Ελλείμματα ασύμβατα με τις κοινωνικές διεκδικήσεις

Η υστέρησι της εθνικής παραγωγικότητος αναδεικνύεται ως η Αχίλλειος πτέρνα της ελληνικής οικονομίας, που αν συνεχισθή και το 2007 πιθανόν να επιφυλάσσει λίαν δυασάρεστες εκπλήσεις διά την κυβέρνησι και εν τελική αναλύσει διά το εισόδημα του ελληνικού λαού. Που θα πρέπει να μειωθή για να χαλιναγωγηθή η συνολική ζήτησι και το εμπορικόν έλλειμμα, το οποίον πέρυσι έφθασε τα 35 δισ. ευρώ ή τα 45,5 δισ. $ – όσον της Ινδίας με πληθυσμόν 900 εκατ. κατοίκων κι όχι 11 ως ο ιδικός μας.

Το ανησυχητικόν αυτό συμπέρασμα πηγάζει από την ανάλυσι του ισοζυγίου εξωτερικών συναλλαγών του περασμένου έτους εν συγκρίσει με το 2005. Το ισοζύγιον τρεχόντων λογαριασμών αυξήθη 72%, το εμπορικόν έλλειμμα 30% και οι εισαγωγές 25%. Αντίθετα, οι εξαγωγές αυξήθησαν μόνο 16%, το ισοζύγιο υπηρεσιών έμεινε σχεδόν αματάβλητο και ο εξωτερικός δανεισμός υπερέβη τα 21 δισ. ευρώ (ή τα 27,3 δισ. $). Μόνη θετική εξέλιξις ήταν οι καθαρές ξένες επενδύσεις στην ελληνική οικονομία, που αυξήθησαν 69%, στο ανεπαρκές ποσόν των 1,3 δισ. ευρώ. Αντιθέτως, οι ιδιωτικές επενδύσεις εις ομόλογα, μετοχάς και αμοιβαία κεφάλαια εμειώθησαν 28%, αλλά στο διόλου ευκαταφρόνητο ποσόν των 5,5 δισ. ευρώ, περίπου.

Στην πραγματικότητα η εικόνα της ελλειμματικότητος των εξωτερικών συναλλαγών της χώρας είναι ακόμη χειροτέρα, εάν αφαιρεθούν οι εισροές κεφαλαίων (δηλ. επιδοτήσεις) από τα ευρωπαϊκά ταμεία. Τότε το έλλειμμα υπολογίζεται εις 14% του ΑΕΠ, που αποτελεί παγκόσμιον ρεκόρ. Και ερωτάται: ως πότε μια περιθωριακή οικονομία ως η ελληνική ημπορεί να ζει ως παράσιτος ή πέραν των δυνάμεών της;

Το ερώτημα δεν είναι φιλολογικόν αλλά ουσιαστικό, συνδεόμενο με την παραγωγικότητα, την ανταγωνιστικότητα και με τις δεξιότητες του ελληνικού λαού, δηλαδή με το χαμηλό επίπεδον εκπαιδεύσεώς του διά το οποίον ευθύνονται τα πολιτικά κόμματα και η συντεχνία των καθηγητάδων.

Γράφει σχετικώς ένας αψευδής μάρτυς της ελληνικής καθυστερήσεως (*): «Οι εξελίξεις κατά το παρελθόν έτος (στο ισοζύγιο πληρωμών) όσες εκπτώσεις (sic) και αν γίνουν εν ονόματι της (αυξήσεως) της τιμής του πετρελαίου, υπογραμμίζουν, για μία ακόμη φορά, την σοβούσα κρίση στις εξωτερικές πληρωμές της χώρας και αναδεικνύουν το μέγεθος του ελλείμματος διεθνούς ανταγωνιστικότητος, που χαρακτηρίζει την εγχώρια παραγωγή. Η μακροπρόθεσμη πλέον προβληματικότητα του ισοζυγίου τρ. συναλλαγών συγκαλύπτεται (σ.σ.: μόνον από την κυβέρνησι;) σε μεγάλο βαθμό από τις εισροές των κοινοτικών πόρων στην χώρα μας, οι οποίες είναι της τάξεως των 3-4 δισ. ευρώ ετησίως. Τα κονδύλια αυτά… αναστέλλουν την εκδήλωσι της κρίσεως (στο εξωτερικόν [αν]ισοζύγιον) διά ʽʽευθετώτερο χρόνοʼʼ (σ.σ.: τα εισαγωγικά του κειμένου). Είναι τραγικό γεγονός ότι διανύουμε ήδη την τρίτη δεκαετία του ʽʽθεσμούʼʼ (σ.σ.: ομοίως) των πλουσιοπαρόχως εισρεόντων στην χώρα μας αναπτυξιακών, κοινοτικών πόρων, χωρίς δείγματα – εμφανή τουλάχιστον- βελτιώσεως της διεθνούς ανταγωνιστικότητος της οικονομίας, η οποία συνεχώς διολισθαίνει και αποτελεί συστηματικώς ουραγόν στην ΕΕ, με παράλληλη χειροτέρευση στην σχετική διεθνή κατάσταση της ανταγωνιστικότητος… η οποία (εν τελική αναλύσει) συνιστά την λυδία λίθο ανυψώσεως του βιοτικού επιπέδου του πληθυσμού της χώρας και, σε μακροπρόθεσμη προοπτική, της απασχολήσεως (με παράλληλη μείωσι) της ανεργίας. Το εμφανώς συμβαίνον (εκ των εισροών της ΕΕ) είναι να ευνοείται δραματικά και δη ασυμμέτρως, η καταναλωτική λειτουργία, η οποία και εξ άλλων λόγων ωθείται σε παροξυσμό, με επιπτώσεις στο ισοζύγιο πληρωμών αλλά και στην ομαλή οικονομική πορεία της χώρας». Ιδού πού μας οδηγούν οι συντεχνίες στρατειών σιτιζομένων από τον δημόσιον κορβανά, χωρίς αντίστοιχη συνεισφορά στο εθνικό προϊόν, τις οποίες θωπεύουν και συντηρούν τα κόμματα εξουσίας, ου μην αλλά και η αριστερά συγχορδία. Γράφει σχετικώς το ΙΤΕΠ στην τελευταία του έκθεσι:

«Η εποχή των επιτεύξιμων διεκδικήσεων και εκβιασμών της οικονομίας από ομάδες συμφερόντων είναι παρωχημένη. Η καλπάζουσα παγκοσμιοποίηση, συμπορευομένη με την απελευθέρωση των αγορών και η ανάδειξη νέων οικονομικών δυνάμεων με κοστολογικές δυνατότητες, συντηρήσεως επί μακρό χρόνον ανταγωνιστικού πλεονεκτήματος (σ.σ.: Κίνα, Ινδία, Ιαπωνία, Ν. Κορέα κ.λπ.) δεν αφήνουν περιθώρια σε χώρες όπως η Ελλάδα, με σοβαρή καθυστέρηση προσαρμογών σε νέες συνθήκες, για άσκηση πολιτικής παροχών, αποκομμένων από την παραγωγικότητα και το εθνικό καθήκον στηρίξεως της μακροπρόθεσμης διατηρησιμότητας της οικονομικής προόδου». Και καταλήγει το ΙΤΕΠ στην τελευταία του έκθεσι διά την οικονομία: «Κατά τις τελευταίες δύο τρεις δεκαετίες καλλιεργήθηκε και ριζώθηκε στην ελληνική κοινωνία πνεύμα ραστώνης, το οποίον φέρει μεγάλη ευθύνη (της επιδεινώσεως των εξωτερικών συναλλαγών), η οποία δεν είναι τόσον εύκολα αναστρέψιμη όσον συνήθως θεωρείται και διοχετεύεται στους στόχους της (κυβερνητικής) πολιτικής. Είναι μεγάλες οι αντιστάσεις της ελληνικής κοινωνίας στην οικονομική πρόοδο που στηρίζεται στον μόχθο, στην αυτενέργεια και στην προσαρμογή της ικανοποιήσεως καταναλωτικών αγαθών στις πραγματικές δυνατότητες της οικονομίας. Η μη συνειδητοποίηση της αναπτυξιακής σημασίας μιας τέτοιας συμπεριφοράς έχει εγκαταστήσει στην κοινωνία μας έναν φαύλο κύκλο δανεισμού -υπερκαταναλώσεως – έντονης προεξοφλήσεως του μέλλοντος – συσσωρεύσεως υπερόγκου εξωτερικού χρέους και κοινωνικών διεκδικήσεων, αποκομμένων από τις πραγματικές δυνατότητες της οικονομίας, που με μαθηματική ακρίβεια οδηγούν σε αδιέξοδο.»

www.ccollmer.com

(*) Βλ. σχ. δευτέρα έκθεσι του Ινστιτούτου Τουριστικών Ερευνών Προβλέψεων. Ιανουάριος 2007


Σχολιάστε εδώ