μια φορά και έναν καιρό

Για συμπαράσταση, τη συνόδευαν μερικές εξαγριωμένες γειτόνισσες που κάθε τόσο σιγοντάριζαν τον καταιγισμό των καταγγελιών της, σαν χορός αρχαίας τραγωδίας, με το στερεότυπο: «τα ύστερα του κόσμου…» κατά την προσφιλή φράση του Νίκου Καζαντζάκη στο «Ο Χριστός ξανασταυρώνεται».

Όλα συνέβησαν κατά χρονολογική σειρά ως ακολούθως:

Επειδή σε λίγο καιρό ερχόταν το Πάσχα και το σπίτι απαιτούσε πρόσθετες ετοιμασίες, η κυρία Πολυξένη αποφάσισε να βάλει μια μεγάλη και κανονική μπουγάδα για να «ξεγαριάσουμε», όπως έλεγε, και να μην πλύνει τα χρειαζούμενα στο χέρι, όπως έκανε τον άλλον καιρό. Εξάλλου είχαμε μπει για τα καλά στην άνοιξη, που σημαίνει πως υπήρχε πρόσθετη ανάγκη να καθαριστούν για ν’ αποσυρθούν στη ναφθαλίνη κάποια βαριά χειμωνιάτικα εσώρουχα, όπως οι χοντρές μακρυμάνικες φανέλες και τα μακριά σώβρακα του συζύγου της μαζί με τα δικά της, που για να τους δώσει την αίσθηση του αιθέριου τ’ αποκαλούσε γαλλιστί: «cache-corset»…

Η μπουγάδα όμως δεν ήταν μια απλή υπόθεση του τύπου «πες το κι έγινε». Χρειαζόταν προεργασία. Έπρεπε ν’ ανάψει φωτιά για να βράσει νερό για το πλύσιμο. Και το μεγάλο καζάνι εκεί κάτω στο πλυσταριό ήθελε δυνατή φωτιά, όχι βέβαια με ξύλα που κάνουν «μπραφ» και καίγονται ούτε και με ξυλοκάρβουνα που τα μισά ήτανε καρβουνόσκονη, όπως τους τα πάσαρε ο κυρ Γιώργης ο καρβουνιάρης, εκεί δίπλα στο ρεματάκι με τα βατράχια. Άσε που πολλές φορές ήταν και βρεμένα γιατί η λαμαρίνα που είχε για στέγη έσταζε. Γι’ αυτό έστειλε τον σύζυγό της να πάει να αγοράσει «κοκ», όπως λέγαν τους «οπτάνθρακες», που έβγαζε το εργοστάσιο αεριόφωτος, το «Γκάζι», εκεί στην Πειραιώς, με τα τεράστια καζάνια, τις σιδεριές και τις πανύψηλες τσιμινιέρες, στη γεμάτη μαύρη λάσπη περιοχή, στο Γκαζοχώρι που τραγούδησε η Μαίρη Λω.

Είχε να φτιάξει και «αλισίβα», ένα πηχτό σταχτόνερο που η κυρία Πολυξένη αποκαλούσε με το ιδίωμα της μητέρας της «αλουσιά», για να μουσκέψει τα ρούχα. Κατόπιν επήγε στο μπακάλικο της γειτονιάς για να προμηθευτεί πράσινο σαπούνι, που ίσως να ήταν το μοναδικό σαπούνι που χρησιμοποιούσαν στα σπίτια για όλες τις δουλειές. Από την μπουγάδα μέχρι το απολειφάδι του για το ξύρισμα, μέσα σ’ ένα κυπελλάκι. Έβαλε τις φωνές στον κυρ Λάζαρο τον μπακάλη, επειδή αυτό που της έδωσε το βρήκε πολύ νωπό και συμπλήρωσε τη μεμψιμοιρία της λέγοντας «ας όψεται εκείνος ο αχαΐρευτος (ο σύζυγός της) που δεν πάει στην αγορά να μου φέρει ”ποτάσα” να φτιάξω σαπούνι μονάχη μου και να μην έχω ανάγκη τη λάσπη σου…». Αγόρασε και λουλάκια για το ξέβγαλμα και πλήρωσε. Χαμογέλασε ασυναίσθητα ο κυρ Λάζαρος και το πλατύ χαμόγελό του αποκάλυψε μια σειρά από χρυσά δόντια. Αυτό συνέβαινε κάθε φορά που εισέπραττε χρήματα. Αντιθέτως, όταν του λέγανε «γράψ’ τα», πάλι ασυναίσθητα, έσφιγγε τα χείλη του σαν να ήθελε να δαγκώσει. Τότε ακούστηκε από την πέρα γειτονιά η φωνή του παλιατζή που διαλαλούσε πως έκανε ανταλλαγή «ένα μπουκάλι με δώδεκα μανταλάκια!». Τον φώναξε η Πολυξένη, του έδωσε δυο μπουκάλια από κρασί Δεμέστιχα και πήρε είκοσι τέσσερα μανταλάκια, αλλά δεν πρόσεξε πως στα μισά ήταν η σούστα σπασμένη. Σκέφτηκε να τον φωνάξει και να του τα τρίψει στη μούρη, αλλά έδωσε τόπο στην οργή, που λένε.

Δανείστηκε και σκοινί από τη γειτόνισσα για να έχει παραπανίσιο για το άπλωμα και έδωσε το παράγγελμα «εμπρός μαρς» στον εαυτό της.

Από το βράδυ έβαλε τα ρούχα να μουσκέψουν στην αλουσιά και πρωί πρωί, πριν λαλήσει ο κόκορας, άναψε τη φωτιά να ζεστάνει το νερό στο καζάνι. Η αλήθεια είναι πως παιδεύτηκε αρκετά στο άναμμα, γιατί εκείνα τα άτιμα τα «κοκ» δεν θέλανε ν’ ανάψουν. Μουρμούριζε συνέχεια:

– «Κατάλαβαν τι ”μπούας” είναι (ο άντρας της) κι ένας Θεός ξέρει τι κάρβουνα του φόρτωσαν». Ύστερα έστησε τη μεγάλη ξύλινη σκάφη με τον τρίφτη επάνω σε δύο τρίποδα στη μέση του πλυσταριού και άρχισε το πλύσιμο. Δεν ήταν μπουγάδα, ήταν μια σωστή τελετουργία. Βουτούσε, έτριβε, σήκωνε, έστυβε και πάλι από την αρχή. Οι κινήσεις της ήταν κινήσεις μαέστρου συμφωνικής που διηύθυνε έργα Βάγκνερ. Έσταζε ο ιδρώτας της στο σαπουνόνερο και κάθε τόσο ένα τσουλούφι από τα μαλλιά της ξέφευγε από το φακιόλι και έπεφτε στα μάτια της. Κάποτε τελείωσε. Έβαλε τα πλυμένα σε καλαθούνες και τις άπλωσε στο σκοινί που ξεκίναγε από την αυλή της και έφτανε στο διπλανό οικόπεδο, δεμένο επάνω σ’ ένα κοντάρι που κάρφωσε στη γη. Το οικόπεδο αυτό οι περίοικοι το είχαν σαν αποκούμπι για τα άχρηστά τους και πότε πότε κάποιος περαστικός κατέφευγε εκεί «για να μη σκάσει η φούσκα του…». Ήταν όλο τσουκνίδες, μολόχες και άλλα αγριόχορτα. Έριξε μια τελευταία ματιά στο «έργο» της η Πολυξένη και πήγε στην κουζίνα να πιει έναν καφέ να ξαποστάσει. Ίσως να πήρε και κανέναν υπνάκο καθιστή στην καρέκλα, γιατί τα μάτια της κλείναν από την κούραση.

Πολύ αργότερα βγήκε να δει αν στέγνωσαν τα ρούχα, αλλά ρούχα δεν υπήρχαν. Ούτε σκοινί ούτε μανταλάκια. Μόνο το στειλιάρι είχε απομείνει πεταμένο πάνω στα χαμομήλια…

– Μπουγαδοκλέφτης, απεφάνθη ο αστυνόμος καθώς ολοκληρωνόταν η κατάθεση. Αλλά μη σας νοιάζει, την καθησύχασε, θα τον πιάσουμε. Κανένας τους δεν μας ξεφεύγει.

– …Και να τον κρεμάσετε τον παλιάνθρωπο, ξεφώνισε η κυρία Πολυξένη. Που κακό χρόνο να ‘χει. Μας άφησε χωρίς βρακί χρονιάρες μέρες!


Σχολιάστε εδώ