Κομματισμός και «τζόγος»
– Ένα επί μέρους συμβάν που σε κάθε κράτος το οποίο λειτουργεί μέσα σε στοιχειώδες ορθολογικό πλαίσιο, θα είχε αυτομάτως αντιμετωπισθεί από τους αρμόδιους ελεγκτικούς μηχανισμούς αποτελεί για την πολιτική μας σκηνή μια «μάσκα οξυγόνου», που χρησιμοποιείται για να θέσει σε πολιτική – κομματική «εγρήγορση» ηγεσίες και στελέχη που «καθεύδουν», εδώ και καιρό, «εκ μανδραγόρου».
Σαν τον ναυαγό που αναζητεί «σανίδα σωτηρίας», για να εμφανισθεί στην πολιτική επικαιρότητα, το ΠΑΣΟΚ αναδεικνύει το ομόλογο σε στοιχείο μιας ολομέτωπης στρατηγικής σύγκρουσης με την κυβερνητική παράταξη. Ενώ από την πλευρά της η ΝΔ προσπαθεί να αποσείσει τις δικές της ευθύνες και να αναγορεύσει σε ρίζα των δεινών την κυβερνητική θητεία του ΠΑΣΟΚ.
Πέραν όμως του εύκολου πεδίου των εντυπώσεων, των χαρακτηρισμών και των κοινοβουλευτικών «σκιαμαχιών», προκύπτουν βασικά ερωτήματα που αφορούν στις ρίζες των φαινομένων αυτών, στα θεμέλια και στους μηχανισμούς που αναπαράγουν τόσο τον κομματισμό στους θεσμούς όσο και τη νομιμοποίηση του «τζόγου» στις δραστηριότητες των Ταμείων.
– Τι δουλειά έχουν τα κόμματα στα ταμεία των ασφαλισμένων; Στις επιχειρήσεις του Δημοσίου; Στα νοσοκομεία; Σε τι αποβλέπει και σε τι ωφελεί η κομματική επιρροή και αντιπαράθεση στα πανεπιστήμια;
Δεν αρκεί, άραγε, ο στυγνός κομματισμός στη δημόσια διοίκηση, στην τοπική αυτοδιοίκηση, στον συνδικαλισμό; Πρέπει ακόμα και οι θεσμοί που αφορούν κοινωνικές, επιστημονικές, παραγωγικές δραστηριότητες να μετατρέπονται σε «τιμάρια» και σε «μακρούς βραχίονες» των κομμάτων και των κυβερνητικών εξουσιών;
Είναι άραγε τυχαίο ότι ακόμα και ο εκάστοτε πρόεδρος του ΣΕΒ κρίνεται από την κομματική του σύμπτωση ή απόκλιση από την παράταξη που κυβερνά;
Πώς μπορούν μέσα στις συνθήκες αυτές να λειτουργήσουν οι θεσμοί, πώς μπορούν να αναπτυχθούν δημιουργικά, όταν στην πράξη δεν απολογούνται και δεν «νομιμοποιούνται» από τις κοινωνικές ομάδες των οποίων τα συμφέροντα διαχειρίζονται, αλλά από το κόμμα που ελέγχει ασφυκτικά τους θεσμούς αυτούς;»
Η κομματικοποίηση των θεσμών, βέβαια, είναι η άλλη όψη της «κρατικοποίησης» των κομμάτων… Γιατί τα κόμματα της διακυβέρνησης, έχοντας απολέσει την αυθεντική τους σχέση με την κοινωνία και τους πολίτες, μη εκφράζοντας τα συμφέροντα και τις ανάγκες της κοινωνικής πλειοψηφίας, έχουν κυριολεκτικά «γαντζωθεί» στους κρατικούς μηχανισμούς και στις δομές της διοίκησης. Μέσα από τους μηχανισμούς και τις δομές αυτές αναπαράγουν την πολιτική τους κυριαρχία, διατηρούν και ενισχύουν τα πελατειακά τους δίκτυα, κρατούν την εκλογική τους βάση σε «αναμονή», στην προσδοκία ενός διορισμού, ενός «ρουσφετιού», μιας ημινόμιμου χαρακτήρα «εξυπηρέτησης»…
Μήπως και οι ίδιοι οι κορυφαίοι συνδικαλιστικοί φορείς δεν αποτελούν «εκφράσεις» του Δημοσίου -της εξασφαλισμένης εργασίας- και δεν αναπαράγονται μέσα από μηχανισμούς που αποτελούν αντίγραφα μιας στυγνής κομματικής διαδικασίας;
– Το δεύτερο χαρακτηριστικό αφορά σε μια «διευρυμένη συμπεριφορά, ατόμων και κοινωνικών ομάδων, που ωθούνται συστηματικά στο «τζόγο», στην άκοπη απόκτηση κέρδους.
– Ο «τζόγος» που ξεκινά από το ίδιο το κράτος και φθάνει μέχρι τον τελευταίο ιδιώτη -ακόμα και μέσα από το παράνομο «στοίχημα»-, που διαφημίζεται και αναπαράγεται μέσα από τις εκπομπές των ΜΜΕ, αποτελεί στις ημέρες μας σημαντικό τμήμα του πολιτισμού μας και των «ιδεωδών» μας…
Βεβαίως, σε μια κοινωνία όπου κυριαρχεί η ανασφάλεια για το μέλλον της νέας γενιάς, όπου διογκώνεται η ανεργία και η προσωρινή εργασία, όπου αποδυναμώνονται οι κοινωνικοί θεσμοί (ασφάλιση, περίθαλψη, σύνταξη), όπου η υγιής παραγωγική επένδυση δεν έχει πολλά περιθώρια απέναντι στους «ημέτερους», στους «μεσολαβητές» και στους διαπλεκόμενους, τότε κάθε ατομική και συλλογική συμπεριφορά που διαμορφώνεται με βάση λογικά κριτήρια και εντάσσεται σε μια ηθική τάξη κανόνων, αποδεικνύεται όχι μόνο αναποτελεσματική αλλά και πολλές φορές επιβλαβής…
Μήπως τα οικονομικά των Ταμείων δεν χρησιμοποιήθηκαν για καθαρά κομματικούς σκοπούς και χάθηκαν στη «μαύρη τρύπα» του χρηματιστηρίου στην περίοδο του εκσυγχρονισμού»; Μήπως οι διορισμένες διοικήσεις δεν αποκτούν, μέσα από τέτοιου είδους διαδικασίες, την πολιτική – κομματική τους νομιμοποίηση, επιχειρώντας παράλληλα να αποδείξουν την «καπατσοσύνη» και τη διαχειριστική τους ικανότητα στους δικαιούχους των Ταμείων και των κοινωνικών θεσμών μέσα από τέτοια «κόλπα»;
Όταν το χρηματιστήριο -παρά τα όσα συνέβησαν- εξακολουθεί να παραμένει οικονομικός και ιδεολογικός «φάρος» κάθε είδους επενδυτικής ή κερδοσκοπικής δραστηριότητας, τότε πώς θα αναπτυχθούν παραγωγικές πρακτικές που απαιτούν σύγχρονη γνώση, προγραμματισμό, μόχθο και συνεχή εποπτεία;
Ο κομματισμός των θεσμών και η ιδεολογία του εύκολου κέρδους δεν αποτελούν παρά μορφές και εκφράσεις μιας βαθύτερης κρίσης. Που καταλαμβάνει και «αποικιοποιεί» ολοένα και ευρύτερα πεδία των κοινωνικών και πολιτισμικών μας «οριζόντων». Αναγκαίο «τίμημα» της επικράτησης του ωφελιμιστικού -τεχνοκρατικού – ανταγωνιστικού προτύπου…