Βάλτε όρια και φραγμούς στον νεοφιλελευθερισμό!
Ας δούμε όμως τις εξελίξεις και στον οικονομικό τομέα, για να ολοκληρώσουμε μια αποτίμηση του έργου της σημερινής κυβέρνησης, που αισίως κλείνει τρία χρόνια παραμονή στην εξουσία. Βέβαια μέσα στο διάστημα αυτό θα ήταν παράλογο να απαιτήσει κανείς να ανορθωθούν τα ερείπια που συσσώρευσαν οι κυβερνήσεις του νεο-ΠΑΣΟΚ (το περίφημο «έργο του Σημίτη»).
Ας δούμε όμως σε ποιους τομείς της οικονομίας παρουσιάζεται πρόοδος και σε ποιους στασιμότητα ή υποχώρηση. Και φυσικά θα κρίνουμε τους τομείς που συνδέονται άμεσα με τα συμφέροντα του λαού.
α) Θα ξεκινήσουμε από τον δημοσιονομικό τομέα, που ενδιαφέρει τους πολίτες από την πλευρά της φορολογικής πολιτικής. Το συνολικό φορολογικό βάρος εξακολούθησε να ανεβαίνει ραγδαία, όπως και στο παρελθόν. Μόνοι κερδισμένοι είναι όσοι απολαύουν επιχειρηματικών κερδών. Οι άλλοι φορολογούμενοι αντιθέτως έχουν πληγεί με την αύξηση της έμμεσης φορολογίας, φυσικά για να μη μειωθούν τα συνολικά φορολογικά έσοδα του κράτους. Οι εργαζομένοι προς το παρόν «αναμένουν στο ακουστικό» για φορολογικές ελαφρύνσεις. Οι οποίες μέχρι να γίνουν αισθητές, κάποια «εφεύρεση» θα επινοηθεί για να τις ροκανίσει!
Το Δημόσιο συνεχίζει να δανείζεται γύρω στα 2-2,5 δισ. ευρώ μηνιαίως και ο χορός της εκποίησης της όποιας δημόσιας περιουσίας έχει απομείνει συνεχίζεται. Μέχρι εδώ δεν υπάρχει καμία αλλαγή. Το έλλειμμα του προϋπολογισμού συμμαζεύτηκε κάπως, όχι όμως στην έκταση που εμφανίζεται, καθώς τα «δημοσιονομικά τρικ» και η αύξηση του φορολογικού βάρους σκεπάζουν ένα ικανό ποσοστό του ελλείμματος. Το δημόσιο χρέος ανεβαίνει και απειλεί τις επόμενες γενεές, αφού το υπουργείο Οικονομικών προσανατολίζεται και στην έκδοση ομολόγων πεντηκονταετούς διάρκειας! Η δημοσιονομική εξυγίανση, την οποία διατυμπανίζει ο υπουργός Οικονομίας και Οικονομικών, βρίσκεται ακόμη στη σφαίρα του μύθου, ενώ το σπάταλο κράτος δεν φαίνεται να έχει περιοριστεί. Τα γνωστά «κοράκια» συνεχίζουν να νέμονται τον κρατικό κορβανά, όπως ακριβώς και στο παρελθόν. Ο έλληνας φορολογούμενος είναι παγιδευμένος.
β) Στον τομέα του πληθωρισμού πρέπει να σημειώσουμε ότι υπάρχει ο «κυβερνητικός πληθωρισμός», δηλαδή ο εκάστοτε εμφανιζόμενος από τις κυβερνητικές υπηρεσίες, και ο «πληθωρισμός της αγοράς», όπως διαμορφώνεται στην πραγματικότητα. Όπως ακριβώς συνέβαινε και επί των προ του 2004 κυβερνήσεων. Ο κυβερνητικός πληθωρισμός, ένα μέγεθος σκοπιμότητας και μόνο, στη χώρα μας είναι διπλάσιος από τον μέσο πληθωρισμό των εταίρων μας στην Ευρωζώνη. Και αυτό σημαίνει ότι τα ελληνικά προϊόντα γίνονται ακριβότερα και μειώνεται ο βαθμός αντοχής τους στο ανταγωνιστικό περιβάλλον. Όμως από οικονομική άποψη ενδιαφέρον παρουσιάζει ο πληθωρισμός της αγοράς. Αυτόν ακριβώς πληρώνει ο κόσμος. Εδώ έχουμε αυξήσεις τιμών δεκαπλάσιες από το ποσοστό αύξησης του κυβερνητικού πληθωρισμού.
Οι εργαζόμενοι πληρώνονται με βάση τον κυβερνητικό πληθωρισμό και ξοδεύουν με βάση τον πληθωρισμό της αγοράς. Έτσι αυξάνονται η φτώχεια και η εξαθλίωση όχι μόνο στη χώρα μας αλλά και σχεδόν σε όλες τις ευρωζωνικές χώρες. Η εικόνα που παρουσιάζει η ελληνική αγορά είναι πραγματικά ζοφερή. Αισχροκέρδεια, κερδοσκοπία, άγρια εκμετάλλευση του καταναλωτή, ακρίβεια, καρτέλ, ακατάλληλα εμπορεύματα κυρίως στο κύκλωμα της διατροφής συνθέτουν μια απαράδεκτη εικόνα αγοράς. Παρά τις αναμφισβήτητες προσπάθειες του υπουργείου Ανάπτυξης, η εικόνα αυτή, που κυριαρχεί πολλά χρόνια τώρα στην ελληνική αγορά, εξακολουθεί να μας ακολουθεί.
Με συνέπεια το ευρώ να καταντήσει ένα πληθωριστικό χρήμα με μηδαμινή αγοραστική δύναμη. Βέβαια τα της αγοράς δρώμενα είναι εν πολλοίς δημιουργήματα του νεοφιλελεύθερου μοντέλου που απαιτεί πλήρη ελευθερία (ασυδοσία;) των αγορών. Εδώ οι κυβερνήσεις ελάχιστα μπορούν να παρέμβουν. Και για την εικόνα της αγοράς δεν μπορούμε να καταλογίσουμε στην κυβέρνηση ευθύνες. Αγωνίζεται ενάντια σε πανίσχυρες δυνάμεις!
γ) Και στον τομέα των διεθνών εμπορικών σχέσεων η χώρα μας εξακολουθεί να παρουσιάζεται έντονα προβληματική. Η εξαγωγική δραστηριότητα εξακολουθεί να είναι υποτονική, ενώ η εισαγωγική διείσδυση των ξένων προϊόντων γίνεται εντονότερη. Με αποτέλεσμα το έλλειμμα του Ισοζυγίου Τρεχουσών Συναλλαγών να φτάνει ήδη στο 11% του ΑΕΠ, όπως επισημαίνει και στην ενδιάμεση έκθεσή του για τη νομισματική πολιτική ο διοικητής της Τράπεζας της Ελλάδος κ. Γκαργκάνας. Τα αίτια της περιορισμένης εξαγωγικής δραστηριότητας ασφαλώς δεν οφείλονται σε κυβερνητικές πράξεις ή παραλείψεις. Είναι βαθύτερα και χρόνια. Τα ελληνικά προϊόντα έχουν χαμηλό βαθμό αντοχής στο διεθνές ανταγωνιστικό περιβάλλον. Δυστυχώς δεν διαθέτουμε πολλά επώνυμα ελληνικά προϊόντα. Δεν είναι μόνον ότι η εξαγωγική προσπάθεια των ελληνικών επιχειρήσεων πλήττεται από τον υψηλότερο πληθωρισμό που παρουσιάζει η χώρα μας (ασφαλώς φταίει κι αυτό), αλλά έχουμε και το χαμηλό τεχνολογικό επίπεδο της παραγωγικής μας μηχανής.
Έχουμε ενταχθεί σε μια οικονομική ένωση, την ΟΝΕ, με οικονομίες προηγμένου τεχνολογικού επιπέδου στον παραγωγικό τομέα και έτσι είμαστε υποχρεωμένοι να ανεχθούμε τα έντονα φαινόμενα στασιμοπληθωρισμού που προκαλεί η ελεύθερη οικονομική δραστηριότητα των προηγμένων οικονομιών που συμμετέχουν στην ΟΝΕ. Μπήκαμε στην ΟΝΕ με αθωράκιστη οικονομία και με χωλαίνουσα παραγωγική μηχανή. Και αυτό είναι ευθύνη των κυβερνήσεων Σημίτη που μας έσυραν στην ΟΝΕ χωρίς την απαιτούμενη προπαρασκευή και τώρα για πολλά χρόνια θα πληρώνουμε τον λογαριασμό. Αυτό είναι το καταστροφικό έργο των κυβερνήσεων του «εκσυγχρονιστικού» νεο-ΠΑΣΟΚ. Μπορεί να μας πει ο κ. Σημίτης ή κάποιος από το τότε οικονομικό επιτελείο τι έπαθαν η Δανία και η Σουηδία που έμειναν έξω από το ευρώ και την ΟΝΕ;
δ) Το χαμηλό ύψος των επενδύσεων στην πραγματική οικονομία (και όχι σε πιστωτικούς τίτλους) είναι η βασική αιτία της τεχνολογικής υστέρησης της ελληνικής παραγωγικής μηχανής που μας έχει οδηγήσει σε παραγωγικό τέλμα, χωρίς πληθώρα παραγωγής νέων και επώνυμων προϊόντων με υψηλό βαθμό ανταγωνιστικότητας. Τα ελληνικά κεφάλαια τώρα προτιμούν να μεταναστεύουν στις γειτονικές μας χώρες, λόγω ευνοϊκότερων όρων. Και αυτή η εκροή ελληνικών κεφαλαίων ασφαλώς ωφελεί τα μέγιστα τους επενδυτές, όμως προκαλεί τον μαρασμό στον παραγωγικό μας ιστό και μεγιστοποιεί την ανεργία. Στον τομέα της προσέλευσης επενδύσεων στην πραγματική οικονομία είναι γεγονός ότι η κυβέρνηση έδειξε δραστηριότητα με νομοθετικές πρωτοβουλίες, αλλά με πενιχρά μέχρι στιγμής αποτελέσματα.
Οι επενδυτές συνήθισαν πλέον να τα θέλουν όλα δικά τους. Και μερικές χώρες τούς προσφέρουν απλόχερα τα πάντα. Το ίδιο θα επιθυμούσε ο κ. Αλογοσκούφης να γίνει και στην Ελλάδα. Δεν μπορεί όμως να πείσει. Ούτε οι έλληνες επενδυτές προτιμούν πλέον την Ελλάδα. Ακόμη και φίλοι της κυβέρνησης, όπως π.χ. ο διοικητής της Εθνικής Τράπεζας, διορισμένος από τη σημερινή κυβέρνηση, προτιμάει να στρέφει την επενδυτική δραστηριότητα της τράπεζας που διοικεί σε άλλες χώρες (Τουρκία, Εσθονία κ.λπ.) και όχι σε άμεσες επενδύσεις στην Ελλάδα. Και σημειώνουμε ότι ο ΟΟΣΑ και το ΔΝΤ στις πρόσφατες εκθέσεις τους είναι περισσότερο επιφυλακτικά από τα προηγούμενα χρόνια στο να ενθαρρύνουν τα κράτη-μέλη τους για ταχεία και απεριόριστη απελευθέρωση των επενδυτικών κεφαλαιακών εκροών. Ακριβώς γιατί φοβούνται την πρόκληση νομισματικών κρίσεων. Εδώ η ενθάρρυνση για εκροές επενδυτικών κεφαλαίων κυρίως στις γειτονικές μας χώρες υπήρξε βασική επιλογή των κυβερνήσεων Σημίτη την οποία δεν μπόρεσε παρά τις προσπάθειές της να περιορίσει η σημερινή κυβέρνηση. Πετύχαμε αυτογκόλ!
ε) Η αμοιβή εργασίας κυρίως μετά την εισαγωγή του ευρώ έχει εκμηδενιστεί. Ο εργαζόμενος εισπράττει πολύ λιγότερα από αυτά που δικαιούται. Αγόρασε ένα πανάκριβο ευρώ με ελάχιστη αγοραστική δύναμη, οι ετήσιες αυξήσεις της αμοιβής του δεν καλύπτουν ούτε την αύξηση του ΑΕΠ σε τρέχουσες τιμές ούτε την αύξηση της παραγωγικότητας της εργασίας. Οι αυξήσεις μισθών και ημερομισθίων που δίδονται βρίσκονται στο 30% των όσων δικαιούνται οι εργαζομένοι. Βέβαια γι’ αυτήν την υποβάθμιση της αμοιβής της εργασίας είχαν φροντίσει οι κυβερνήσεις του νεο-ΠΑΣΟΚ εκτελώντας επιταγές του νεοφιλελευθερισμού.
Όλα τα βάρη φορτώθηκαν στους ώμους των εργαζομένων. Αυτό είναι το μεγάλο επίτευγμα των απανταχού «σοσιαλιστικών» κυβερνήσεων που ανέλαβαν εργολαβικά να περάσουν τις απάνθρωπες, αντικοινωνικές απαιτήσεις της παγκοσμιοποιημένης αγοραίας οικονομίας. Να γιατί οι αμοιβές εργασίας υποβιβάζουν το βιοτικό επίπεδο των εργαζομένων, το οποίο διατηρείται μόνο με την υπερχρέωση των νοικοκυριών.
Να γιατί η φτώχεια τυλίγει στα δίχτυα της όλο και περισσότερους. Να γιατί οι εργαζομένοι οδηγούνται αργά αλλά σταθερά στην εξαθλίωση και την κοινωνική περιθωριοποίηση. Να γιατί παρά την αύξηση του ΑΕΠ (πραγματική ή εικονική) η μεγάλη κοινωνική πλειοψηφία των χαμηλού εισοδήματος νοικοκυριών δεν απολαμβάνει παρά μερικά ψίχουλα, όσα επιτρέπει η «νέα τάξη πραγμάτων».
Να γιατί σε όλα τα ανεπτυγμένα κράτη όλο και περισσότεροι πολίτες ζητούν προστασία, θέσπιση ορίων και φραγμών στις απαιτήσεις της νεοφιλελεύθερης οικονομίας και ισότιμη κατανομή των ωφελημάτων από την είσοδο της τεχνολογίας στο παραγωγικό κύκλωμα. Για την αντεργατική πολιτική φυσικά και δεν ευθύνεται η σημερινή κυβέρνηση. Ας μην ξεχνάμε ότι ο Σημίτης ήταν εκείνος που δήλωσε ότι «δεν υπάρχουν κεκτημένα δικαιώματα των εργαζομένων». Η κυβέρνηση Καραμανλή απλώς συνέχισε την προσπάθεια εξουθένωσης των οικονομικά αδύνατων πολιτών. Με όσα είπαμε την περασμένη Κυριακή για την ανυπαρξία του κράτους και με τα όσα αναφέρουμε σήμερα θέλουμε περισσότερο να μεταφέρουμε στην κυβέρνηση τα αισθήματα που διακατέχουν τη μεγάλη πλειοψηφία του ελληνικού αγωνιζόμενου λαού.