ΑΝΤΙΝΟΜΙΑ: ΑΥΞΗΣΗ ΤΟΥ ΑΕΠ και ταυτόχρονα και αύξηση της φτώχειας!
Στις μέρες μας, όπου κυριαρχεί η παγκοσμιοποιημένη αγοραία οικονομία, παρουσιάζεται το αντιφατικό φαινόμενο το ΑΕΠ να αυξάνεται με ικανοποιητικούς ρυθμούς και τα κράτη και οι λαοί να πτωχεύουν. Τα κράτη χάνουν την περιουσία τους και αυξάνονται τα χρέη τους και οι λαοί σπρώχνονται στη φτώχεια και στον δανεισμό. Και το ερώτημα είναι: πού πηγαίνει αυτή η κάθε χρόνο αύξηση του πλούτου; Αυτοί που απομυζούν την αύξηση του πλούτου των εθνών είναι φυσικά γνωστοί στους λαούς. Όπως γνωστή είναι και η προσπάθεια κάθε κυβέρνησης να κατευθύνει τον πλούτο στα θησαυροφυλάκια ορισμένων ισχυρών οικονομικών παραγόντων, φυσικά με το αζημίωτο! Βέβαια η φτώχεια πάντα υπήρχε, αλλά και οι παραγωγικές δυνατότητες των διαφόρων οικονομιών ήταν σαφώς περιορισμένες και οι αυξήσεις του ΑΕΠ ελάχιστες. Σήμερα οι παραγωγικές δυνατότητες ακόμη και των μικρών κρατών με ασθενή οικονομία έχουν πολλαπλασιαστεί σημαντικά, ταυτόχρονα όμως έχει πολλαπλασιαστεί και η φτώχεια κρατών (δημόσιο χρέος) και λαών. Αυτή είναι η σκοτεινή πλευρά της παγκοσμιοποίησης. Η σκοτεινή πλευρά του φεγγαριού που οι θιασώτες και οι θαυμαστές της παγκοσμιοποίησης προτιμούν να την αποσιωπούν.
Από δημοσιευθέντα στοιχεία της Κομισιόν και της Eurostat καταρτίσαμε τους παρακάτω τρεις (3) πίνακες με τις σχετικές εξελίξεις της τελευταίας εικοσιπενταετίας (1980-2004), που μας δείχνουν την πορεία του ΑΕΠ και της φτώχειας σε πέντε κράτη της ευρωζώνης. Ξεχωρίσαμε δύο ισχυρές οικονομίες (Γερμανίας-Γαλλίας), μια οικονομία μεσαίας δυναμικότητας (Ισπανίας) και δύο οικονομίες μικρών κρατών περιορισμένης παραγωγικής δραστηριότητας (Ελλάδας – Φινλανδίας). Το συμπέρασμα είναι ότι η αύξηση του ΑΕΠ με την ταυτόχρονη άνοδο της φτώχειας του κράτους και του λαού εμφανίζεται και στις πέντε αυτές οικονομίες με διαφορετική φυσικά ένταση. Αυτό σημαίνει ότι το φαινόμενο αυτό ανήκει στον «ενάρετο κύκλο» των αποτελεσμάτων της νεοφιλελεύθερης παγκοσμιοποιημένης οικονομίας της αγοράς. Δεν είναι τυχαίο ότι και οικονομίες έξω από την UN (ευρωζώνη) και την ΕΕ εμφανίζουν παρόμοιο φαινόμενο, όταν είναι εντεταγμένες στο νεοφιλελεύθερο σύστημα της ανοιχτής οικονομίας της αγοράς. Και οι ηγέτες των κρατών, παραβλέποντας την αύξηση της φτώχειας του δημόσιου κορβανά και του λαού, προβάλλουν σαν τη μέγιστη επιτυχία της οικονομικής πολιτικής την αύξηση του ΑΕΠ και δεν υπολογίζουν πόσο μειώθηκε η δημόσια περιουσία από τις αποκρατικοποιήσεις, πόσο αυξήθηκε το δημόσιο χρέος σε ονομαστικό ύψος και σαν ποσοστό του ΑΕΠ και πόσο ποσοστό ανεργίας παρουσιάζει η οικονομία τους και σε ποιο ύψος βρίσκονται χρέη των νοικοκυριών στις τράπεζες από τα κάθε είδους δάνεια που έχουν συνάψει.
Πριν ασχοληθούμε με τα δικά μας, ας δούμε τις εξελίξεις στη Γαλλία και στη Φινλανδία. Η Γερμανία δεν προσφέρεται για συγκρίσεις, καθώς μέχρι το 1991 ήταν χωρισμένη σε δυτική και ανατολική (δύο ανεξάρτητα γερμανικά κράτη με εντελώς διαφορετικά οικονομικά συστήματα). Όπως προκύπτει από τους πίνακες που παραθέτουμε, στη Γαλλία το 1980 το ΑΕΠ έφτασε στα 496 δισ. ευρώ και το 2004 στα 1.648 δισ., δηλαδή μέσα στα 25 αυτά χρόνια το ΑΕΠ υπερτριπλασιάστηκε. Το δημόσιο χρέος της Γαλλίας το 1980 βρισκόταν στο 30,9% του ΑΕΠ, δηλαδή γύρω στα 150 δισ. ευρώ και το 2004 έφτασε στο 74,7% του ΑΕΠ, δηλαδή περίπου στα 1.230 δισ. ευρώ. Η ανεργία στη Γαλλία το 1980 ήταν στο 6,2% του εργατικού δυναμικού και το 2004 αυξήθηκε στο 10%. Τα χρέη των νοικοκυριών έφτασαν στο 105% του ΑΕΠ από τα πάσης φύσεως δάνεια (στεγαστικά, καταναλωτικά, κάρτες κ.λπ.). Το ποσοστό της φτώχειας, χωρίς στατιστική επιμέτρηση το 1980 και συνεπώς άγνωστο, σήμερα βρίσκεται στο 16% του συνολικού πληθυσμού. Εξάλλου στην περιορισμένης δυναμικότητας Φινλανδία, το ΑΕΠ το 1980 (πριν ενταχθεί στην ΕΕ) ήταν 37,7% δισ. ευρώ και το 2004 υπερπλασιάστηκε και έφτασε στα 149,7 δισ. ευρώ. Η ανεργία στη Φινλανδία
από 4,7% το 1980 έφτασε στο 8,9% το 2004, δηλαδή περίπου διπλασιάστηκε. Το φαινόμενο της αύξησης της ανεργίας εδώ παρουσιάζεται εντονότερο από αυτό της Γαλλίας. Το ίδιο ισχύει και για το δημόσιο χρέος της Φινλανδίας. Από 14,1% του ΑΕΠ το 1980 έφτασε στο 52,5% το 2004, δηλαδή από 5 δισ. ευρώ ανέβηκε στα 80 περίπου δισ. το διάστημα 1980-2004. Τα χρέη των νοικοκυριών ανύπαρκτα το 1980 φτάνουν σήμερα στο 35% του ΑΕΠ και το ποσοστό της φτώχειας στο 11%.
Και τώρα στα καθ’ ημάς. Γνωστά αλλά ας τα ξαναθυμηθούμε με βάση τα στοιχεία των παρακάτω πινάκων. Χωρίς φυσικά την πρόσφατη προς τα πάνω αναπροσαρμογή του ΑΕΠ και χωρίς τις όποιες αμφισβητήσεις, καθόσον αφορά το πραγματικό ύψος του δημοσίου χρέους. Οι εξελίξεις στην ελληνική οικονομία είναι φυσικά γνωστές, όμως καλό είναι να θυμηθούμε:
α)Την αναπτυξιακή καθυστέρηση που παρατηρήθηκε τα τελευταία χρόνια της δεκαετίας του ’80 και τα επόμενα πρώτα χρόνια της δεκαετίας ’90 (1988-1993), που ήταν το αποτέλεσμα της ανώμαλης πολιτικής κατάστασης που προκάλεσαν για δεύτερη φορά οι γνωστοί κύκλοι (αποστασία-πολιτικές δίκες). Θυμίζουμε ότι στο τέλος του 1987 το δημόσιο χρέος της Ελλάδος έφτανε στο 62,2% του ΑΕΠ (ή στα 4.687 δισ. δραχμές) και στο τέλος του 1993 έφτασε στο 111,6% του ΑΕΠ (ή στα 23.593 δισ. δραχμές). Η ανεργία το 1988 ήταν 7,7%, το 1990 κατέβηκε στο 7% για να φουντώσει και πάλι και να φτάσει στο τέλος του 1993 στο 9,7%. Το ΑΕΠ στη δεκαετία 1980-1990 αυξήθηκε μόνο κατά 31 δισ. ευρώ, ενώ τη δεκαετία 1990-2000 παρουσίασε αύξηση κατά 57,01 δισ. ευρώ.
β)Η εξέλιξη του δημοσίου χρέους και της ανεργίας την περίοδο 1980-2004 υπήρξε η δυσμενέστερη απ’ όλα τα άλλα κράτη της ΕΕ. Ξεκινήσαμε με χρέος 22,9% του ΑΕΠ το 1980 και φτάσαμε στο 109,3% το 2004. Το 1980 είχαμε το χαμηλότερο από όλα τα κράτη ποσοστό ανεργίας (2,8%) και το 2004 φτάσαμε να έχουμε το υψηλότερο (11%), γι’ αυτό και η φτώχεια στην Ελλάδα έφτασε τώρα στο 20% του πληθυσμού της χώρας μας.
γ) Από την εξέταση της ανάπτυξης (αύξησης του ΑΕΠ) προκύπτει ότι την περίοδο 1980-2004 έχουμε συντελεστή αύξησης του ΑΕΠ 4,8, ενώ η Φινλανδία έχει συντελεστή 4, και η Ισπανία παρουσιάζει συντελεστή αύξησης 5,3.
Από τα στοιχεία των τριών πινάκων που παραθέτουμε προκύπτουν τα παρακάτω συμπεράσματα:
α)Η αύξηση του ΑΕΠ σε όλα τα κράτη (και όχι μόνο σε αυτά που παρουσιάζουν οι πίνακές μας) υπήρξε ικανοποιητική, με ρυθμούς αρκετά υψηλότερους άλλων εποχών. Αυτό είναι κυρίως αποτέλεσμα της ταχύτατης τεχνολογικής εξέλιξης στον παραγωγικό τομέα. Η ορμητική είσοδος της νέας τεχνολογίας στην παραγωγή αγαθών και υπηρεσιών θα ήταν αναπόφευκτη, ανεξάρτητα από την παγκοσμιοποίηση ή όχι της οικονομίας.
β)Είναι καθολικό φαινόμενο η αύξηση του χρέους των κρατών. Υψηλό δημόσιο χρέος απέκτησαν και κράτη που το 1980 είχαν πολύ χαμηλό, ανεπαίσθητο σχεδόν, δημόσιο χρέος. Ισχυρές οικονομίες, όπως για παράδειγμα η οικονομία της Γαλλίας, έχουν σήμερα δημόσιο χρέος απειλητικό. Αυτό πρέπει να αποδοθεί στη μεταφορά πόρων από τον δημόσιο τομέα στον ιδιωτικό (κατάργηση ή περιορισμός των εισαγωγικών επιβαρύνσεων, σημαντική μείωση της φορολογίας των επιχειρηματικών κερδών, αποστέρηση των κρατών από έσοδα επιχειρηματικής δραστηριότητας λόγω των αποκρατικοποιήσεων των ΔΕΚΟ κ.λπ.). Αυτή η μεταφορά πόρων στον ιδιωτικό τομέα δημιούργησε το φαινόμενο της αυξημένης κερδοφορίας των μεγάλων επιχειρήσεων και έφερε το φούντωμα της φτώχειας στα κράτη και στους λαούς. Το νεοφιλελεύθερο οικονομικό μοντέλο εμπόδισε τη διασπορά του πλούτου.
γ) Σε όλα τα κράτη παρουσιάζεται σημαντική αύξηση της ανεργίας, γεγονός που προκαλεί πρόσθετες κρατικές δαπάνες για την αντιμετώπισή της, ενώ φέρνει αύξηση της κερδοφορίας στις επιχειρήσεις που άλλοτε χαρακτηρίζονταν σαν «επιχειρήσεις έντασης εργασίας». Τώρα με την εισαγωγή της τεχνολογίας (εκσυγχρονισμός επιχειρήσεων) όλες σχεδόν οι παραγωγικές μονάδες είναι πλέον επιχειρήσεις έντασης κεφαλαίου. Απολαμβάνουν όλα τα οφέλη της τεχνολογικής εξέλιξης και τα βάρη τα μετακύλισαν στο κοινωνικό σύνολο (ανεργία και φτώχεια) και ειδικά στην κρατική φροντίδα.
Το τελικό συμπέρασμα είναι ότι η όλη δομή της νεοφιλελεύθερης οικονομίας ευνοεί την αύξηση του ΑΕΠ, όχι όμως και τη διασπορά της αύξησης στους λαούς. Ο πλούτος στους λίγους και η φτώχεια στους λαούς.