Μια φορά και έναν καιρό

Κάτι ανάλογο με τον Μητσάρα μουρμούριζε σεμνός οικογενειάρχης που είχε συνάψει γάμο με τη θέλησή του -από τον οποίο απέκτησε τέκνα δύο- και που τώρα χειμωνιάτικα περιφερόταν στη Βουλιαγμένη -παρά τη θέλησή του- για να βρει ένα «καλύβι» για τις προσεχείς καλοκαιρινές τους διακοπές, σύμφωνα με τη θέληση της… γυναίκας του.

Η Βουλιαγμένη μέχρι το 1940 ήταν ένα ήσυχο παραθαλάσσιο προάστιο με καμιά τρακοσαριά μόνιμους κατοίκους, πιο ήρεμη από την πάντα κοσμοπολίτικη Γλυφάδα αλλά πιο ζωντανή από την ερημική Βάρκιζα που διαβιούσε στη μοναξιά και την απομόνωση έχοντας ένα και μοναδικό ταβερνάκι, το «Tres joli».

Εκτός από τον γκρίζο και επιβλητικό όγκο του Ορφανοτροφείου επάνω στον αμμόλοφο, η Βουλιαγμένη «κτιστά» σπίτια είχε ελάχιστα όπως π.χ. την οικία Πέπα, του γιατρού Λουκόπουλου και μερικών άλλων ακόμη. Υπήρχαν όμως οι «παράγκες», ξύλινα παραπήγματα ενός ή δύο δωματίων μέσα στο πυκνό πευκοδάσος, τις οποίες το Ορφανοτροφείο που του ανήκαν, όπως και όλη η περιοχή περί τον Λαιμό, τις ενοικίαζε σε παραθεριστές. Επήγε ο σεμνός οικογενειάρχης, βρήκε τους αρμοδίους, είπε τα δικά του, του είπαν τα δικά τους και συμφώνησαν.

Περί τα μέσα Ιουνίου που έκλειναν τα σχολεία, φόρτωσε σ’ ένα φορτηγό τα υπάρχοντά του μαζί με τις κοτούλες του και αριβάρισαν στην «παράγκα» όπου εγκαταστάθηκαν οικογενειακώς, εκτός από τις κότες που κούρνιαξαν στα δέντρα. Ο οικίσκος ήταν χωμένος μέσα στα πεύκα και ο πατέρας διάλεξε το ψηλότερο απ’ όπου κρέμασε δυο σχοινιά και έφτιαξε μια κούνια μούρλια που τη δοκίμασε ο ίδιος και παραλίγο να τσακιστεί, επειδή τα «μούλικά» του τη σνομπάριζαν και ούτε που την πλησίαζαν. Μόνο κάτι γυφτάκια που ξέπεφταν τις Κυριακές με το λεφούσι, ανέβαιναν, κουνιόντουσαν και κάνανε χαρές, αλλά τα διώχνανε κακήν κακώς. Ο Λαιμός, πριν επιπέσουν τα τουριστικά παμφάγα και αλλοιώσουν το τοπίο, ήταν μέρος ιδανικό για μπάνιο. Χερσόνησος ο ίδιος, συνδεόταν με μια στενή λωρίδα άμμου με μια άλλη μικρή και βραχώδη χερσόνησο, το Μικρό Καβούρι. Έτσι είχε δύο θάλασσες και… δύο πλαζ. Το πρωί άνδρες γυναίκες, με τα ολόσωμα μαγιό, βουτούσαν στην ανατολική πλευρά, κάτω από το εστιατόριο του Ολυμπίτη που βρισκόταν επάνω σ’ έναν γήλοφο από άμμο, μέσα σε γερασμένα και ταλαιπωρημένα από τους ανέμους πεύκα που οι κορμοί και τα κλαδιά τους είχαν πάρει πόζες μπαλέτου. Και όταν ο ήλιος γύριζε στη δύση, η άλλη πλευρά ήταν εκείνη που συγκέντρωνε τους κολυμβητές του απομεσήμερου. Τότε η ανατολική πλευρά ερήμωνε και η ακύμαντη ως τότε θάλασσα έπαιρνε ένα βαθύ γαλάζιο χρώμα και ένας ελαφρύς κυματισμός σαν ρίγος ρυτίδιαζε την επιφάνειά της.

Ο Λαιμός Βουλιαγμένης ήταν η καρδιά και η ψυχή της. Συγκέντρωνε παραθεριστές και επισκέπτες, τη δε Κυριακή κατέφθανε ένα πλήθος από συγγενείς και φίλους για να φιλοξενηθούν από τους «παραγκούχους». Γέμιζε ο τόπος και από άλλους άγνωστους ανθρώπους, τους κυριακάτικους εκδρομείς με τα τσουμπλέκια τους, που την άραζαν κάτω από τα πεύκα και τότε όλη η Βουλιαγμένη γινόταν μια κατειλημμένη περιοχή. Εκεί πρωταγωνιστές ήταν το «κανάτι» με το νερό και το… καρπούζι. Γεμάτη η πλαζ, γεμάτα τα εστιατόρια του Τόγκα και του Ολυμπίτη, γεμάτα και τ’ άλλα, τα «λαϊκά», απέναντι στον όρμο όπου έδεναν τις βάρκες τους οι λεμβούχοι. Εκεί υπήρχε και μουσική. Από τα γραμμόφωνά τους με το χωνί έφερνε ο αντίλαλος τραγούδια με την Κάκια Μένδρη, το τρίο Βάμπαρη και τη Λουίζα Ποζέλι.

Το λεωφορείο στον Λαιμό ερχόταν δυο με τρεις φορές την ημέρα και η διαδρομή γινόταν μέσα από το Καβούρι όπου τα Σαββατοκύριακα κατασκήνωναν οικογένειες που ήρθαν με σούστες. Την αγορά αποτελούσε ένα ψιλικατζίδικο που πουλούσε καραμέλες τσάρλεστον, γκαζόζες «Ανάψυξις», ψωμί και πάγο. Στις πέντε το απόγευμα ερχόταν με το τρίτροχο ποδήλατό του ο «ΕΒΓΑ παγωτά» και γινόταν το σώσε. Τα παιδιά, αλλά και πολλοί μεγάλοι κυκλοφορούσαν ξυπόλυτοι και το πόδι τους χωνότανε στην άμμο μέχρι τον αστράγαλο.

Η επικοινωνία ανάμεσα στον Λαιμό και στο απέναντι λεγόμενο «τέρμα» γινόταν μόνο με βάρκα ή… ποδαρόδρομο. Έτσι περνούσαν οι μέρες γεμάτες ξεγνοιασιά, μπάνιο και ξυποληταριό, χωρίς να έχεις την αίσθηση του χρόνου, και τα βράδια λάμπες «λουξ» για να παίζουν πινάκλ οι μεγάλοι και ντόμινο οι μικροί για να έχουν κάτι, μικροί μεγάλοι, ως αιτία για καβγά.

Τις πρώτες μέρες του Σεπτέμβρη άρχιζε το κυνήγι και επειδή όλη η περιοχή ήταν κυνηγότοπος, σε ξυπνούσαν αξημέρωτα τα μπαμ μπουμ και τα… αδέσποτα σκάγια που χτυπούσαν τους ξύλινους τοίχους της παράγκας. Τότε έπρεπε να του «δίνεις». Το δύσκολο ήταν να φορέσεις και πάλι παπούτσια και να… μαζέψεις τις κότες που έμαθαν κι αυτές στο αραλίκι. Έπρεπε να έρθει το φορτηγό που θα σε γύριζε «οίκαδε» και έπρεπε να αποχαιρετίσεις τους φίλους σου… τα πεύκα, τα τζιτζίκια, τους μπούμπουρες και τις χρυσόμυγες που αποχωριζόσουν. Και ακόμα να πετάξεις στη θάλασσα κάτι πεταλίδες και ψόφιους αχινούς που φύλαγες σαν θησαυρό.

Εκείνα τα καλοκαίρια στη Βουλιαγμένη, δεν ξαναήρθαν ποτέ…


Σχολιάστε εδώ