Χρονογράφημα
Είς εκ τών άθλων είν’ γνωστός
ως «Βόες τού Γηρυόνου».
(Το πού κατώκη, ασήμαντον
ως περί σκιάς όνου.)
Ο δολοφόνος Ηρακλής
μπράβος τού Ευρυσθέως
τον Γηρυόνη φόνευσε
μέ ρόπαλον ευθέως.
Του έκαμνεν τήν κεφαλή
όμοια συνταξιούχου
ή κάποιου Άγιου νεκρού
πόλεως πολιούχου.
Ώ! Ήρα ζηλιαρόγατα
τί έφταιγε ο ήρως,
τόν Ευρυσθέα ήκουγε
κι έτσι κατέστη σμπίρος.
Γιατί τόν εβασάνιζες
φέρων μυρίους βόας
αθώος ήτο ο έρημος
ως ένας τηλεβόας,
… όπου δέν έχει τήν φωνή
αλλά τήν μεγαλώνει,
έστι φερέφωνον απλό
λάστιχο πού ξεντώνει.
Ο Ευρυσθέας, ως γνωστό
έμενε στας Μυκήνας
– βασίλευε ο πανάθλιος
καί έζη ως κηφήνας.
Και τού ‘ρθε στόν εγκέφαλο
τά βόδια ν’ αποκτήσει
θυσίαν εις τόν Ήλιον
άπαντα νά δωρίσει.
Καί γίνανε σφαξίματα
μεγίστη δυστυχία
αφ’ είχε τό κεφάλι του
άδειο ως τά δοχεία.
Κι όπως οι πάντες ήρωες
έτσι κι ο Ηρακλέας
ποιών τόν μπράβο έσφαζε
καθότι καί μαλέας.
Αντί να πάει στό Γιβραλτάρ
-γι’ αυτόν εννιά ο μήνας-
διατί δέν τό κατάλαβε
νά έλθει εις Αθήνας,
… όπου τά βόδια εν αυτή
χέζουν κι επιπολάζουν
καί τρώγωσι κουτόχορτο
καί συνεχώς βοάζουν.
Μία τσάρκα έξω απ’ τήν Βουλή
καί εις τά Υπουργεία
(ημέραν, δε, εργάσιμον
κι ουχί συνήθη αργία),
… αγέλες θά συνέλεγε
βοών τέ κι αγελάδων
κι ο Ευρυσθέας θά ‘λεγε
χαρίεις ως καί άδων:
«Λεβέντη μου καί τσαμπουκά
σοφέ καί παλικάρι
ποιά νιά καί λυγερόκορμη
τέτοιο κορμί θά πάρει;»
«Πλησίασε νά σέ χαρώ
νά σπάσουμε καί πλάκα.
— κι εγώ ο αθεόφοβος
σέ νόμιζα μαλάκα».
Μυριάδες βόες αγραυλούν
σέ γήπεδα καί μπάρες
σέ μάζες, φεύ, πολιτικές
καί καφεδο-κουμπάρες.
Εισί, δε, αναρίθμητοι
οι γιοί τού Δημοσίου
πού συνεχώς γιορτάζουσι
τήν μνήμη κάποιου οσίου.
Καί ότε πάς, ως δυστυχής,
στό ΙΚΑ ή στό ΤΕΒΕ
μανθάνεις τήν αλφάβητον
τού μάζευε καί κλέβε.
Κι εάν η μοίρα δύστηνος
σέ πάει νοσοκομείον
βρές έν Γραφείον Τελετών
καί μάρς γιά τό ταμείον.
Αυτή η Χώρα τών βοδιών
κι οι «βλάκες» τού Λεμπέση
μάς αγνοούν παντάπαντες,
κι ομού μάς έχουν χέσει.
…………………………………………………..
…………………………………………………..
…………………………………………………..
Δεν είναι δυστυχία να ζείς στήν Ελλάδα,
δυστυχία είναι νά ζείς μέ Έλληνες. Ακούστε:
Η σύζυγος τού Δία, Ήρα, λεγόταν -οποία σοβαρότης-
και «βοώπις» διότι είχε μάτια ίδια τού βοδιού.
Τώρα εγώ φταίω πού οι βοϊδάμαξες μάς θερίζουν;