Τα Βαλκάνια «σαλπάρουν» για άλλα λιμάνια!

Μόνο μια μέτρια, σε σχέση με τις δυνατότητες, οικονομική διείσδυση, η οποία όμως, με ελάχιστες εξαιρέσεις, στράφηκε προς “αεριτζίδηκες” κατευθύνσεις. Πολιτικά ήταν απαραίτητη πολύ σκληρότερη δουλειά από αυτήν που έγινε για να σφυρηλατηθούν πολλαπλοί δεσμοί ικανοί να αντέξουν στις κατακλυσμιαίες αλλαγές που έγιναν και γίνονται συνεχώς στο πολιτικό σκηνικό των χωρών αυτών.

Ετσι, τώρα που η Βουλγαρία και η Ρουμανία μπήκαν στο ΝΑΤΟ και την ΕΕ, τώρα που η Κροατία, η Αλβανία και η ΠΓΔΜ αποκατέστησαν στενές σχέσεις με τις ΗΠΑ και την Ευρώπη και ετοιμάζονται κι αυτές να μπουν σύντομα στο ΝΑΤΟ και λίγο μετά στην ΕΕ, γίνεται πια ξεκάθαρο ότι οι βαλκανικές χώρες αναζητούν αλλού συμμαχίες, συμμετέχουν σε άλλα παιχνίδια της διεθνούς πολιτικής που τίποτα καλό δεν προοιωνίζονται για την περιοχή μας, καθώς προσκολλώνται από θέσεις υποτέλειας στην Αμερική ή σε κάποια μεγάλη ευρωπαϊκή δύναμη. Ακριβώς όπως και η Ελλάδα του Πιουριφόι της δεκαετίας του ’50, όταν στο απόγειο της εξάρτησης και της αμερικανοκρατίας, νόμιζε ότι έπαιζε ρόλο στις παγκόσμιες υποθέσεις, στέλνοντας τους φαντάρους μας να πεθάνουν για τους στόχους της αμερικανικής πολιτικής ακόμη και στην άλλη άκρη της γης, στην Κορέα!

Σε αυτήν την κατάσταση βρίσκονται σήμερα οι γείτονές μας.

Η περιοδεία Παπούλια

Οι επισκέψεις του Προέδρου της Δημοκρατίας Κάρολου Παπούλια στη Βουλγαρία και τη Ρουμανία την προηγούμενη εβδομάδα κατέστησαν πιο εμφανείς τις αλλαγές που συντελούνται στα Βαλκάνια.

Και στις δύο χώρες οι πρόεδροί τους μίλησαν για το πόσο καλές είναι οι σχέσεις με την Ελλάδα. Ο βούλγαρος πρόεδρος Γκεόργκι Παρβάνοφ μάλιστα είπε ότι “οι διμερείς σχέσεις των δύο χωρών πάντα ήταν πολύ καλές και φιλικές, αλλά ποτέ δεν ήταν τόσο εγκάρδιες και φιλικές όσο είναι σήμερα”, ενώ ο Κάρολος Παπούλιας μίλησε εξίσου θερμά, λέγοντας ότι “αυτή την περίοδο τη χαρακτήρισα σαν τον ”χρυσούν αιώνα” των ελληνοβουλγαρικών σχέσεων”.

Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι οι οικονομικές σχέσεις της Ελλάδος με τη Βουλγαρία είναι σήμερα πιο εκτεταμένες παρά ποτέ. Πρόσφατα μάλιστα η ελληνική πλευρά εκδήλωσε ενδιαφέρον να αγοράσει το 43% των μετοχών του χρηματιστηρίου της Σόφιας, το οποίο ανήκει στο βουλγαρικό δημόσιο, που προτίθεται να το πουλήσει. Επίσης, ελληνικοί εφοπλιστικοί κύκλοι ενδιαφέρονται να αγοράσουν την κρατική ναυτιλιακή εταιρεία της Βουλγαρίας που θα βγει στο σφυρί, ενώ μεγάλες τεχνικές εταιρείες δηλώνουν προθυμία συμμετοχής σε μεγάλα τεχνικά έργα που γίνονται στη γειτονική χώρα.

Δεν αρκούν όμως μόνο οι οικονομικές σχέσεις. Και στη Ρουμανία υπάρχουν π.χ. ισχυρές ελληνικές οικονομικές θέσεις μέσω ΟΤΕ, εσχάτως όμως έχουν αρχίσει κινήσεις υπονόμευσής του, αποκλεισμού του από τομείς της κινητής τηλεφωνίας κ.λπ., γεγονότα που δείχνουν υστέρηση της ελληνικής επιρροής όχι στο επιχειρηματικό, αλλά στο πολιτικό επίπεδο. Έτσι, ακόμη και αν συνεχιστεί για κάποιο διάστημα η ανάπτυξη του μεγέθους των οικονομικών σχέσεων, το φαινόμενο θα είναι προσωρινό, καθώς έχουν τεθεί σε κίνηση μονιμότεροι παράγοντες σταδιακής απομάκρυνσης των βαλκανικών χωρών μεταξύ τους.

Δεν θέλουν να είναι Βαλκάνιοι!

Όσο και αν φαίνεται αστείο, οι γείτονές μας εμφανίζουν το σύνδρομο του… “λιμοκοντόρου”! Από τη στιγμή που μπήκαν στην ΕΕ και στο ΝΑΤΟ θεωρούν ότι είναι πλέον “προορισμένοι για μεγάλα πράγματα” και υπό το πρίσμα αυτό δεν θέλουν να είναι… Βαλκάνιοι! Το θεωρούν πολύ υποτιμητικό!

Με τη σοβαρότητα, τη βαθιά ευρωπαϊκή κουλτούρα και την πείρα του ως υπουργός Εξωτερικών προσπαθούσε ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας Κάρολος Παπούλιας να πείσει τους βούλγαρους και ρουμάνους συνομιλητές του να συγκροτήσουν η Ελλάδα, η Βουλγαρία και η Ρουμανία έναν “βαλκανικό πυρήνα” μέσα στην ΕΕ αφενός για να υπερασπίσουν καλύτερα τα κοινά συμφέροντά τους και αφετέρου να προωθήσουν αποτελεσματικότερα την ένταξη και των υπόλοιπων βαλκανικών κρατών στην ΕΕ. Δυστυχώς, οι συνομιλητές του καθόλου δεν έδειξαν να συγκινούνται από την ιδέα.

Οι Ρουμάνοι νομίζουν ότι είναι κεντροευρωπαίοι και όχι Βαλκάνιοι. Οι Βούλγαροι, όσο και αν δεν το ομολογούν, αισθάνονται ικανοποιημένοι από την καταβαράθρωση και τον συνεχή καταποντισμό της Σερβίας, αφού η σερβική εξαθλίωση δίνει αντικειμενικά στη Βουλγαρία την ηγεμονική θέση σε ό,τι αφορά τους σλαβικούς πληθυσμούς της περιοχής μας.

Από τα κομμάτια της πρώην Γιουγκοσλαβίας, η Σλοβενία, η Κροατία, ακόμη και το τεχνητό κρατικό μόρφωμα της Βοσνίας, αποθεώνουν την εποχή που ήταν υπόδουλα τμήματα της Αυστροουγγαρίας, πριν από τον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο, και προσπαθούν να εμφανισθούν ως κεντροευρωπαίοι μέσω της προσκόλλησης στα υπολείμματα της αυτοκρατορίας που τους είχε κατακτήσει! Ξαφνικά, τα Βαλκάνια μοιάζουν σαν να… άδειασαν από βαλκανικές χώρες!

Απροσδόκητες νέες δυνατότητες

Δεν υπάρχει αμφιβολία πως αυτή η εξέλιξη είναι πολύ αρνητική. Αντί να αναπτυχθεί μια βαλκανική αλληλεγγύη στη βάση της κοινότητας όποιων συμφερόντων, πράγμα που θα βοηθούσε να λυθούν και τα πολλά διμερή προβλήματα, οι χώρες των Βαλκανίων γίνονται εθελοντικά όργανα μεγάλων ξένων δυνάμεων. Αυτό δεν προοιωνίζεται τίποτα καλό. Αρκεί να θυμηθούμε πως η παρέμβαση των Γερμανών, των Αυστριακών, των Ούγγρων, των Αμερικανών και των υπολοίπων οδήγησε στην έξαρση των παθών που προϋπήρχαν στη Γιουγκοσλαβία και οδήγησαν στον τραγικό διαμελισμό της τη δεκαετία του ’90, έναν διαμελισμό που συνεχίζεται και σήμερα.

Μέσα σε αυτό το αρνητικό πλαίσιο όμως υπάρχουν και ορισμένες εξελίξεις που ανοίγουν νέες δυνατότητες για την ελληνική εξωτερική πολιτική σε θέματα που μας ενδιαφέρουν ιδιαίτερα.

Οι σχέσεις της Βουλγαρίας με την ΠΓΔΜ, για παράδειγμα, περνούν φάση πρωτοφανούς έντασης. Μερικές εκατοντάδες βούλγαροι πολίτες που διατηρούν στενές σχέσεις με τα Σκόπια αποπειράθηκαν να ιδρύσουν κόμμα το οποίο πραγματικό σκοπό έχει την… απόσπαση των περιορισμένων μακεδονικών εκτάσεων της Βουλγαρίας, την αποκαλούμενη “Μακεδονία του Πιρίν”, και την προσάρτησή της στην ΠΓΔΜ!

Τα βουλγαρικά δικαστήρια απαγόρευσαν την ίδρυση αυτού του κόμματος, αλλά οι φιλοσκοπιανοί βούλγαροι προσέφυγαν στο Δικαστήριο Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων του Συμβουλίου της Ευρώπης που τους δικαίωσε, ενώ και η Κομισιόν τείνει υπέρ τους! Οι Βούλγαροι έπαθαν σοκ καθώς δεν περίμεναν τέτοια στάση, και ξαφνικά συνειδητοποίησαν ότι ίσως η Ελλάδα δεν είναι και τόσο υπερβολική στις αντιδράσεις εναντίον της ακραίας εθνικιστικής προπαγάνδας και ορισμένων ενεργειών των Σκοπίων.

Αυτό τουλάχιστον υποδηλώνει η δήλωση του βούλγαρου υπουργού Εξωτερικών ότι η Σόφια ναι μεν είναι υπέρ της ένταξης της ΠΓΔΜ στο ΝΑΤΟ και στην ΕΕ, αλλά όχι χωρίς όρους και δεν θα ανεχθεί επιβουλές κατά του κράτους και της ιστορίας της Βουλγαρίας.

Ρουμανική στροφή

Εντυπωσιακή, επίσης, ήταν η στροφή στην εξωτερική πολιτική του Βουκουρεστίου σε ό,τι αφορά τις σχέσεις της Τουρκίας με την ΕΕ, σε συνάρτηση με τις υποχρεώσεις της Άγκυρας απέναντι στην Κύπρο. Ενώ η φιλοτουρκική στάση της Ρουμανίας είναι παραδοσιακή, ο ρουμάνος πρόεδρος Τραϊάν Μπασέσκου, στην κοινή συνέντευξη που έδωσε με τον Κάρολο Παπούλια στο Βουκουρέστι, υποστήριξε ότι “σαφώς η Τουρκία έχει το δικαίωμα να προσδοκά την ένταξή της στην ΕΕ”, αλλά “όταν θα έχει εκπληρώσει όλα τα κριτήρια της ΕΕ”, μια θέση δηλαδή ανάλογη με εκείνη της κυβέρνησης Καραμανλή. Πρόσθεσε μάλιστα ρητά ότι η Άγκυρα πρέπει να εκπληρώσει και τις υποχρεώσεις της απέναντι στην Κύπρο και τόνισε ότι είναι “αδιανόητο” να υπάρχει χώρα-μέλος της ΕΕ που θα απαγορεύει την προσέγγιση στα λιμάνια της των πλοίων άλλης χώρας-μέλους.

Αυτή η ισορροπημένη ρουμανική θέση αποτελεί σαφώς θετική εξέλιξη για την Αθήνα και τη Λευκωσία και αποτελεί καινούργιο φαινόμενο, απόρροια του ανταγωνισμού που έχει αρχίσει να αναπτύσσεται ανάμεσα στο Βουκουρέστι και στην Άγκυρα ως προς το ποια πρωτεύουσα από τις δύο θα έχει το πάνω χέρι στη Μαύρη Θάλασσα ως εκπρόσωπος του ΝΑΤΟ, των ΗΠΑ και της ΕΕ στα αποκαλούμενα θέματα “ασφάλειας”.

Υπάρχει ακόμη χρόνος

Η Αθήνα πρέπει να ξυπνήσει. Από τη μια πρέπει να συνειδητοποιήσει ότι οι βαλκανικές χώρες χειραφετούνται και με νέα αυτοπεποίθηση αναζητούν καινούργιες συμμαχίες, συχνά με πνεύμα αλαζονείας, πράγμα που σημαίνει ότι η όποια ελληνική επιρροή σ’ αυτές που υπήρχε μέχρι τώρα απειλείται με υποχώρηση.

Από την άλλη, εμφανίζονται νέες δυνατότητες. Οι αντιθέσεις Σόφιας – Σκοπίων ή Βουκουρεστίου – Άγκυρας που προαναφέρθηκαν και φυσικά δεν είναι οι μόνες αποτελούν πειστική ένδειξη ότι αν δουλέψουν οι αρμόδιοι και αν ασχοληθούν σοβαρά με αυτά και οι πολιτικές δυνάμεις, υπάρχουν περιθώρια προσαρμογής στις νέες συνθήκες και αξιοποίησής τους προς όφελος της χώρας.

Χρόνος σαφώς και υπάρχει ακόμη. Το ζήτημα είναι αν υπάρχουν οι άνθρωποι που θα κάνουν σοβαρά αυτή τη δουλειά.


Σχολιάστε εδώ