Τρία χρόνια… από τα ίδια
Δηλαδή των θεμελίων της κοινωνικής και πολιτικής μας δημοκρατίας.
Οι πολιτικές της διακυβέρνησης, στα 3 χρόνια «θητείας» της Νέας Δημοκρατίας, κινήθηκαν στους ακόλουθους άξονες:
– Στην ενίσχυση των μηχανισμών της αγοράς, που οδήγησε στην ένταση των οικονομικών-εισοδηματικών ανισοτήτων.
– Στην σταδιακή αφομοίωση της κυβερνητικής παράταξης στο «σχήμα» των συμφερόντων των δυνάμεων της «διαπλοκής», με την ουσιαστική εγκατάλειψη της «μάχης» κατά των «νταβατζήδων»…
– Στην ενσωμάτωση στις στρατηγικές της υπερδύναμης όσον αφορά όχι μόνο σε διεθνή αλλά και σε κρίσιμα εθνικά θέματα (Κύπρος, Τουρκία), ιδιαίτερα με την παρουσία της κ. Μπακογιάννη στο υπουργείο Εξωτερικών.
Στα τρία αυτά δεσπόζοντα χαρακτηριστικά των πολιτικών της 3ετούς διακυβέρνησης θα πρέπει να συνυπολογισθούν δύο βασικοί παράγοντες:
– Η αδυναμία άσκησης ορθολογικών και αποτελεσματικών πρακτικών μιας τρέχουσας διαχείρισης. Η αδυναμία αυτή έχει αποτέλεσμα να μην μπορούν να ικανοποιηθούν κοινώς αποδεκτοί στόχοι όπως η διαχείριση επί μέρους οικονομικών στόχων και λειτουργιών κυρίως στον τομέα του κρατικού μηχανισμού (ενδεικτικά των ασφαλιστικών ταμείων, των πολεοδομικών γραφείων κ.λπ.).
– Η εμφανής ανικανότητα αντιμετώπισης κρίσεων (θέμα υποκλοπών, διαχείριση προβλημάτων στην εκπαίδευση, περιπτώσεις θεομηνιών κ.λπ.)
Οι δύο αυτοί παράγοντες, που οδηγούν συχνά στην αποδυνάμωση ή και στην αποτυχία των κυβερνητικών πολιτικών -ακόμα και σε περιπτώσεις όπου υπάρχουν σαφείς στόχοι- αποκαλύπτουν όχι μόνο την αδυναμία ενός συνεκτικού σχεδιασμού, αλλά κυρίως την «πολιτική μετριότητα» μιας μεγάλης μερίδας των κυβερνητικών στελεχών και την απουσία από αυτά μιας πολιτικής επάρκειας που θα κατανοεί τις κοινωνικές ανάγκες και αντιδράσεις και θα μπορεί να τις συνθέτει και όχι να συγκρούεται με αυτές.
Ασφαλώς το πρόβλημα της παραγωγής πολιτικών «μετριοτήτων» αφορά το σύνολο των φορέων του πολιτικού μας συστήματος. Η «νομιμοποίηση» των πολιτικών στελεχών από τα ΜΜΕ, η άμεση ή έμμεση σύνδεση μιας μερίδας πολιτικών με οικονομικά συμφέροντα, η αναζήτηση «λαμπερών» ονομάτων στις υποψηφιότητες για τις βουλευτικές εκλογές ή στις εκλογές για την Τοπική Αυτοδιοίκηση, με την παράλληλη απουσία κομματικών θεσμών παραγωγής στελεχών που θα έχουν πολιτικο-ιδεολογική συγκρότηση και κοινωνική-επαγγελματική εμπειρία, έχουν οδηγήσει στην κυριαρχία ενός νέου «προτύπου» στελέχους και βουλευτή που συνδέεται περισσότερο με τις πελατειακές-επικοινωνιακές σχέσεις παρά με τις αρχές και τις δομές του κομματικού του φορέα.
Η εικόνα της σημερινής Βουλής, όπου κυριαρχεί η πλειοψηφία των «μετριοτήτων», αποκαλύπτει σε ένα μεγάλο βαθμό τα αποτελέσματα αυτού του «μετασχηματισμού»…
Σε ένα πολιτικό σύστημα που χαρακτηρίζεται από τέτοιου είδους αδυναμίες και ελλείψεις δεν πρέπει να αποτελεί παραδοξότητα το γεγονός ότι η Νέα Δημοκρατία διατηρεί την πολιτική κυριαρχία και τις πρωτοβουλίες στις εξελίξεις. Πρόκειται, στην πραγματικότητα, για μια ασταθή κυριαρχία η οποία προκύπτει έμμεσα εξαιτίας της πολιτικής καθήλωσης, της σύγχυσης και της πολιτικο-ιδεολογικής αμορφίας που χαρακτηρίζουν τον έτερο «πόλο» του δικομματισμού, το κόμμα της αξιωματικής αντιπολίτευσης.
Είναι γεγονός ότι η «εκσυγχρονιστική» οκταετία άφησε πίσω της «κομμάτια και θρύψαλα». Ο Γ. Παπανδρέου είχε δύο «δρόμους» να ακολουθήσει: Ο πρώτος απαιτούσε τη ρήξη με το παρελθόν και τη διαμόρφωση μιας νέας στρατηγικής. Ο δεύτερος την υιοθέτηση του διπόλου «της συνέχειας και της ανανέωσης». Η ανανέωση όμως τάχθηκε στον δρόμο και κυριάρχησε μια πολλαπλή αντιφατικότητα που καθορίζεται τόσο από τις «δουλειές» του «εκσυγχρονιστικού» παρελθόντος όσο και από την ασάφεια των νέων στόχων και προταγμάτων.
Ο πολιτικός χρόνος που «ξοδεύτηκε» τα τρία αυτά χρόνια λειτουργεί από εδώ και πέρα αντίστροφα. Το ΠΑΣΟΚ υποχρεώνεται να δρα αμυντικά, να αρκείται σε ευκαιριακές -και πολλές φορές εκ των υστέρων- πολιτικές παρεμβάσεις, να αντιπαρατίθεται με την κυβερνητική παράταξη, χρησιμοποιώντας ένα παρωχημένο αντιδεξιό «λεξιλόγιο» χωρίς να αναδεικνύει έναν προοπτικό-κοινωνικό λόγο.
Το άγχος, μάλιστα, μιας επερχόμενης εκλογικής ήττας πολλαπλασιάζει τις αντιφατικές κινήσεις και αποδιοργανώνει τους αναγκαίους πολιτικούς σχεδιασμούς, μετατρέποντάς τους σε σπασμωδικές κινήσεις.
Ο Γ. Παπανδρέου επιδιώκει να διασφαλίσει τη θέση του στην προεδρία του ΠΑΣΟΚ μετά από μια-πιθανή- εκλογική ήττα. Το πρόβλημα δεν αφορά μόνο την ομάδα των ηγετικών στελεχών, αλλά και τη «σύνθεση» και τον μειωμένο λόγω του εκλογικού νόμου αριθμό βουλευτών της, «μετεκλογικής», κοινοβουλευτικής ομάδας. Πώς θα «καθορισθεί» αυτή η σύνθεση; Ποια στάση θα κρατήσει ένας αριθμός παλαιών/παραδοσιακών βουλευτών που βλέπουν να απειλείται σοβαρά η εκλογή τους από «νεωτεριστές» υποψήφιους; Όλα αυτά τα ερωτήματα αποτελούν κρίσιμες παραμέτρους που θα επιτείνουν, αναπότρεπτα, τις εσωστρεφείς τάσεις…
Τρία χρόνια λοιπόν… καθήλωση και αναπαραγωγή των φαινομένων της πολιτικής κρίσης… Γιατί πράγματι «όλα τριγύρω αλλάζουνε, κι όλα τα ίδια μένουν»…