Μια φορά και έναν καιρό

Τη νύχτα της 17ης Μαΐου του σωτηρίου έτους 1908, ο κύριος Αλέξανδρος Παπαρδελόπουλος του Γεωργίου, ετών 26, επάγγελμα έμπορος, αισθάνθηκε κάτι απροσδιόριστα φουντώματα που τον αφύπνισαν και τα οποία απέδωσε στην ποσότητα της παλαμίδας που έφαγε το βράδυ. Επειδή όμως η ώρα παρήρχετο, όχι όμως και το φούντωμα, αντί ν’ αρχίσει να μετρά προβατάκια, όπως συνήθιζε σε παρόμοιες περιστάσεις για να ξανακοιμηθεί, επροτίμησε να επιδοθεί σε διαγνώσεις για τα πιθανά αίτια της αδιαθεσίας του, μη αποκλειομένων των παθολογικών. Εν πρώτοις άρχισε να ανατρέχει στο ιστορικό του θανάτου των γονέων του, μήπως ανακαλύψει κάποια κληρονομική προδιάθεση.

Δυστυχώς, η προσφιλής του μητέρα δεν απέθανε λόγω γήρατος, αλλά αρκετά νέα, από επιλόχιο πυρετό κατά την ενάτη γέννα της, ως γνωστόν δε «οι επιλόχιοι πυρετοί» δεν κληρονομούνται από τους άρρενας απογόνους. Αντιθέτως ο πατέρας του απεβίωσεν από τροχαίο. Γέρος άνθρωπος, στα σαράντα του, χούφταλο δηλαδή, εβάδιζε αφηρημένος στην οδό Πινακωτών, κι ένα λαντώ που ερχόταν με φρηνήρη καλπασμό τον παρέσυρε και Θεός σχωρέσ’ τον.

Έγραψαν τότε οι εφημερίδες «Ακρόπολις» του Βλ. Γαβριηλίδη και «Χρόνος» του Ι. Διάκου: «Άμαξα από ρυτήρος ελαύνουσα παρέσυρε τεσσαρακοντούτη γέροντα. Ο ατυχής γέρων, μεταφερόμενος εις το νοσοκομείον, εξέπνευσεν…» Άρα, ούτε εδώ υπήρχε θέμα κληρονομικότητος. Υπήρχε κι ένας θείος του, ο Βενιαμίν της οικογενείας της μάνας του, συνομήλικός του περίπου, χρυσό παλικάρι.

Αυτόν τον πυροβόλησαν για «λόγους τιμής». Το αστυνομικόν δελτίον ήταν σαφές: -»περιφερόμενος ασκόπως έξωθι οικίας δυνάστου πατρός, όστις υπέθεσεν ότι «έκαμε εργολαβίας» μετά της θυγατρός του, τον επυροβόλησε και τον άφησεν άπνου…» Με την ανάμνηση αυτού του γεγονότος ο κ. Αλέξανδρος ανεφώνησε: «Εύρηκα» με τον ίδιο τρόπο που ανεφώνησε το «Εύρηκα» και ο Αρχιμήδης στο μπάνιο του, με μόνη διαφορά ανάμεσά τους ότι το σπίτι του κ. Αλέξανδρου δεν είχε μπάνιο εκ κατασκευής. Οι «λόγοι τιμής του δυνάστου πατρός» έδωσαν τη λύση στο πρόβλημα του φουντώματος, του φουσκώματος και των άλλων κατά καιρούς φουσκωμάτων του άγρυπνου Αλέκου: Ήταν ερωτευμένος με μία θεσπέσια νεάνιδα την οποίαν έβλεπε καθημερινώς στον ύπνο του και σπανίως στον ξύπνιο του, όταν δε τη συναντούσε καθ’ οδόν εκείνη κατέβαλε το βλέμμα (το μισό) διότι η μητέρα της την είχε συμβουλεύσει να κοιτάζει στη γη όταν συναντιέται με άνδρες. Ενίοτε συμπλήρωνε: «Δεν ξέρεις τι σου είναι αυτοί!» Έτσι ο κύριος Αλέξανδρος πήρε τη μεγάλη απόφαση: Θα την ενυμφεύετο! Επειδή κατά τα άλλα ήταν σοβαρός άνθρωπος, επήγε αξημέρωτα εις τον εν Αθήναις «εκδοτικόν οίκον Γεωργίου Φέξη» και αγόρασε «επιστολάριον περιέχον υποδείγματα επιστολών» δηλαδή οδηγό αλληλογραφίας, διότι την πρότασι γάμου θα την έκανε γραπτώς προς τον πατέρα της, με τη σκέψη πώς η καλλιέπεια της επιστολής θα τον διέθετε ευμενώς απέναντί του, διότι αν μουλάρωνε ο γέρος σαν χταπόδι να χτυπιότανε την κλωτσιά θα την έτρωγε. Φυσικά της κοπέλας δεν της έπεφτε λόγος. Πήρε τον κονδυλοφόρο, βούτηξε την πένα «Χ» στο μελάνι «Μενούνου» κι άρχισε να αντιγράφει από το υπόδειγμα που είχε τίτλο: «Εραστής προς πατέρα εξομολογούμενος το προς τη θυγατέρα του πάθος»:

«Κύριε, απαξιών να μετέλθω μέσα ανάξια εμού τε και της οικογενείας μου και συνάψω μυστικάς σχέσεις αναρμόστους εις έντιμον άνδρα, λαμβάνω το θάρρος να σας εξομολογηθώ φανερώς το προς τη θυγατέραν σας αίσθημά μου και σας υποβάλω ταπεινώς τας περί γάμου προτάσεις μου, ευελπιστώ δε ότι δεν θέλετε κρίνει ανάξια υμών την οικογένειάν μου και την κοινωνικήν θέσιν μου». Καταλήγει δε το γράμμα του με την εξής δήλωση νομιμοφροσύνης: «ότι ουδαμώς επεζήτησα να προσελκύσω τας συμπαθείας φοβούμενος μήπως τούτο προσκρούει εις την πατρικήν θέλησιν. Διατελώ κύριε, ταπεινός υμών θεράπων…»

Μόλις έλαβε την επιστολή ο πατέρας, πλήρης οργής, έριξε ένα «μπερτάκι» σε μάνα και κόρη για όσα βυσσοδομούν πίσω από τη ράχη του, κι αφού τις πέρασε από ανάκριση για το πώς, το πού, και πότε, πήρε την πένα κι απάντησε:

«Κύριε, ουδόλως αμφιβάλλω περί της αληθείας των λεγομένων σας ως προς υμάς, τον χαρακτήρα και τους συγγενείς σας επειδή όμως φρονώ ότι η ηλικία της θυγατρός μου δεν επιτρέπει εις αυτήν ν’ αναλάβη τοσούτω σοβαράς υποχρεώσεις, αδυνατώ να ικανοποιήσω το αίσθημά σας. Όλως υμέτερος…»

Όλα συνέβησαν όπως είχαν διατυπωθεί στις σελίδες 63 και 65 του «επιστολαρίου» των εκδόσεων Γεωργίου Φέξη.

Όμως, εκατό χρόνια αργότερα, το 2007 ο δισέγγονος του Αλέξανδρου, ξενυχτώντας κι αυτός σ’ ένα… μπαράκι, συνάντησε μίνι φορούσα «τρισέγγονη».

Της είπε λακωνικά: – Είσαι;

Κι εκείνη απήντησε λακωνικότερα: – Πάμε…


Σχολιάστε εδώ