H Επιτροπή Ανταγωνισμού καλύπτει τον Αράπογλου

Το «πράσινο φως» που άναψε αβίαστα η Επιτροπή Ανταγωνισμού, μόλις τρεις μήνες μετά τη σύναψη της τελικής συμφωνίας εξαγοράς της Π&Κ, η οποία υπεγράφη στις 19 Οκτωβρίου, έχει προκαλέσει έντονο σκεπτικισμό στους χρηματιστηριακούς κύκλους, καθώς εκφράζονται έντονες ανησυχίες ότι θα αποτελέσει την «ταφόπλακα» στον ήδη αμφισβητούμενο υγιή ανταγωνισμό στην οδό Σοφοκλέους, δίνοντας παράλληλα υπερεξουσίες παρέμβασης στον διορισμένο από την κυβέρνηση διοικητή της Εθνικής.

Εξάλλου, κύκλοι της αξιωματικής αντιπολίτευσης που ασχολούνται με το θέμα από πολιτικής και νομικής άποψης και μελετούν προσεκτικά τις επόμενες αντιδράσεις τους, υπενθυμίζουν ότι, όπως η διοίκηση της Εθνικής, έτσι και οι δύο ιδρυτές της Π&Κ έχουν γνωστή πολιτική ταυτότητα, γεγονός που εύλογα δημιουργεί την υποψία ότι η κυβέρνηση αποκτά έμμεσα το δικό της «αόρατο», αλλά πάντως μακρύ και αποτελεσματικό «χέρι» για τη διακριτική καθοδήγηση της χρηματιστηριακής αγοράς.

Ορισμένοι, μάλιστα, φτάνουν να χαρακτηρίζουν το νεόκοπο επιχειρηματικό σχήμα ως «νέα ΔΕΚΑ», που όμως δεν έχει εξίσου εμφανείς δεσμούς με το Δημόσιο και την κυβέρνηση και μπορεί να λειτουργήσει με πολύ μεγαλύτερα περιθώρια ευελιξίας στον επηρεασμό των χρηματιστηριακών εξελίξεων, σύμφωνα με τις κυβερνητικές επιθυμίες.

Γεγονός είναι ότι, ως το τέλος του μήνα, σύμφωνα με αξιόπιστες πληροφορίες, αναμένεται να έχει καθαρογραφεί και να δημοσιευθεί η απόφαση υπ’ αριθμόν 326, της 12ης Ιανουαρίου 2007, με την οποία η Επιτροπή Ανταγωνισμού κρίνει ότι η εξαγορά της Π&Κ από την Εθνική δεν θα επηρεάσει την ομαλή λειτουργία της αγοράς και τον υγιή ανταγωνισμό, ανάβοντας «πράσινο» για την ολοκλήρωση των επιχειρηματικών σχεδιασμών του κ. Αράπογλου.

Σύμφωνα με πληροφορίες, το σκεπτικό της απόφασης βασίζεται στο συνολικό μερίδιο αγοράς που κατέχουν οι δύο εταιρείες στις χρηματιστηριακές συναλλαγές, το οποίο υπολογίζεται περίπου σε 25%, κρίνοντας ότι το ποσοστό αυτό είναι χαμηλό και συνεπώς δεν τίθεται θέμα κινδύνου υπερβολικής συγκέντρωσης που θα επηρεάσει αρνητικά την ομαλή λειτουργία της αγοράς.

Όμως, έγκυροι χρηματιστηριακοί παράγοντες επισημαίνουν ότι το συνολικό μερίδιο αγοράς δεν αρκεί για να κριθεί στην προκειμένη περίπτωση η πραγματική θέση των εταιρειών και η επιρροή τους στον ανταγωνισμό και τη διαμόρφωση των τιμών των μετοχών, σε μια αγορά όπου ήδη το 70% των συναλλαγών γίνονται από ξένους θεσμικούς επενδυτές και διεκπεραιώνονται μέσω επτά μεγάλων εταιρειών, θυγατρικών των τραπεζικών ομίλων.

Οι ίδιοι τονίζουν ότι, ενώ το μερίδιο της τάξεως του 25% δεν φαίνεται να δημιουργεί άμεσους κινδύνους αρνητικού επηρεασμού του ανταγωνισμού, όσον αφορά τις χρεώσεις των υπηρεσιών, το πραγματικό πρόβλημα βρίσκεται αλλού και δεν μπορεί να κριθεί με βάση το γενικό μερίδιο αγοράς.

Όπως είναι γνωστό στους χρηματιστηριακούς κύκλους, η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς παρεμβαίνει και ελέγχει τις συναλλαγές επί συγκεκριμένων μετοχών, κάθε φορά που διαπιστώνει ότι μία χρηματιστηριακή εταιρεία συγκεντρώνει γύρω στο 15% των συναλλαγών επί της μετοχής (συνήθως, βέβαια, «θύματα» τέτοιων ελέγχων είναι οι ιδιωτικές ΑΧΕΠΕΥ, ενώ είναι κοινό μυστικό ότι οι τραπεζικές μένουν στο απυρόβλητο). Και αυτό γίνεται επειδή η συγκέντρωση τέτοιων ποσοστών σε μια εταιρεία μπορεί να δημιουργεί κινδύνους χειραγώγησης της τιμής της μετοχής.

Όταν, λοιπόν, το 15% θεωρείται «επικίνδυνο» ως ποσοστό, διερωτώνται πολλοί πώς η Επιτροπή Ανταγωνισμού επιτρέπει μια συγχώνευση δύο εταιρειών, που από κοινού φθάνουν να ελέγχουν ακόμη και το 80% των συναλλαγών επί μεμονωμένων μετοχών, ανεξάρτητα αν το μερίδιό τους στις συνολικές συναλλαγές είναι πολύ χαμηλότερο. Και πώς διασφαλίζεται το επενδυτικό κοινό έναντι του προφανούς κινδύνου να ελέγχονται πλήρως οι τιμές συγκεκριμένων μετοχών, ακόμη και με σημαντικές σταθμίσεις στη διαμόρφωση χρηματιστηριακών δεικτών, από μία και μόνη εταιρεία;

Ένα ακόμη σοβαρό ζήτημα που δεν έχει διερευνηθεί είναι πώς θα επηρεασθεί η λειτουργία της χρηματιστηριακής αγοράς από το γεγονός ότι ο νέος «γίγαντας» που συντίθεται από δύο εταιρείες με ήδη μεγάλα μερίδια στις συναλλαγές ξένων θεσμικών θα έχει από κοινού πολύ μεγαλύτερη πρόσβαση στις πληροφορίες για τις μεγάλες εντολές από το εξωτερικό που διαμορφώνουν σε μεγάλο βαθμό τις τιμές των μετοχών. Οι πληροφορίες αυτές, όπως τονίζουν έμπειροι χρηματιστές, αξίζουν «χρυσάφι», αφού δίνουν ένα σαφές πληροφοριακό προβάδισμα σε όποιον τις γνωρίζει πριν εκτελεστούν.

Σε όλα αυτά τα ερωτήματα, η Επιτροπή Ανταγωνισμού δεν απάντησε πριν εκδώσει την απόφασή της. Είναι χαρακτηριστικό ότι δεν ζήτησε τη συνδρομή της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς, που θα μπορούσε να προσκομίσει π.χ. αναλυτικά στοιχεία για τη διαμόρφωση των μεριδίων αγοράς επί συναλλαγών σε κάθε μετοχή. Ούτε ζητήθηκε η συνδρομή θεσμικών φορέων, όπως ο ΣΜΕΧΑ και η Ένωση Θεσμικών Επενδυτών, με εμπειρία και τεχνογνωσία, που θα μπορούσαν να φωτίσουν πτυχές άγνωστες στην Επιτροπή Ανταγωνισμού.

Πάντως, η νομοθεσία περί ανταγωνισμού προβλέπει ότι ακόμη και μετά τη δημοσίευση μιας απόφασης μπορεί να προστεθούν επιπλέον στοιχεία, τα οποία θα αξιολογηθούν από την Επιτροπή Ανταγωνισμού. Αυτή είναι και η τελευταία ελπίδα για μια προσέγγιση του θέματος σε μεγαλύτερο βάθος, που ίσως να οδηγήσει και σε μια διαφορετική απόφαση.


Σχολιάστε εδώ