Οικουμενικό Πατριαρχείο και Εκκλησία της Ελλάδος

Είναι φανερό, ακόμη και σε έναν μη ειδικό στα εκκλησιαστικά θέματα, ότι κάτι δεν πάει καλά στις σχέσεις Οικουμενικού Πατριαρχείου και Εκκλησίας της Ελλάδος. Το θέμα παρουσιάζεται από πολλούς ως συνδεόμενο με τους εκκλησιαστικούς κανόνες και ως ανταγωνισμός προσώπων. Για το τελευταίο επιρρίπτονται μάλιστα ευθύνες, κατά το πλείστον, στον Αρχιεπίσκοπο της Εκκλησίας της Ελλάδος, στο πλαίσιο της γενικότερης πολεμικής που ασκεί εναντίον του μερίδα των ΜΜΕ.

Δυστυχώς, το πρόβλημα είναι πολύ μεγαλύτερο και βαθύτερο. Αφορά το αυτοκέφαλον και την ανεξαρτησία δράσεως της Εκκλησίας της Ελλάδος και έλλειμμα πολιτικής και εθνικής στρατηγικής. Το έλλειμμα αυτό δεν είναι άσχετο με τις «νέες» τάσεις και πολιτικές που δρομολογήθηκαν μετά το 1996 από την κυβέρνηση Σημίτη και εκφράστηκαν σε πρώτη φάση στον εκκλησιαστικό χώρο με τον πόλεμο των ταυτοτήτων.

Η κυβέρνηση αναζήτησε τότε εκκλησιαστικό και ιδεολογικό έρεισμα και αντίβαρο στον Αρχιεπίσκοπο της Ελλάδος, όπως επίσης εναλλακτικό πρότυπο σχέσεων κράτους και Εκκλησίας στο πρόσωπο του Οικουμενικού Πατριάρχη. Ο τελευταίος, για προφανείς λόγους, υποστήριξε ενθέρμως τη «νέα» πολιτική ελληνοτουρκικής φιλίας, που έχει ως άξονα την υποστήριξη της ενταξιακής πορείας της Τουρκίας, χωρίς προηγούμενη λύση των υπαρχόντων προβλημάτων.

Η Εκκλησία της Ελλάδος αντιμετώπισε, αντιθέτως, με πολύ μεγάλη επιφύλαξη και καχυποψία το τρίπτυχον της νέας «εκσυγχρονιστικής» πολιτικής, που αφορούσε αντιστοίχως:

• Την υποστήριξη, χωρίς προαπαιτούμενα, της ενταξιακής προοπτικής της Άγκυρας.
• Τη συγκεκριμένη κυβερνητική πολιτική πάνω στα επιμέρους εθνικά θέματα (Αιγαίο, Κύπρος, Μακεδονικό).
• Την προώθηση της λεγόμενης «πολυπολιτισμικής» πολιτικής σε συνδυασμό με τον διαχωρισμό Εκκλησίας και κράτους.

Ο ανταγωνισμός μεταξύ Οικουμενικού Πατριαρχείου και Εκκλησίας της Ελλάδος ενθαρρύνθηκε εκ των πραγμάτων από την πολιτική της
κυβερνήσεως Σημίτη

Είναι προφανές λοιπόν ότι η νέα πολιτική που υιοθέτησε η ελληνική κυβέρνηση στις ελληνοτουρκικές σχέσεις έναντι της Εκκλησίας της Ελλάδος ενθάρρυνε εκ των πραγμάτων το Οικουμενικό Πατριαρχείο να παρέμβει πιο ενεργά στα εκκλησιαστικά πράγματα της Ελλάδος. Συγκεκριμένα, άρχισε να αναπτύσσει σχέσεις με τους αντιπολιτευόμενους τον Αρχιεπίσκοπο Μητροπολίτες και επανέφερε στο προσκήνιο παλαιούς Τόμους, τίτλους και περγαμηνές σχετικά με τα δικαιώματα του Πατριαρχείου.

Η αναζωπύρωση της διεκδικήσεως από το Πατριαρχείο των δικαιωμάτων του σε Μητροπόλεις των λεγομένων Νέων Χωρών (ολόκληρης δηλαδή της Βορείου Ελλάδος πάνω από τον Πηνειό) προβλήθηκε σε συνδυασμό με την προοπτική της εντάξεως της Τουρκίας στην ΕΕ. Υποστηρίζεται συγκεκριμένα ότι στη βάση της προοπτικής αυτής το Οικουμενικό Πατριαρχείο μπορεί και πρέπει τώρα να αναλάβει το ίδιο, όχι μόνο κατά τύπον αλλά και κατ’ ουσίαν, τα δικαιώματα που έχει επί των Νέων Χωρών, τα οποία είχαν στο παρελθόν ανατεθεί «επιτροπικώς» στην Εκκλησία της Ελλάδος.

Έτσι οι δύο κορυφαίοι πόλοι της ελληνικής ορθοδοξίας, οι οποίοι έχουν διαφορετικούς και διακριτούς ρόλους, αντί να εναρμονίζονται και να συντονίζονται μεταξύ τους, οδηγούνται σε αντιπαλότητα και ανταγωνισμό. Το κρίσιμο και απόλυτης προτεραιότητας θέμα της ελεύθερης και ανεξάρτητης λειτουργίας του Πατριαρχείου υποβαθμίζεται και παραπέμπεται, όπως άλλωστε και τα άλλα εθνικά θέματα, στην ευρωπαϊκή προοπτική της Τουρκίας!

Το θέμα όμως της υφέρπουσας διαμάχης μεταξύ του Οικουμενικού Πατριαρχείου και της Εκκλησίας της Ελλάδος, που εκδηλώνεται κάθε τόσο με κρίσεις για επιμέρους θέματα, δεν είναι καθόλου μικρό. Αφορά:

• Την ενότητα, την αυτονομία και την ελευθερία δράσεως της Εκκλησίας της Ελλάδος και τον ρόλο που αυτή διαδραματίζει στην εθνική ζωή, στην Ορθοδοξία και στον διεθνή διορθόδοξο, διαχριστιανικό και διαθρησκευτικό διάλογο.

• Την επιβίωση, την ανεξαρτησία και τον εθνικό και διεθνή ρόλο του Οικουμενικού Πατριαρχείου.

• Τον εθνικό ρόλο της Εκκλησίας στον Απόδημο Ελληνισμό.

Το αυτοκέφαλον της Εκκλησίας της Ελλάδος

Το αυτοκέφαλον της ελληνικής Εκκλησίας από το Οικουμενικό Πατριαρχείο δεν το επεζήτησε η Εκκλησία. Το επέβαλε η Πολιτεία. Η τελευταία το έκανε με κριτήρια πολιτικά, λαμβάνοντας υπ’ όψιν την επιρροή και τον έλεγχο που ασκούσε η οθωμανική εξουσία πάνω στο υπόδουλο Πατριαρχείο. Σημειωτέον αυτό έγινε όταν υπήρχαν ακόμη στην οθωμανική αυτοκρατορία και στην έδρα του Πατριαρχείου στην Κωνσταντινούπολη μεγάλοι ελληνικοί πληθυσμοί.

Η ανεξαρτητοποίηση της Εκκλησίας της Ελλάδος έγινε τελικά δεκτή από το Πατριαρχείο με την επιφύλαξη μιας κρυπτικής φράσεως «άχρι καιρού» (μέχρι δηλαδή το τέλος της εκκρεμότητας του εθνικού θέματος. Με άλλα λόγια την απελευθέρωση των άλλων Ελλήνων που ήταν ακόμη υπόδουλοι).

Η κατάσταση άλλαξε δραματικά μετά την καταστροφή του 1922. Το Πατριαρχείο έχασε το ποίμνιό του στη Μικρά Ασία και την Ανατολική Θράκη. Το ίδιο, άλλωστε, κινδύνευσε να εκδιωχθεί από την Κωνσταντινούπολη. Παρέμεινε μετά από μεγάλες διεθνείς πιέσεις στην τουρκική πλευρά, με την προβολή κυρίως του επιχειρήματος ότι ενδεχόμενη απομάκρυνση του Πατριαρχείου από την Κωνσταντινούπολη θα έδινε την πρωτοκαθεδρία στην Ορθοδοξία στο Πατριαρχείο της Μόσχας, παρά το κομμουνιστικό καθεστώς που φαινόταν να εδραιώνεται εκεί. Το ποίμνιο του Πατριαρχείου συρρικνώθηκε στον Ελληνισμό της Κωνσταντινούπολης, της Ίμβρου και της Τενέδου που «κατοχυρώθηκε», υποτίθεται, να παραμείνει στις πανάρχαιες εστίες του με τη Συνθήκη της Λωζάννης, σε σχέση πολιτικής και αριθμητικής ισορροπίας με τη μουσουλμανική μειονότητα της δυτικής Θράκης. Είναι γνωστό όμως τι έγινε. Ακόμη και ο Ελληνισμός αυτός, μέσα από μια συστηματική πολιτική πιέσεων και διωγμών, οδηγήθηκε σταδιακά σε αφανισμό:

• Με τον περίφημο φόρο «βαρλίκ» κατά τη διάρκεια του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου.
• Με το πογκρόμ κατά των Ελλήνων της Κωνσταντινουπόλεως το 1955.
• Με τις μαζικές απελάσεις της δεκαετίας του 1960.

Το Πατριαρχείο έμεινε με τα λείψανα του άλλοτε ακμαίου Ελληνισμού. Η κατάσταση αυτή, σε συνδυασμό με το αυστηρότατο και ανελεύθερο πλαίσιο λειτουργίας που θέτουν οι τουρκικές αρχές, κατέστησε προβληματική την ίδια την επιβίωση του Οικουμενικού Πατριαρχείου. Συγκεκριμένα, οι τουρκικές αρχές:

• Δεν αναγνωρίζουν το Πατριαρχείο ως Οικουμενικό αλλά μόνο ως εκκλησία των «Ρωμιών της Πόλης».
• Δεν επιτρέπουν σε έναν ιεράρχη του Πατριαρχείου που δεν είναι κάτοικος της Τουρκίας και δεν έχει την τουρκική υπηκοότητα να γίνει Πατριάρχης.
• Διατηρούν το δικαίωμα να διαγράψουν από το πινάκιο των υποψηφίων Πατριαρχών όποιον υποψήφιο δεν εγκρίνουν.
• Παραβιάζουν τα δικαιώματα του Πατριαρχείου ακόμη και σε ό,τι αφορά την περιουσία του και την ελεύθερη λειτουργία του. Χαρακτηριστικές περιπτώσεις είναι οι αυθαίρετες κατασχέσεις περιουσιών και η απαγόρευση της λειτουργίας της Θεολογικής Σχολής της Χάλκης. Η τελευταία παραμένει ακόμη κλειστή, παρά τις μεγάλες διεθνείς πιέσεις και την υποστήριξη της Ελλάδος στην ευρωπαϊκή πορεία της Τουρκίας.

Σε σχέση με το αυτοκέφαλον της Εκκλησίας της Ελλάδος τίθεται επομένως το ερώτημα: μπορεί κανείς να ισχυρισθεί σοβαρά ότι εξέλιπαν σήμερα οι πολιτικοί λόγοι για τους οποίους η ελληνική πολιτεία θεώρησε σκόπιμη και αναγκαία την ανεξαρτητοποίηση της Εκκλησίας της Ελλάδος από το Οικουμενικό Πατριαρχείο;

Προφανώς όχι. Προβάλλεται μόνο εσχάτως ως επιχείρημα, όπως αναφέρθηκε προηγουμένως, η αναμενόμενη ένταξη της Τουρκίας στην ΕΕ.

Υποστηρίζεται ειδικότερα ότι εάν η ένταξη της Τουρκίας γίνει πραγματικότητα, αυτή θα έχει ως αποτέλεσμα:
• Πρώτον, τη δημιουργία νέων ευνοϊκότερων όρων λειτουργίας του Οικουμενικού Πατριαρχείου, υπό τη σκέπη του ευρωπαϊκού δικαίου.
• Δεύτερον, την ανάληψη από το Πατριαρχείο ενός νέου, ενεργού, περιφερειακού ρόλου στους κόλπους της Ορθοδοξίας, στον χώρο ιδιαίτερα των Βαλκανίων.

Από μια άποψη, η εκτίμηση αυτή φαίνεται ορθή. Παραγνωρίζει όμως τα παρακάτω:

• Την αβεβαιότητα που επικρέμεται πάνω στην ενταξιακή προοπτική της Τουρκίας.
• Τη μορφή που μπορεί τελικά να πάρει η σχέση της Τουρκίας με την ΕΕ και το ερώτημα κατά πόσο θα αλλάξουν ουσιαστικά στο πλαίσιό της οι όροι λειτουργίας του Οικουμενικού Πατριαρχείου. Σημειώνεται σχετικά η αδιάλλακτη εμμονή της Τουρκίας να μη αναγνωρίζει το Πατριαρχείο ως Οικουμενικό αλλά ως τουρκικό σωματείο.

Είναι βέβαιο ότι ακόμη και στην περίπτωση πλήρους εντάξεως, η Άγκυρα θα διαπραγματευθεί σκληρά και θα επιχειρήσει να επιβάλει το σημερινό καθεστώς ως πρωτογενές ευρωπαϊκό δίκαιο, κατά παρέκκλιση του ευρωπαϊκού κεκτημένου.

γ)Ο επιδιωκόμενος από το Πατριαρχείο περιφερειακός ρόλος στα Βαλκάνια δεν έχει και τόσο μεγάλες προοπτικές, όπως από ορισμένους πιθανολογείται. Οι Εκκλησίες των Βαλκανίων είναι αυτοκέφαλες και δεν αναμένεται να δεχθούν εκ νέου υπαγωγή τους στη δικαιοδοσία του Οικουμενικού Πατριαρχείου.

Αυτό το οποίο μπορεί κανείς να προσδοκά σε μια τέτοια περίπτωση είναι μια ορισμένη ενίσχυση του κύρους και του γοήτρου του Πατριαρχείου, σε συνδυασμό με την προοπτική της συνολικής εντάξεως της περιοχής στην ΕΕ,

Στην περίπτωση όμως που η ενίσχυση αυτή συνδυασθεί με την επιστροφή των λεγομένων Νέων Χωρών στο Οικουμενικό Πατριαρχείο, σε συνδυασμό με την ύπαρξη τριών άλλων ειδικών εκκλησιαστικών καθεστώτων (στο Αιγαίο, στα Δωδεκάνησα και την Κρήτη), μπορεί ο καθένας να αναλογισθεί τι συνέπειες θα μπορούσε να έχει αυτό για την Ελλάδα και ποιο θα ήταν το υποτιθέμενο, εθνικό κέρδος!

Το Οικουμενικό Πατριαρχείο, κάτω από τις πολιτικές συνθήκες στις οποίες ζει, δέχεται τις επιρροές και την πίεση της τουρκικής εξουσίας. Είναι δυνατόν η Ελλάδα να συναινέσει στην ανάληψη από το πολιτικά πολιορκημένο Πατριαρχείο διοικητικής εκκλησιαστικής δικαιοδοσίας στη μισή Ελλάδα και μάλιστα στις ευαίσθητες ακριτικές περιοχές;

Πολύ περισσότερο όταν είναι γνωστές ξένες γεωπολιτικές επιδιώξεις για αναβαθμισμένο ρόλο της Τουρκίας στα Βαλκάνια ως αναχώματος στη ρωσική επιρροή και στη ρωσική ορθοδοξία;

δ) Το γεγονός, τέλος, ότι εάν η ένταξη της Τουρκίας γινόταν πραγματικότητα, θα επέφερε μια τόσο μεγάλη και καταλυτική γεωπολιτική αλλαγή σε βάρος της Ελλάδος, κοντά στην οποία θα εκμηδενίζονταν και θα μετατρέπονταν σε μπούμερανγκ τα υποτιθέμενα οφέλη, όπως η ενίσχυση της επιρροής του Πατριαρχείου.

Με τα δεδομένα, λοιπόν, αυτά μπορεί να υποστηρίξει κανείς:

• ότι δικαιολογείται σήμερα μια αλλαγή ή αναθεωρημένη ερμηνεία στην πρακτική που εισήγαγε η πράξη του 1928 σε ό,τι αφορά τη δικαιοδοσία και τις αρμοδιότητες του Οικουμενικού Πατριαρχείου σε Μητροπόλεις της Εκκλησίας της Ελλάδος;

Είναι εθνικώς σκόπιμη και επιβεβλημένη η ενίσχυση του ρόλου του Οικουμενικού Πατριαρχείου στην Εκκλησία της Ελλάδος, τη στιγμή που δεν είναι κατοχυρωμένη και δεδομένη η ελεύθερη λειτουργία του και ασκείται πάνω σε αυτό ασφυκτικός πολιτικός έλεγχος από τις τουρκικές αρχές;

• Είναι πολιτικά συνετό να προεξοφλεί κανείς το μέλλον, υπολαμβάνοντας ως δεδομένη την ένταξη της Τουρκίας στην ΕΕ και την αλλαγή της πολιτικής της στο θέμα του Πατριαρχείου;

Η υφέρπουσα διαμάχη και ο ανταγωνισμός αδρανοποιούν την Εκκλησία και την Ελληνική Ορθοδοξία ως εθνικό παράγοντα

Είναι φανερό ότι η υφέρπουσα διαμάχη και ο ανταγωνισμός:

• Αδρανοποιούν την Εκκλησία και την Ελληνική Ορθοδοξία ως παράγοντα εθνικής πολιτικής και στρατηγικής. Σε μια στιγμή μάλιστα που επιχειρείται η επιβολή στην Ελλάδα μιας ύπουλης εκδοχής της «πολυπολιτισμικότητας» που υποσκάπτει ευθέως το εθνικό κράτος και την εθνική συνοχή και ταυτότητα.
• Επιδρούν ανασταλτικά κατά οποιασδήποτε εκδηλώσεως της αντιθέσεως της Εκκλησίας της Ελλάδος στην ένταξη της Τουρκίας στην ΕΕ.
• Φαλκιδεύουν την ελευθερία κινήσεως και δράσεως της Εκκλησίας της Ελλάδος στους κόλπους της Ορθοδοξίας και του διαλόγου των Εκκλησιών. Είναι βέβαιο ότι το πρόσφατο ταξίδι του Αρχιεπισκόπου της Ελλάδος στο Βατικανό και η συνάντησή του με τον Πάπα αντιμετωπίσθηκε με πολλή επιφύλαξη και ενόχληση από το Οικουμενικό Πατριαρχείο.
• Αποδυναμώνεται ο εθνικός ρόλος της Εκκλησίας στον απόδημο Ελληνισμό.
• Παρακάμπτεται το καίριο θέμα του αγώνα για την ελευθερία και ανεξαρτησία του Πατριαρχείου, που είναι το πραγματικό πρόβλημα και προτάσσεται, σε ανταγωνιστική βάση, το θέμα των σχέσεών του με την Εκκλησία της Ελλάδος.
Στο σημείο αυτό πρέπει κανείς να αναρωτηθεί με ανησυχία και θλίψη: φτάσαμε, μήπως, με τη νέα «εκσυγχρονιστική» πολιτική που συνεχίζεται σε αδρές γραμμές και τη σημερινή κυβέρνηση, να καταστήσουμε το θέμα του Πατριαρχείου για την Τουρκία περισσότερο ελληνικό πρόβλημα παρά πρόβλημα για την Τουρκία;

Τι πρέπει να γίνει;

Για να αντιληφθεί κανείς ποιες συνέπειες μπορεί να έχει μια άκριτη πολιτική στο θέμα του Οικουμενικού Πατριαρχείου και των σχέσεών του με την Εκκλησία της Ελλάδος, είναι σκόπιμο να παρατηρήσει, κατά πρώτον λόγο, όσο οξύμωρο και αν φαίνεται, το πώς η Άγκυρα αξιοποιεί από την πλευρά της διπλωματικά το Πατριαρχείο:

• Για να προβάλει, μέσω αυτού, τίτλους συμμετοχής στην ευρωπαϊκή χριστιανική κληρονομιά και ταυτότητα.
• Για να προωθήσει την αποδοχή από το Βατικανό της υποψηφιότητάς της για ένταξη στην ΕΕ.
• Για να πειθαναγκασθεί η Εκκλησία της Ελλάδος, που ετάχθη με σφοδρότητα κατά της τουρκικής εντάξεως, να χαμηλώσει τους τόνους και να συμπλεύσει σιωπηρά με την επίσημη πολιτική για ν’ αποφύγει μετωπική σύγκρουση με το Πατριαρχείο.
• Για να μετριάσει τις αντιδράσεις στην τουρκική πολιτική του αποδήμου Ελληνισμού, ο οποίος εκκλησιαστικά υπάγεται στο Οικουμενικό Πατριαρχείο.

Υπενθυμίζεται σχετικά ο καταλυτικός ρόλος που έπαιξε υπό άλλες συνθήκες στο ελληνικό λόμπι στην Ουάσινγκτον ο Αρχιεπίσκοπος Αμερικής Ιάκωβος.

• Για να προωθήσει τη συνεργασία της με τις ΗΠΑ στον τομέα της γεωπολιτικής των θρησκειών. Στο πλαίσιο αυτό, εκτός από το Ισλάμ, στο όνομα του οποίου διεκδικεί ρόλο γέφυρας με την Ευρώπη και διαλόγου των πολιτισμών, η Άγκυρα προβάλλει επίσης ως διπλωματικό χαρτί το Οικουμενικό Πατριαρχείο στην Κωνσταντινούπολη. Οι ΗΠΑ επιδεικνύουν σήμερα, μέσα στον μεταδιπολικό κόσμο, πολλαπλάσιο ενδιαφέρον για το Πατριαρχείο για προφανείς λόγους ανταγωνισμού και ανασχέσεως της επιρροής της ρωσικής ορθοδοξίας.

Η ελληνική πολιτεία δεν μπορεί να παραγνωρίζει ή να υποτιμά τη σοβαρότητα που έχουν οι σχέσεις μεταξύ του Οικουμενικού Πατριαρχείου και της Εκκλησίας της Ελλάδος. Έχει καθοριστική ευθύνη γι’ αυτές:

• Οφείλει να αναλάβει την ευθύνη και να καταστήσει σαφή και αδιαπραγμάτευτη τη θέση της ότι η αυτονόητη υποστήριξη του Οικουμενικού Πατριαρχείου δεν περιλαμβάνει σε καμία περίπτωση οποιαδήποτε αναθεωρητική ερμηνεία της πράξεως του 1928, κατά τρόπο που θα έθιγε το αυτοκέφαλο και την αυτονομία λειτουργίας και δράσεως της Εκκλησίας της Ελλάδος.

• Κακώς η ελληνική πλευρά εγκατέλειψε ουσιαστικά τον διπλωματικό αγώνα και την πίεση προς την Άγκυρα για την κατοχύρωση της ανεξάρτητης λειτουργίας και ελευθερίας του Πατριαρχείου, παραπέμποντας τον στόχο αυτό στην έκβαση της ενταξιακής πορείας της Τουρκίας, στην οποία πρωταγωνιστεί χωρίς να θέτει προαπαιτούμενα.

• Η πολιτική αυτή υπονόμευσε το ελληνικό λόμπι στην Ουάσινγκτον και αδρανοποίησε σε μεγάλο βαθμό την Εκκλησία της Βορείου Αμερικής ως ενεργό παράγοντα εθνικής στρατηγικής.

Υπό το φως της καταστάσεως αυτής, πρέπει άλλωστε να εξεταστούν, όσο λεπτό και δύσκολο και αν φαίνεται, αλλαγές στις διευθετήσεις που αφορούν τις διοικητικές εκκλησιαστικές δικαιοδοσίες στον απόδημο ελληνισμό κατά πρώτο λόγο των ΗΠΑ.

Οι νέες διευθετήσεις πρέπει να δίνουν μεγαλύτερη έμφαση στη διάκριση μεταξύ διοικητικών και πνευματικών δικαιοδοσιών, με προσοχή και λεπτότητα για τη διαφύλαξη του γοήτρου και του κύρους του Πατριαρχείου.
• Η Ελλάδα δεν πρέπει να έχει συμπλέγματα για την καλώς νοούμενη αξιοποίηση της Ορθοδοξίας ως άτυπου διπλωματικού παράγοντα.
• Η Ελλάδα δεν μπορεί επίσης να έχει την πολυτέλεια του ανταγωνισμού και της υπόγειας ή έκδηλης διαμάχης μεταξύ του Οικουμενικού Πατριαρχείου και της Ελλάδος. Η κυβέρνηση οφείλει να αναλάβει ενεργό ρόλο για την καταλλαγή μεταξύ τους και την οριοθέτηση, χωρίς αμφισβητήσεις, των δικαιοδοσιών τους.
• Η Ορθοδοξία είναι εκ των πραγμάτων ένας πολύτιμος παράγοντας στην εθνική στρατηγική της χώρας. Δεν πρέπει ούτε να αναλώνεται άσκοπα ούτε να φθείρεται, να αδρανοποιείται και να ακυρώνεται από ενδημικούς εμφυλίους και έλλειμμα σαφούς και αποφασιστικής πολιτικής.

* Ο Περικλής Νεάρχου διετέλεσε σύμβουλος επί θεμάτων εξωτερικής πολιτικής του Ανδρέα Παπανδρέου.


Σχολιάστε εδώ