Ιστορίας «παθήματα»
Πρώτο βασικό ερώτημα: Μήπως ο υπερτονισμός ιστορικών γεγονότων εθνικού χαρακτήρα, μεγάλων νικών και ηρωικών μορφών οδηγεί έμμεσα στην καλλιέργεια ενός «εθνικιστικού» αισθήματος; Μήπως μια «ουδέτερη» περιγραφή των γεγονότων αυτών αποτελεί μια ορθή επιστημονικά προσέγγιση, που επιτρέπει στον νέο άνθρωπο να κατανοήσει χωρίς συναισθηματικά κριτήρια το ιστορικό γεγονός;
Η απάντηση σ’ αυτό το ερώτημα δεν είναι απλή. Ο νέος άνθρωπος των 8, 9, 10 ετών μέσα στους εκπαιδευτικούς θεσμούς διανύει την πλέον ευαίσθητη περίοδο κοινωνικοποίησής του. Η αναγνώριση σταθερών πεδίων αναφοράς στο στάδιο αυτό αποτελεί πρωταρχική ανάγκη, γι’ αυτό και το πλαίσιο διαμόρφωσης της «εθνικής ταυτότητας» διαδραματίζει πρωτεύοντα ρόλο. Ασφαλώς στη σύγχρονη δημοκρατική μας πολιτεία θα πρέπει η εθνική αυτή ταυτότητα να μη διαμορφώνεται αρνητικά, δηλαδή βάσει εθνικών και «φυλετικών» χωρισμών και αντιθέσεων, αλλά να συγκροτείται μέσα από τη συνειδητή αναγνώριση θετικών προταγμάτων και αξιών, όπως οι ατομικές και πολιτικές ελευθερίες, η δικαιοσύνη, η αλληλεγγύη, τα ανθρωπιστικά ιδεώδη κ.λπ. ως συστατικά στοιχεία που συγκροτούν την εθνική μας ταυτότητα.
Παρόμοιου τύπου προσεγγίσεις μπορούν να αποφύγουν δύο επικίνδυνες «ατραπούς». Εκείνη που μέσα από το πρίσμα της «παγκοσμιοποίησης» ισοπεδώνει εξαντλούμενη σε απλές περιγραφές εθνικούς πολιτισμούς και μακραίωνες ιστορικές «διαδρομές» εν ονόματι της «αντικειμενικότητας» και του ιστορικού «ρεαλισμού». Και από την άλλη πλευρά μια εθνικού-υπεριστορικού τύπου αντίληψη στην οποία απουσιάζει η κριτική ανάλυση των γεγονότων, ενώ τα ερμηνευτικά πλαίσια αξιολόγησης και ερμηνείας των σημαντικών γεγονότων που καθορίζουν την πορεία και εξέλιξη ενός έθνους περιορίζονται σε ανορθολογικές-μεταφυσικές προσεγγίσεις για τη «μοίρα» και τις «αρετές» ενός έθνους και ενός λαού.
Σε συνέχεια του προηγούμενου ερωτήματος, πώς άραγε πρέπει να παρουσιάζονται οι ήρωες, οι σημαντικές προσωπικότητες στην ιστορική ανάλυση;
Ασφαλώς η διαμόρφωση μιας ολόκληρης ιστορικής πορείας στηριγμένης στην τυπική περιγραφή γεγονότων και στην αναγόρευση των ηρωικών προσωπικοτήτων ως «γεννητόρων» της ιστορίας δεν μπορεί να διεκδικήσει επιστημονική αναγνώριση και εγκυρότητα. Άλλωστε η παράθεση γεγονότων, μαχών, ημερομηνιών, ηρωικών κατορθωμάτων όχι μόνο οδηγεί στην άγονη απομνημόνευση, αλλά ελάχιστα συνεισφέρει στη διαμόρφωση μιας συγκροτημένης «εθνικής ταυτότητας».
Όμως, από την άλλη πλευρά, η ισοπέδωση των σημαντικών προσωπικοτήτων – όπως συμβαίνει με τους ήρωες της Επανάστασης του 1821 στο νέο βιβλίο της ιστορίας- «ερμηνεύει» εκ των πραγμάτων τις προσωπικότητες αυτές ως απλά «εργαλεία» μιας ιστορικής νομοτέλειας είτε ως μεταφυσικές προσωπικότητες.
Ασφαλώς διαμορφώνονται ιστορικοί και κοινωνικοί όροι που δημιουργούν τις προϋποθέσεις για την ανάδειξη ενός ήρωα, μιας ιστορικής προσωπικότητας. Εάν ο Κολοκοτρώνης είχε γεννηθεί 100 χρόνια πριν δεν θα κατεγράφετο πιθανώς στην ιστορία. Όμως οι ίδιες οι προσωπικότητες όχι μόνο αξιοποιούν τις προϋποθέσεις αυτές, αλλά πολλές φορές υπερβαίνουν τους ιστορικούς περιορισμούς της εποχής τους (Γ. Χέγκελ, Μ. Βέμπερ) διαθέτοντας τη διορατικότητα, την ικανότητα, την ευψυχία που τους επέτρεψαν να «κοιτάξουν στο μέλλον». Η αγνόηση αυτής της σύνθετης σχέσης μεταξύ προσωπικότητας και ιστορικών όρων ήκιστα συμβάλλει στην καλλιέργεια της κριτικής σκέψης των μαθητών αλλά και στην ίδια την απόκτηση τυπικής γνώσης.
Επόμενο βασικό ερώτημα: Υπάρχει αξιολογική ουδετερότητα στην ανάλυση και εξήγηση των ιστορικών γεγονότων; Μπορεί ο (η) δάσκαλος/α να χρησιμοποιήσει σύμφωνα με δικές του (της) επιλογές, κάποιες από τις πηγές που συνοδεύουν μια περιγραφική εξιστόρηση ενός σημαντικού γεγονότος;
Ασφαλώς η αξιολογική ουδετερότητα στην οποία θεμελιώθηκε η βεμπεριανή μεθοδολογία των κοινωνικών επιστημών αμφισβητείται ισχυρά. Ο χώρος δεν επιτρέπει την ανάλυση επιχειρημάτων που αποδεικνύουν τις ατέλειες και τις σοβαρές αδυναμίες μιας τέτοιας αντίληψης, ιδιαίτερα στην προσέγγιση της ιστορίας ως επιστήμης.
Το γεγονός όμως είναι ότι ο εκπαιδευτικός πρέπει να μπορεί να παραθέσει και να αναλύσει περισσότερες της μιας πηγές και ερμηνευτικές προσεγγίσεις. Όχι να καθοδηγήσει την ανάλυση μέσα από τη δική του ερμηνευτική. Και για να το επιτύχει αυτό, πέραν της απλής περιγραφής, πρέπει να αναλύσει τον ιστορικό ορίζοντα και τις συνθήκες μέσα στις οποίες λαμβάνει χώρα το ιστορικό γεγονός. Τότε, πάνω στο θεμέλιο αυτό, μπορούν οι διαφορετικές ερμηνείες να «διαλεχθούν», ώστε να μπορεί να επισημάνει ο εκπαιδευτικός ποιες αξίες, ποιες αρχές προωθούνται και ποιες ακυρώνονται.
Στη βάση αυτή ο μαθητής η μαθήτρια θα μπορέσει να κατανοήσει τη σημασία, το περιεχόμενο του γεγονότος, ώστε να μην «επικοινωνεί» με αυτό μέσα από μια τυπική περιγραφή που θα ξεχασθεί μετά από λίγο καιρό…
Στις σύντομες και ελλιπείς αυτές επισημάνσεις αναφέρονται ορισμένες πλευρές όχι μόνο της μεθόδου αλλά του ιδεολογικού πλαισίου μέσα από το οποίο μπορούμε να «αναγνώσουμε» την ιστορία, χωρίς τις παραδοσιακές «αγκυλώσεις» αλλά και χωρίς την επιφανειακή προσέγγιση του μετα-μοντερνισμού.
Άλλωστε, όπως επεσήμανε ο Γ. Χέγκελ, «Αυτόν που βλέπει έλλογα τον κόσμο, τον βλέπει και ο ίδιος ο κόσμος έλλογα, η σχέση είναι αμοιβαία».