Μια φορά και έναν καιρό

Tελικά τα ξαδέρφια που ήρθαν από τον Ορχομενό στην Αθήνα για τον μήνα του «μέλιτος» δεν λέγανε να τα μαζεύουν και να του δίνουν. Μουρμούριζε ο κακομοίρης ο Γιώργος, όλο κάτι σπόντες τους πετούσε, αλλά αυτοί δεν χαμπαρίζανε. Και εκείνο που τον έκανε θηρίο ήταν πως τους τραβολογούσαν από δω κι από κει, αλλά χέρι στην τσέπη δεν βάζανε. Κι όταν ερχόταν ο λογαριασμός ο εξάδελφος επενέβαινε:

– Α, όλα κι όλα, έλεγε. Όταν θα ‘ρθείτε στον Ορχομενό θα ‘ναι όλα δικά μου… Κι ούτε που κουνιότανε από τη θέση του. Ούτε καν για τον τύπο. Πλήρωνε ο Γιώργος και σχολίαζε η ξαδέρφη: Φωτιά και λαύρα είναι όλα εδώ. Και σκάρτα! Ξεροκατάπινε ο Γιώργος και το βράδυ τσακωνόταν με τη γυναίκα του που τους κουβάλησε στην Αθήνα. Φώναζε έξαλλος: «Όλα δικά του στον Ορχομενό… και πότε θα πάμε εμείς στον Ορχομενό; και τι είναι ο Ορχομενός; οι Βερσαλλίες; το γαϊδούρι!»… Όμως, επειδή η μοίρα κάνει χιούμορ, τη λέξη «γάιδαρος» την εισέπραξε ο ίδιος την επομένη, όταν ο εξάδελφος του του είπε επιτιμητικά: – «Ρε γάιδαρε Γιώργο, όλο Σύνταγμα-Ομόνοια μας πιλατεύεις. Μια φορά έξω από την Αθήνα δεν μας πήγες να δούμε κι εμείς τα ωραία σας. Κάτι πήγε να ψελλίσει ο Γιώργος, αλλά ο άλλος συνέχιζε ακάθεκτος:

– Θα με ρωτάνε τι είδατε στην Αθήνα κι εγώ θα τους λέω είδαμε…

– Σους, τον διέκοψε άγρια η ξαδέλφη που μάντεψε τι ήθελε να πει, γιατί ήταν και λιγάκι αθυρόστομος. Έτσι αποφάσισαν να πάνε την επομένη στο Φάληρο. Στο πλάι της Ακαδημίας, στην οδό Σίνα, δίπλα στο οφθαλμιατρείο, είχαν τα λεωφορεία την αφετηρία τους. Ήταν κάτι μεγάλα λεωφορεία, κομβερτίμπλ, με κουκούλες που δίπλωναν και τα καλοκαιρινά βράδια οι επιβάτες ταξίδευαν… υπαιθρίως κι απολάμβαναν τη δροσιά της αθηναϊκής νύχτας και τη «φεγγαράδα» όταν είχε σελήνη. Στα πλευρά τους, σ’ όλο το μήκος της καρότσας, μια ξύλινη ταμπέλα έγραφε: «Ακαδημία-Φάληρο-Γλυφάδα-Βούλα». Τα λεωφορεία αυτά χρησιμοποιήθηκαν στον πόλεμο του ’40 ως ασθενοφόρα. Επιτάχθηκαν και με μια μικρή ανακατασκευή μετέφεραν τα φορεία με τους τραυματίες που έφερναν τα καράβια από το μέτωπο.

Ξεκίνησε, λοιπόν, το λεωφορείο και καθώς κατηφόριζε στη λεωφόρο Συγγρού, εντύπωση τους έκανε το εργοστάσιο του Φιξ με τους καλογυαλισμένους μπρούτζινους άμβυκες, που λαμπύριζαν πίσω από τις τζαμαρίες της προσόψεως. Στου Φιξ, εκτός από μπίρα, παρήγαγαν και πάγο, γι’ αυτό στην είσοδο μπροστά ήταν αραγμένα κάρα και «αρχαία» φορτηγά με συμπαγή λάστιχα στους τροχούς τους, που παραλάμβαναν τα ξύλινα βαρελάκια της μπίρας και τις κολόνες πάγου, για να τα διοχετεύσουν στην αγορά. Πιο κάτω ο δρόμος ήταν «γέφυρα» και από κάτω κυλούσαν ήρεμα τα λιγοστά νερά του Ιλισού. Δίπλα του, στο πρανές, ορθώνονταν δύο εργοστάσια: η σοκολατοποιία Ίρις και οι μπαταρίες ΠΑΚ. Στη γέφυρα ήταν και το «φυλάκιο» του φόρου, που πλήρωναν όλα τα τροχοφόρα κατεβαίνοντας τη Συγγρού. Συνεχίζοντας το λεωφορείο την πορεία του συνάντησαν τη «στάση Τζίνη» και την Πάντειο που χτιζόταν, κι απέναντι το κτήμα Βαλλιάνου με τα πυκνά του δέντρα, το εργοστάσιο ελαστικού Εθέλ και το… εξοχικό κέντρο «Η Μεξικάνα», όπου χρόνια αργότερα οι σπουδασταί της Παντείου έκαναν τις αρχαιρεσίες του συλλόγου τους. Προχωρώντας, συνάντησαν την κομψή εκκλησία του Αγίου Σώστη μέσα στο παρκάκι της και τριγύρω… εξοχικές μπιραρίες, που μετεξελίχθηκαν σε «μπουζούκια» με διασημότερη την ιστορική «Τριάνα» του Χειλά. Σκόρπιες μονοκατοικίες και χέρσα γη συναντούσαν από κει και πέρα και μόνον το ορφανοτροφείο Ιωσηφόγλου με το εκκλησάκι του, τον Άγιο Χαράλαμπο, εδέσποζεν επάνω σ’ έναν λοφίσκο. Μέχρι τη θάλασσα μόνον έλη και βούρλα είχε η περιοχή που λεγόταν, όπως τους εξήγησε ο Γιώργος, «Βουρλοπόταμος». Εκεί ήταν κι ο ιππόδρομος και η ξαδέλφη πρότεινε να πάνε να παίξουνε στις κούρσες. Φυσικά δεν πήρε απάντηση. Ένα υδροπλάνο που πέρασε πάνω από τα κεφάλια τους ετοιμαζόταν να προσθαλασσωθεί. Εκεί στο δέλτα Φαλήρου ήταν ο «κεντρικός υδρολιμένας» και τα υδροπλάνα έκαναν τις αεροπορικές συγκοινωνίες. Μερικά λικνίζονταν στα νερά του φαληρικού όρμου. Συνάντησαν κι ένα κτίριο μαρμάρινο, κάτασπρο, σαν αρχαίο ναό. Στεκόταν αγέρωχο κοντά στο ταπεινό βυζαντινό ξωκλήσι, τον Άη Γιώργη και παραπέρα, όπως η λεωφόρος ακολουθούσε την ακτή, έβλεπαν επαύλεις και εντυπωσιακά ξενοδοχεία, όπου παραθέριζαν συνήθως παραλήδες περιηγητές. Τα πιο γνωστά ήταν του Ξηροτάγαρου με την ιδιωτική του πλαζ, το Carlton, τα Κύματα, το Φαληρικό και το Lido. Ήταν και η «Φρύνη» με τα θερμά λουτρά, ένα ιδιόμορφο κτίριο που διασώζεται ως κτίσμα. Στο ύψος του «μπαρ», όπως λεγόταν ο Φλοίσβος, τους προσπέρασε το τραμ, το νούμερο «1» με την παράξενη «ρυμούλκα» που έσερνε. Η παρέα κατέβηκε στο «Έντεν», στο κατοπινό «Εδέμ» όπως το βάφτισε η Πάουερ. Ένα κέντρο, ο «Φάρος» φαινόταν στο βάθος. Στην ακτή υπήρχανε «καμπίνες» κι η θάλασσα ήταν τόσο κοντά που θαρρούσες πως έγλειφε την άσφαλτο.

Περπάτησαν στην παραλία με τα ψηλά φοινικόδεντρα. Παραθαλάσσια ταβερνάκια είχαν απλώσει τα τραπεζάκια τους δίπλα στο κύμα. Το «ζωντανό» μαριδάκι και καλαμαράκι που τηγανιζόταν προκαλούσε τους διαβάτες. Ένα κοσμικό ρεστοράν, ο «Μπάτης», τράβηξε την προσοχή του ξάδελφου που διέταξε:

Εδώ θα καθίσουμε!

Ο Γιώργος προσπάθησε ν’ αντιδράσει: Μου φαίνεται ακριβό ξάδελφε, είπε. Εκείνος όμως τον διέκοψε μ’ έναν τρόπο που δεν σήκωνε αντίρρηση:

Ας είναι, είπε. Εγώ δεν τα λογαριάζω τα λεφτά…


Σχολιάστε εδώ