Κατεδάφιση του οδοφράγματος Λήδρας και ένταξη της Κύπρου στην Ευρωζώνη

Οι πιέσεις αυτές έχουν πάρει τη μορφή προειδοποιήσεων της Ευρωπαϊκής Επιτροπής προς την Κύπρο ότι εάν δεν επιδείξει «ευελιξία» και δεν αποδεχθεί την εφαρμογή του λεγομένου κανονισμού για το «απευθείας εμπόριο», θα προτείνει την έγκριση της εφαρμογής του από το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο, με βάση το άρθρο 133 της Ευρωπαϊκής Συνθήκης, που αφορά τρίτες χώρες και απαιτεί απλή πλειοψηφία αντί ομοφωνία.

Η θέση και η συγκεκαλυμμένη αυτή απειλή της Ευρωπαϊκής Επιτροπής είναι νομικά αβάσιμη. Η ίδια η νομική υπηρεσία του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου έχει γνωμοδοτήσει ότι η κατεχόμενη περιοχή της Κύπρου δεν μπορεί με κανέναν τρόπο να εξομοιωθεί με τρίτη χώρα. Σύμφωνα με τη Συνθήκη προσχωρήσεως της Κύπρου στην ΕΕ, η κατεχόμενη περιοχή αναγνωρίζεται ως αναπόσπαστο μέρος της Κυπριακής Δημοκρατίας στο οποίο έχει ανασταλεί απλώς η εφαρμογή του Ευρωπαϊκού κεκτημένου λόγω της τουρκικής κατοχής.

Η Κύπρος προειδοποίησε με τη σειρά της ότι σε μια τέτοια περίπτωση θα προσφύγει στο Ευρωπαϊκό Δικαστήριο και θα ζητήσει την ακύρωση ενδεχόμενης αποφάσεως με βάση το άρθρο 133. Δεν είναι επίσης δεδομένη για την Ευρωπαϊκή Επιτροπή η υποστήριξη μιας τέτοιας προτάσεως από την πλειοψηφία των μελών του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου.

Η γερμανική προεδρία, παρά τις αρχικές διαρροές από το γερμανικό υπουργείο Εξωτερικών περί σκληρής στάσεως στο θέμα αυτό, εμπνεόμενης από τις θέσεις του πρώην καγκελαρίου Γκέρχαρτ Σρέντερ έχει τηρήσει μέχρι τώρα πιο μετριοπαθή στάση. Δήλωσε στη σχετική ομάδα εργασίας που συζήτησε το θέμα ότι επιδιώκει λύση με βάση την ομοφωνία.

Η στάση αυτή επιβεβαιώθηκε κατά την πρόσφατη συνάντηση του Κυπρίου υπουργού Εξωτερικών κ. Γ. Λιλλήκα με τον γερμανό ομόλογο του κ. Σταϊνμάγιερ. Επιβεβαιώθηκε επίσης σε παρασκηνιακές διαβουλεύσεις κατά το πρόσφατο Ευρωπαϊκό Συμβούλιο.

Ο απεγκλωβισμός της Άγκυρας
από τις υποχρεώσεις της με τη
συγκατάθεση της ελληνικής
πλευράς έστρεψε τις πιέσεις
της ΕΕ προς την Κύπρο

Οι έντονες πιέσεις που ασκούνται στην Κύπρο από την ΕΕ για το λεγόμενο «απευθείας εμπόριο» δεν είναι, δυστυχώς, άσχετες με την ακολουθούμενη πολιτική έναντι της Τουρκίας και την ευρωπαϊκή ενταξιακή της πορεία. Η συγκατάθεση της ελληνικής πλευράς στη συνέχιση των ενταξιακών διαπραγματεύσεων της Άγκυρας, παρά την άρνησή της να εφαρμόσει το Πρωτόκολλο Τελωνειακής Συνδέσεως, και με άλλοθι εικονικές κυρώσεις, έστρεψε τις πιέσεις της ΕΕ προς την Κύπρο.

Οι τελευταίες υποκινούνται ενεργά από αμερικανικές παρασκηνιακές παρεμβάσεις. Οι ΗΠΑ προωθούν το «απευθείας εμπόριο» πρώτον, ως διέξοδο για τον παραμερισμό του Κυπριακού ως εμποδίου στον ευρωπαϊκό δρόμο της Άγκυρας. Δεύτερον, ως βασική προϋπόθεση για την επιβολή ντε φάκτο «λύσεως» στο Κυπριακό.

Η προπαγάνδα για το «απευθείας εμπόριο» και τη λεγόμενη «άρση του οικονομικού αποκλεισμού των Τουρκοκυπρίων» αντιστρέφει την ουσία του Κυπριακού. Αποσιωπά την κατοχή και παρουσιάζει ως δήθεν θύμα της Ελληνικής πλευράς τους Τουρκοκυπρίους, που αντιπροσωπεύονται από το ελεγχόμενο από τα κατοχικά στρατεύματα και την Άγκυρα ψευδοκράτος.

Η τρίαινα της αμερικανικής πολιτικής στο Κυπριακό έχει πρώτη αιχμή τις πιέσεις στην ΕΕ για το «απευθείας εμπόριο»; Ως δεύτερη αιχμή, κυοφορούμενες πρωτοβουλίες στη γραμματεία του ΟΗΕ προς την κατεύθυνση της διεθνούς προβολής δύο «ισοτίμων» μερών στην Κύπρο, χωρίς καμία αναφορά στην τουρκική κατοχή. Ως τρίτη αιχμή, τις πιέσεις προς την ελληνική πλευρά, Αθήνα και Λευκωσία, για νέα βήματα και πρωτοβουλίες «διακοινοτικής προσεγγίσεως» και «εξομαλύνσεως» της καταστάσεως, χωρίς πάλι αναφορά στην τουρκική κατοχή.

Προφανώς, οι αμερικανικές πιέσεις δεν περιορίζονται στο Κυπριακό. Στο ίδιο πνεύμα, συστήνεται προς την Ελλάδα η εμμονή στην ίδια πολιτική απέναντι στην Τουρκία, παρά την κλιμάκωση των τουρκικών αμφισβητήσεων μέχρι τον Άγιο Ευστράτιο, και η συζήτηση με την Άγκυρα μιας νέας δέσμης Μέτρων Οικοδομήσεως Εμπιστοσύνης (ΜΟΕ).

Από την άποψη αυτήν παρουσιάζει ιδιαίτερο ενδιαφέρον η επίσκεψη στην Ουάσινγκτον της υπουργού Εξωτερικών κ. Ντόρας Μπακογιάννη και η συνάντησή της με την αμερικανίδα ομόλογό της κ. Κοντολίζα Ράις και τον νέο γενικό γραμματέα του ΟΗΕ κ. Μπαν Κι Μουν.

Η κατεδάφιση
του οδοφράγματος στη Λήδρας

Σ’ αυτό το πλαίσιο πρέπει να ειδωθεί η αιφνιδιαστική κατεδάφιση από την ελληνική πλευρά του οδοφράγματος στην οδό Λήδρας. Ήταν μια κίνηση τακτικής. Ανελήφθη από την ελληνική πλευρά, πρώτον, ως απάντηση στην τουρκική προπαγάνδα, που κατεδάφισε τη γέφυρα που είχε κτισθεί προηγουμένως στη διαχωριστική γραμμή της οδού Λήδρας, για να περιπολεί πάνω σ’ αυτήν ο κατοχικός στρατός. Δεύτερον, και κατά κύριο λόγο, για την αντιμετώπιση των ασφυκτικών πιέσεων της Ευρωπαϊκής Επιτροπής για το «απευθείας εμπόριο» και της προπαγάνδας για τον δήθεν «οικονομικό αποκλεισμό» των Τουρκοκυπρίων από την κυπριακή κυβέρνηση.

Από την άποψη αυτήν, η κατεδάφιση του οδοφράγματος βοήθησε πράγματι στη βελτίωση της εικόνας της Κύπρου σε ένα δυσμενές διπλωματικό περιβάλλον. Κατέστησε ευκολότερη την αντίσταση της Κύπρου στις πιέσεις για το «απευθείας εμπόριο» και ανετότερη την παρουσία του Προέδρου Παπαδόπουλου στην πρόσφατη Σύνοδο του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου.

Το κόστος όμως σε προοπτική είναι υψηλό και ανησυχητικό για προφανείς λόγους. Στόχος της ελληνικής πλευράς δεν είναι η κατάργηση των ορατών συμβόλων της κατοχής και η «εξομάλυνση» της καταστάσεως με βάση τα τετελεσμένα γεγονότα αλλά ο αγώνας κατά της κατοχής. Η αντίπαλη πλευρά επιδιώκει να παραγράψει σιωπηρά την κατοχή και να παρουσιάσει τα κατεχόμενα ως την εδαφική επικράτεια των Τουρκοκυπρίων, το άλλο «ίσο» μέρος μιας «λύσεως» τύπου Σχεδίου Ανάν. Η άλλη πλευρά εντάσσει δηλαδή την πολιτική αυτή σε μια στρατηγική προωθήσεως, ντε φάκτο, «λύσεως» υπό τον παραπλανητικό ευφημισμό της «επανενώσεως», που αποτρέπει δήθεν τη διχοτόμηση! Στην πραγματικότητα όμως τη νομιμοποιεί και την ενσωματώνει σε μια «λύση» ισότιμης «συγκυριαρχίας» πάνω σε ολόκληρη την Κύπρο, υπό τουρκική μάλιστα στρατιωτική παρουσία και εγγύηση.

Η κατεδάφιση του οδοφράγματος στη Λήδρας δεν σημαίνει, βεβαίως, αυτομάτως το άνοιγμά της. Η κυπριακή κυβέρνηση θέτει ως όρους την απομάκρυνση των φυλακίων του τουρκικού στρατού και οποιουδήποτε συμβόλου του ψευδοκράτους που θα έδινε στο άνοιγμα την εντύπωση συνόρου και συνοριακού ελέγχου.

Υπάρχει όμως ήδη σ’ αυτό το αρνητικό κεκτημένο των όρων που έγιναν αποδεκτοί κατά το πρώτο άνοιγμα της γραμμής «Αττίλα» για επισκέψεις των Ελληνοκυπρίων στα κατεχόμενα. Ο τουρκικός ελιγμός παρουσιάστηκε τότε ακόμη και από πολιτικούς ηγέτες στην Αθήνα ως δήθεν γκρέμισμα του τείχους!

Η πρωτοβουλία της ελληνικής πλευράς να κατεδαφίσει σήμερα το εξόχως κεντρικό, ορατό και συμβολικό οδόφραγμα της Λήδρας στην καρδιά της μοιρασμένης Λευκωσίας δείχνει, υποτίθεται, ακόμη και στους πιο κακόπιστους ποιος δημιούργησε και διατηρεί το τείχος της γραμμής Αττίλα. Γιατί όμως έφτασε η ελληνική πλευρά στο σημείο να χρειάζεται να αποδείξει ότι δεν είναι αυτή που συντηρεί το τείχος αλλά η τουρκική κατοχή;

Είναι ένα ερώτημα που παραπέμπει ευθέως στην ακολουθούμενη από την ελληνική πλευρά πολιτική έναντι της Τουρκίας. Η «νέα» πολιτική που εγκαινίασε η κυβέρνηση Σημίτη το 1996 και αντιπροσωπεύεται σήμερα κατ’ εξοχήν στο πρόσωπο της υπουργού Εξωτερικών της κυβερνήσεως της Νέας Δημοκρατίας, προτάσσει ως υπέρτερη στρατηγική επιδίωξη της Ελλάδος την υποστήριξη της ευρωπαϊκής πορείας της Τουρκίας. Την απρόσκοπτη επίσης συνέχισή της, ακόμη και όταν η Άγκυρα δεν εκπληρώνει τις ελάχιστες συμβατικές υποχρεώσεις που ανέλαβε έναντι της ενάρξεως των ενταξιακών της διαπραγματεύσεων.

Τα αποτελέσματα της πολιτικής αυτής είναι ορατά στο Κυπριακό όπως και στο Αιγαίο. Είναι ορατή επίσης:

• η συνεχιζόμενη «εθνική συναίνεση» σ’ αυτά της αξιωματικής αντιπολιτεύσεως,
• η εμμονή σε «λύσεις» τύπου Σχεδίου Ανάν πολιτικών ηγεσιών στην Ελλάδα και την Κύπρο. Η εμμονή αυτή φαλκιδεύει και υπονομεύει τις προϋποθέσεις για τη διαμόρφωση μιας νέας αποφασιστικής στρατηγικής, με στόχο μια ευρωπαϊκή λύση, βασισμένη πραγματικά στις ευρωπαϊκές αρχές και στο ευρωπαϊκό κεκτημένο.

Για το πώς αντιμετωπίζει η τουρκική πλευρά τις κινήσεις καλής θελήσεως και για το πώς επιδιώκει να αξιοποιήσει την προπαγάνδα για «διακοινοτική προσέγγιση» με στόχο να προβληθεί ως «κράτος» και «ισότιμο μέρος», είναι εμφανές σε κάθε διαβούλευση για νέες διακοινοτικές συνομιλίες και σε κάθε διεθνή επαφή του ψευδοκράτους.

Προσφάτως, όμως στο Μπακού, στο Συνέδριο της Τουρκικής Διασποράς, ο τουρκοκύπριος ηγέτης Ταλάτ δεν υστέρησε επιπλέον καθόλου σε παντουρκικά κηρύγματα που θυμίζουν την ανάλογη προπαγάνδα και τα συνθήματα της εποχής των Νεοτούρκων. Καλό είναι όσοι από την ελληνική πλευρά πρωτοστατούν καλοπίστως προς την κατεύθυνση αυτή να λαμβάνουν υπόψιν τα παραπάνω.

Παρ’ ολίγον εμπλοκή στο
στρατηγικό θέμα της εντάξεως
της Κύπρου στην ευρωπαϊκή
νομισματική ένωση

Κατάντησε συνηθισμένο φαινόμενο η αυτοϋπονόμευση σε μεγάλα εθνικά στρατηγικά θέματα. Η Κύπρος διέτρεξε την περασμένη εβδομάδα έναν άλλο τέτοιο κίνδυνο στο κρίσιμο θέμα της εντάξεώς της στη νομισματική ένωση, τη γνωστή ΟΝΕ.

Μέχρι τις 15 Μαρτίου θα έπρεπε να ολοκληρώσει την ψήφιση τριών νομοσχεδίων που συνδέονται με την ένταξή της στο ευρώ από την 1η Ιανουαρίου του 2008. Το ΑΚΕΛ, ενεργοποιώντας παλαιότερες επιφυλάξεις του για λόγους κοινωνικής πολιτικής, όπως υποστηρίζει, έκανε δήλωση ότι δεν θα ψήφιζε στη Βουλή τα τρία σχετικά νομοσχέδια και ζήτησε αναβολή της ΟΝΕ για έναν χρόνο.
Αντιθέτως προς την εκπεφρασμένη θέση του ΑΚΕΛ στη Βουλή, οι συμμετέχοντες στην κυβέρνηση υπουργοί του ψήφισαν υπέρ της ΟΝΕ στο υπουργικό συμβούλιο. Η στάση του ΑΚΕΛ δημιούργησε ερωτήματα για το αν πράγματι οι προβαλλόμενοι λόγοι είναι μόνο αυτοί, ή αν συνδέονται, κατά κάποιον τρόπο, είτε με την πολιτική στο εθνικό θέμα και τη διαπάλη απόψεων μέσα στο ΑΚΕΛ, είτε με τις προσεχείς προεδρικές εκλογές και τις υποψηφιότητες.

Η στάση του ΑΚΕΛ πυροδότησε αρνητικές αντιδράσεις και στον αντιπολιτευόμενο ΔΗΣΥ. Ο τελευταίος έσπευσε να πάρει αποστάσεις από την παλαιότερη διακηρυγμένη θέση του υπέρ της εντάξεως στο ευρώ την 1η Ιανουαρίου 2008 και να εκφράσει επιφυλάξεις. Το θέμα έληξε, ευτυχώς αισίως, στο εσωτερικό μέτωπο, τουλάχιστον, με την επαναβεβαίωση από τον ΔΗΣΥ της θέσεώς του υπέρ του ευρώ το 2008.

Σημειώνεται σχετικά ότι όλες οι χώρες που εντάχθηκαν μετά τους 15 είναι υποχρεωμένες να ενταχθούν στο ευρώ, εφόσον εκπληρώσουν εν τω μεταξύ τα απαραίτητα κριτήρια.

Η Κύπρος καλύπτει πλήρως τα οικονομικά κριτήρια και μπορεί να ενταχθεί το 2008. Ο μόνος προβληματισμός που υπάρχει είναι η ενδεχόμενη έγερση από κάποιους πολιτικών κριτηρίων, με στόχο να ασκηθούν πολιτικές πιέσεις στην Κύπρο, ειδικότερα σε σχέση με το περιβόητο «απευθείας εμπόριο».

Είναι ένας λόγος παραπάνω για την Κύπρο να επισπεύσει και να μη δώσει οποιοδήποτε πρόσχημα για αναβολή ή παρέλκυση. Η ένταξη στο ευρώ θα ενισχύσει, προφανέστατα, τη θέση και την υπόσταση της Κύπρου και θα προδικάσει το ενιαίο νομισματικό πλαίσιο, με κοινό νόμισμα το ευρώ, στην περίπτωση λύσεως του Κυπριακού. Υπενθυμίζεται ότι στο Σχέδιο Ανάν έπειτα από ανυποχώρητη εμμονή της τουρκικής πλευράς, προβλέπονταν πρωτοφανείς διαρχικές δομές και στον νομισματικό τομέα.

Έχοντας υπ όψιν τις οικονομικές επιπτώσεις του ευρώ στην Ελλάδα θα μπορούσε κανείς να επιδείξει κατανόηση απέναντι σε καλοπροαίρετες επιφυλάξεις για το ευρώ. Είναι προφανές όμως ότι αυτό που έγινε με το ευρώ στην Ελλάδα, δεν είναι άσχετο με τους χειρισμούς και τις πολιτικές που χαράχθηκαν. Η Κύπρος έχει ένα νόμισμα ακριβότερο από το ευρώ. Μπορεί να επιτύχει καλύτερα, εάν διδαχθεί και από την εμπειρία της Ελλάδος.

Το πρόβλημα όμως για την Κύπρο δεν είναι απλώς οικονομικό. Είναι κατ’ εξοχήν και σε στρατηγικό επίπεδο πολιτικό. Σ’ ένα διεθνές μάλιστα πολιτικό πεδίο όπου ο αγώνας της Κύπρου είναι αντιμέτωπος με μια στρατηγική επιβολής ντε φάκτο «λύσεως» στο Κυπριακό. Έχει επομένως πρώτιστη προτεραιότητα την υπεράσπιση και την περαιτέρω κατοχύρωση της διεθνούς κρατικής υποστάσεώς της. Στο μέτρο που το επιτυγχάνει, κάνει αναμφισβήτητα βήματα προς την κατεύθυνση μιας σωστής λύσεως και αποτρέπει τα χειρότερα.

* Ο Περικλής Νεάρχου διετέλεσε σύμβουλος επί θεμάτων εξωτερικής πολιτικής του Ανδρέα Παπανδρέου


Σχολιάστε εδώ