράσουν. «Ποτέ δεν θα προσπαθούσα να πουλήσω τέτοια ομόλογα σε σοβαρό θεσμικό επενδυτή», αναφέρει χαρακτηριστικά στέλεχος μεγάλης ξένης τράπεζας.
Βεβαίως, τα στελέχη της διοίκησης του ΤΕΑΠΟΚΑ που κλήθηκαν να αξιολογήσουν το ομόλογο αυτό, βλέποντας μόνο το «τυρί» (υψηλές αποδόσεις την πρώτη διετία, εγγυημένο κεφάλαιο) ήταν αδύνατο να δουν και τη «φάκα» των χαμηλών αποδόσεων τα επόμενα χρόνια και της σοβαρής υπερτίμησης του ομολόγου, ακόμη και με την αγορά του στο άρτιο. Και αυτό διότι μόνο με χρήση μαθηματικών τύπων μπορεί να προσεγγίσει κανείς την παρούσα αξία τέτοιων τίτλων, με περίπλοκες προβολές στον παρόντα χρόνο των μελλοντικών τους αποδόσεων.
Αυτός είναι και ο λόγος για τον οποίο ήδη η κυβέρνηση, κατόπιν ευρείας σύσκεψης στο υπουργείο Οικονομίας, αποφάσισε να εκδώσει «απαγορευτικό» για κάθε επένδυση Ταμείων σε δομημένα ομόλογα.
Το ομόλογο-φάντασμα
Προς το παρόν, ο αρμόδιος αντιεισαγγελέας έχει εντάξει στο πλαίσιο της έρευνάς του τις επενδύσεις του ΤΕΑΠΟΚΑ και άλλων τριών Ταμείων στο δομημένο ομόλογο της Διεύθυνσης 23 του Γενικού Λογιστηρίου, που εκδόθηκε στις 22 Φεβρουαρίου, αλλά είχε παρουσιασθεί από την Ακρόπολις στις διοικήσεις των ταμείων από τον Νοέμβριο.
Σημειώνεται ότι ο εν λόγω τίτλος έχει χαρακτηρισθεί «φάντασμα» από το ΠΑΣΟΚ, καθώς δεν εμφανίζεται στην ηλεκτρονική αγορά της Τράπεζας της Ελλάδος ούτε και σε κάποιο από τα καθιερωμένα συστήματα πληροφόρησης των τραπεζών.
Το ομόλογο αυτό πουλήθηκε επίσης στο άρτιο, αλλά η τιμή του από την πρώτη ημέρα μετά την έκδοσή του υπολογίζεται ότι είχε πέσει κάτω από το 90. Τα κέρδη από την υπερτιμολόγηση για τους μεσάζοντες έχουν υπολογισθεί από το ΠΑΣΟΚ ότι ξεπερνούν τα 30 εκατ. ευρώ.
Το μεγάλο ερώτημα είναι πώς γνώριζε η Ακρόπολις για την επικείμενη έκδοση του ομολόγου, ώστε να αποστείλει ο Θ. Πρινιωτάκης από τον Νοέμβριο επιστολές στις διοικήσεις των Ταμείων για να προτείνει την αγορά του. Η JP Morgan, που ήταν ανάδοχος της έκδοσης, με επιστολή της στο υπ. Οικονομικών δηλώνει ότι δεν συνεργάζεται με την Ακρόπολις.
Συνεπώς, τονίζουν τραπεζικά στελέχη, η πληροφόρηση για την επικείμενη έκδοση μπορεί να προήλθε μόνο από το Γενικό Λογιστήριο του Κράτους και ήταν ιδιαίτερα ακριβής, αφού ο κ. Πρινιωτάκης στην επιστολή περιέγραφε αναλυτικά τους όρους του ομολόγου, σχεδόν τέσσερις μήνες πριν αυτό εκδοθεί! Πάντως, ο γενικός γραμματέας του υπ. Οικονομικών, Γιώργος Κουρής, αρμόδιος για το δημόσιο χρέος, έχει διαψεύσει ότι είχε εκ των προτέρων ενημερώσει την Ακρόπολις για την έκδοση του ομολόγου και πλέον μόνο η εισαγγελική έρευνα μπορεί να εξηγήσει πώς ήταν η «γαλάζια» χρηματιστηριακή τόσο καλά και έγκαιρα ενημερωμένη…