Παραγωγικότης: άγνωστη στα ελληνικά ΑΕΙ
Πρόσφατα, η υπουργός (Α)παιδείας κ. Γιαννάκου υπεσχέθη στην σύνοδο των πρυτάνεων «περισσότερα χρήματα και μεγαλύτερη αυτονομία των ΑΕΙ». Όπερ σημαίνει μια «λευκή επιταγή» του… φορολογουμένου να την διαχειρίζεται ανεξέλεγκτα η πανεπιστημιακή κοινότης, χωρίς μέτρησι της παραγωγικότητός της.
Οιοσδήποτε όμως γνωρίζων τα κακώς κείμενα στα ελληνικά ΑΕΙ είναι ενήμερος της ανάγκης περιορισμού της σπατάλης των δημοσίων πόρων, της κακοδιαχειρίσεως της πανεπιστημιακής περιουσίας και της αυξανομένης παραγωγής αγραμμάτων πτυχιούχων.
Οι γονείς, οι φοιτητές και οι εργοδότες έχουν πλήρη συνείδησι του τι συμβαίνει στον «ελεφάντινον πύργο» των ΑΕΙ: Το κόστος της ανωτάτης εκπαιδεύσεως αυξάνεται ταχύτερον παντός άλλου στην οικονομίαν, ο χρόνος σπουδών χάνεται χωρίς απόκτησι συγχρόνων γνώσεων και το προϊόν των πανεπιστημίων είναι τελείως ακατάλληλο να το εμπιστευθής «στη δουλειά σου», εάν προηγουμένως δεν το επανεκπαιδεύσεις, γεγονός που επαυξάνει το κόστος της ελληνικής παραγωγής.
Το βάρος της (Α)παιδείας έχει καταστή δυσβάστακτο διά την ελληνική οικογένεια, χωρίς να διαφαίνεται ελπίς διασπάσεως του φαύλου κύκλου. Άμεσα ή έμμεσα υπολογίζεται εις 3 δισ. ευρώ και συνεχώς αυξάνεται, χωρίς ποιοτικόν αποτέλεσμα. Οι άνεργοι πτυχιούχοι πληθαίνουν και η λαϊκή δυσφορία για το «κόστος της παιδείας» διευρύνεται.
Κι όμως, το κόστος των ΑΕΙ θα ημπορούσε να μειωθή εάν η «ποιότης» του προϊόντος των, δηλαδή των αποφοίτων, εβελτιούτο. Τούτο σημαίνει ουσιαστικές αλλαγές στον τρόπο λειτουργίας των ΑΕΙ, που δεν περιορίζονται στα αυτονόητα, ως το ανίατο «άσυλο» που ανεκάλυψεν οψίμως ο κ. Θ. Πάγκαλος, αφού προηγουμένως συνέβαλε κι αυτός στην απώλεια μιάς ολοκλήρου γενεάς.
Μεταξύ των ριζοσπαστικών αλλαγών που προτείνονται στις ΗΠΑ (*) χάριν αυξήσεως της ποιότητος των ΑΕΙ -που πάντως είναι συγκριτικά υψηλή- περιλαμβάνονται:
1. Αύξησι των εισαγωγικών κριτηρίων, που ν’ αποτρέπει την είσοδο στα πανεπιστήμια όσων δεν ενδιαφέρονται διά την μάθησιν, εμποδίζοντας τους επιθυμούντες ένα γρήγορο και «καλό» πτυχίον.
2. Αξιολόγησι του ακαδημαϊκού προσωπικού και της διδακτέας ύλης από ανεξαρτήτους εκτιμητάς.
3. Έμφασι στην αυστηρή διδασκαλία υπό του ακαδημαϊκού προσωπικού και εγκατάλειψι του λεγομένου «ερευνητικού έργου» (προγράμματα της ΕΕ και έτερα ηχηρά παρόμοια, παρ’ ημίν).
4. Συνεχής παρουσία των καθηγητών στις παραδόσεις και ανελλιπής συμμετοχή των φοιτητών στα μαθήματα και στις ασκήσεις.
5. Ενθάρρυνσι του θεσμού των πανεπιστημιακών βιβλιοθηκών, ει δυνατόν με εκχώρησι των υπηρεσιών στην ιδιωτική πρωτοβουλία, με κάλυψι του κόστους των από φοιτητικά κουπόνια. Ο ανταγωνισμός των σπουδαστικών βιβλιοθηκών θα μειώσει το κόστος και τα κουπόνια θα εξασφαλίζουν στους φοιτητές ανεκτό κόστος χρήσεως της βιβλιοθήκης.
6. Αποκέντρωσι των διοικητικών υπηρεσιών των ΑΕΙ και ανάθεσι μέρους των καθηκόντων των εις εκάστη σχολήν του πανεπιστημίου.
7. Περιορισμοί της μονιμότητος του διδακτικού προσωπικού. Οι διδάσκοντες βαθμολογούνται από την αξιολόγησι και τους φοιτητές. Εάν επί δύο συναπτά έτη κρίνονται «δι’ ανεπαρκή διδασκαλία» χάνουν την καθηγεσία δι’ ένα έτος. Στην τρίτη επανάληψι εκπίπτουν της θέσεως τακτικού καθηγητού και κηρύσσεται η έδρα «χηρεύουσα».
8. Τέλος, αλλ’ όχι άνευ σημασίας, θεωρείται η ανάπτυξι κάποιας μορφής ανταγωνισμού μεταξύ των ΑΕΙ, οπότε το κόστος θα περιορισθή και η παραγωγικότης θ’ αυξηθή. Η εκπαίδευσι περισσοτέρων φοιτητών, χωρίς άνοδο του κόστους λειτουργίας των ΑΕΙ, σημαίνει αύξησι της αποδοτικότητός των. Η ικανοποίησι των απαιτήσεων των γονέων, των φοιτητών και των εργοδοτών συνιστά την αποτελεσματικότητα των ΑΕΙ.
Εις τελικήν ανάλυσι, η παραγωγικότης των σχολών ημπορεί να μετρηθή με την «ποιότητα» των αποφοίτων, εν σχέσει με το κόστος των ΑΕΙ για τον φορολογούμενον στην περίπτωσι των κρατικών πανεπιστημίων ή με τα δίδακτρα για τους γονείς/φοιτητές στην εκδοχή των «ιδιωτικών πανεπιστημίων». (Προσοχή, να μην επαναληφθή το λάθος της «ιδιωτικής» -idiot!- τηλεόρασης.)
Πολέμιοι της παραγωγικής παιδείας θα οχυρωθούν πίσω από την δυσκολία εξευρέσεως της «ποιότητος» των σπουδών. Οι καθηγητές όμως της μέσης εκπαιδεύσεως ξέρουν την «ποιότητα» των αποφοίτων του δημοτικού σχολείου και οι διδάσκοντες στα ΑΕΙ/ΤΕΙ γνωρίζουν περί της «ποιότητος» των αποφοίτων του γυμνασίου/λυκείου…
Κατά τον ίδιον τρόπον, ο μέσος μισθός που επιτυγχάνει ο απόφοιτος των ΑΕΙ/ΤΕΙ στην αγορά εργασίας είτε, αντιστρόφως, ο χρόνος παραμονής του στην ανεργία, αποτελούν δείκτη της καλής ή κακής «ποιότητός» του. Εάν η ανεργία των αποφοίτων εξαρτάται και από συγκυριακούς παράγοντες της οικονομίας, τότε η «ποιότης» μιάς σχολής θα προέκυπτε από την μείωσι του κόστους λειτουργίας της. Δεν επιτρέπεται ν’ αυξάνονται οι δαπάνες για την (Α)παιδεία στο 5% του Ακαθάριστου Εθνικού Εισοδήματος και το εθνικό προϊόν να μένει στάσιμον, ως εν Ελλάδι, όπως διαπιστώνει στην τελευταία του έκθεσιν ο διοικητής της «ΕυρωΤραπέζης της Ελλάδος» κ. Νίκος Γκαργκάνας. Ασφαλώς «κάτι σάπιο υπάρχει στο εκπαιδευτικό μας σύστημα» ώστε να υποχωρεί συνεχώς η παραγωγικότητα και η ανταγωνιστικότητα της οικονομίας. Συνεπώς, όλη η συζήτησι διά το άρθρο 16 του Συντάγματος μετατοπίζεται: Δεν θέλει τροποποίησι αλλά μάλλον ξήλωμα το άρθρο αυτό.
Δυστυχώς όμως η τροποποίησι του Συντάγματος απαιτεί πλέον 180 ομοφρονούντας βουλευτάς στην επομένην, αναθεωρητική Βουλή -όπερ απίθανον, αν όχι αδύνατον να εξασφαλισθή με την προϊούσα φθορά της κυβερνήσεως Καραμανλή και την απαξίωσι του ΠΑΣΟΚ.
Ιδού το ακούσιον «λάθος» της ακαίρου προτάσεως δυσπιστίας υπό του προέδρου του ΠΑΣΟΚ κ. Γ. Παπανδρέου, εάν η πρότασι αυτή δεν υπήρξε βεβαίως προϊόν συμπαιγνίας των δύο κομμάτων εξουσίας – διά να συγκυβερνήσουν προσεχώς.
(*) Βλ.σχ. «Stop paying More for Less». Federal Reserve Βank of Saint Louis, Ιανουάριος 2006.