Παρέμβαση

Είναι όμως ευθέως συγκρίσιμοι δύο τέτοιοι τύπου δικαιωμάτων, αφού η «ασφάλεια» μιας κοινωνίας ανάγεται -ως συλλογικό αγαθό/συμφέρον- στο πεδίο του δημοσίου δικαιώματος, ενώ τα ατομικά δικαιώματα ανήκουν στο πεδίο του «ιδιωτικού»;

Μια δεύτερη σειρά ερωτημάτων προκύπτει από τη σύγχυση δημοσίου-ιδιωτικού στο πεδίο της ατομικής δραστηριότητας και συμπεριφοράς.

Η κυκλοφορία π.χ. στους δρόμους, στις πλατείες, σε δημόσιους χώρους μπορεί να καταγράφεται και να καταχωρείται ως «αξιολογήσιμο υλικό» από τις κάμερες εάν θεωρηθεί ότι η «ιδιωτικότητα» αίρεται με μόνη προϋπόθεση την παρουσία στους χώρους αυτούς ή ακόμα και σε μια συνδικαλιστική κινητοποίηση;

Τέλος παρόμοιου τύπου ερωτήματα προέκυψαν από την απαγόρευση της δημοσίευσης των ονομάτων εκείνων που κατηγορούνται συγκεκριμένα για παράνομες πράξεις και συναλλαγές προκειμένου να αποφύγουν τη στράτευση. Η απαγόρευση μάλιστα συνδέθηκε με την αιτιολόγηση της αποφυγής του «διασυρμού» των επωνύμων από τα ΜΜΕ, καθόσον οι επώνυμοι μπορεί να εκληφθούν ως «δημόσια πρόσωπα», λόγω της αναγνωρισιμότητας και της επιρροής που ασκούν…

Όλες αυτές οι περιπτώσεις και τα διλήμματα (αληθή ή ψευδή) τα οποία τίθενται κάθε φορά αποκαλύπτουν δυστυχώς μια βαθύτερη σύγχυση που αφορά τις ίδιες τις λειτουργίες του πολιτικού συστήματος, στη θρυλούμενη αυτονομία των τριών εξουσιών (Εκτελεστική, Νομοθετική και Δικαστική), μια σύγχυση που οδηγεί ευθέως στη σταδιακή αποδυνάμωση και των ίδιων των ατομικών δικαιωμάτων.

Η κρίση του πολιτικού συστήματος, η αδυναμία της Εκτελεστικής εξουσίας να προβεί σε τομές και ρήξης με τα διάφορα συμφέροντα -με αποτέλεσμα να μην επιλύει κρίσιμα θεσμικά προβλήματα- και από την άλλη πλευρά η απουσία δεοντολογίας και η αποηθικοποίηση των ηγετικών ομάδων που διοικούν τους θεσμούς οδήγησαν πριν από λίγα χρόνια στην καθιέρωση ενός ιδιαίτερου θεσμού: Αυτού που «νομιμοποιείται» ως ανεξάρτητη αρχή και ο οποίος καλείται να καλύψει το «κενό» της απουσίας της δεοντολογίας και την αδυναμία εφαρμογής των νόμων.

Πλην ελαχίστων εξαιρέσεων, η λειτουργία των αρχών αυτών και οι αποφάσεις τους προκάλεσαν -και προκαλούν- ακόμα μεγαλύτερη σύγχυση (Ραδιοτηλεοπτικό Συμβούλιο, Αρχή Προστασίας Προσωπικών Δεδομένων, Αρχή Προστασίας του ανταγωνισμού κ.λπ.) και -το χειρότερο- παρακωλύουν (σε αρκετές περιπτώσεις) με τις παρεμβάσεις τους τη δικαστική εξουσία από το να προχωρήσει στην εφαρμογή των νόμιμων διαδικασιών.

Αυτή όμως η πολυεπίπεδη σύγχυση μεταξύ εξουσιών, νομολογιών, δημοσίων και ιδιωτικών δικαιωμάτων διαμορφώνει ένα «γκρίζο πεδίο» σύγχυσης που αφορά την ουσία των δημοκρατικών δικαιωμάτων και της ελευθερίας των πολιτών. Γιατί ελευθερίες και δικαιώματα είναι πια θέμα ερμηνείας και δεν ανάγονται ευθέως στις θεμελιώδεις συνταγματικές τους πηγές.

Σε προηγούμενες περιόδους τα ατομικά/ιδιωτικά δικαιώματα θεωρήθηκαν ως ύπατη αξία και θεμέλιο της ελευθερίας του ατόμου στις «ανοικτές κοινωνίες» (K. Popper) της δύσης. Και ακριβώς αυτός ο τύπος δικαιωμάτων, εφαρμοζόμενος κατεξοχήν στο πεδίο της «ελεύθερης» ανταγωνιστικής, οικονομίας αποτελούσε το «βασίλειο της ελευθερίας» του ατομικού πράττειν.

Σήμερα όμως κι αυτός ο τύπος δικαιωμάτων «οφείλει» να ενταχθεί και να ταξινομηθεί στις δομές ενός ευρύτερου συστήματος παρακολούθησης, καταγραφής και «αξιολόγησης» ενός συστήματος -παντεπόπτη πάνω σε κάθε μορφή ατομικής ή συλλογικής δραστηριότητας.

Βεβαίως τα συστήματα αυτά παρακολούθησης αξιώνουν να νομιμοποιηθούν από την πλευρά των πολιτών τόσο διότι χρησιμοποιούνται για την ασφάλεια τους όσο και γιατί την ενεργοποίηση των «αρχείων» τους μπορεί να την προκαλέσει μόνο η εισαγγελική εντολή.

Όμως οι μηχανισμοί και τα συστήματα παρακολούθησης μόνο τυπικά μπορούν να νομιμοποιηθούν. Στην πραγματικότητα τα «δεδομένα» τους μπορούν σε κάθε στιγμή να αξιολογούνται και να «αξιοποιούνται» από υπηρεσίες και συμφέροντα -εθνικά και υπερεθνικά- χωρίς να χρειάζεται η τυπική νομιμοποίηση. Κανένας δεν μπορεί να έχει την ψευδαίσθηση ότι η συμμετοχή του σε μια διαδήλωση που π.χ. στρέφεται κατά της εξωτερικής πολιτικής των ΗΠΑ ή συνδέεται με τα κινήματα της αντι-παγκοσμιοποίησης δεν θα καταγραφεί και δεν θα «ταξιθετηθεί» σε έναν κατάλογο «υπόπτων» οι οποίοι θα προσάγονται «προς εξακρίβωση» στο μέλλον…

Την «ιδιωτικότητα» τους βέβαια μπορούν να τη διασφαλίζουν όσοι ανήκουν στις διάφορες ελίτ, πολιτικές, οικονομικές, δημοσιογραφικές, καλλιτεχνικές κ.λπ. Γιατί αυτές οι ελίτ είναι οργανικά συνδεδεμένες με τα συστήματα εξουσίας και διαχείρισης, οπότε η «αποκαθήλωση» ενός επιφανούς μέλους μιας τέτοιας ελίτ θα μπορούσε να αποδυναμώσει την ίδια την «εικόνα» της ισχύος του συστήματος και των «εκφραστών» του.

Τα αγαθά της ελευθερίας, της αξιοπρέπειας, της ισότητας και της ισονομίας των πολιτών δεν μπορούν να τίθενται, κατά συνέπεια, σε μια διαδικασία διαπραγμάτευσης, να εντάσσονται σε μια λογική «προσφοράς και ζήτησης». Οι φορείς του πολιτικού συστήματος αλλά και οι διάφορες «αρχές προστασίας» ας κατανοήσουν ότι όπως μια γυναίκα δεν μπορεί να είναι «ολίγον έγκυος» έτσι και μια πολιτεία δεν μπορεί να είναι «σχετικώς δημοκρατική».


Σχολιάστε εδώ