Δεν δίνουν τις κασέτες από τις κάμερες της πρεσβείας τους οι Αμερικανοί!
Και είναι φυσικό να μένουν στο σκοτάδι, αφού τις κασέτες από τις κάμερες και ό,τι στοιχεία έχουν οι Αμερικανοί τα κρατούν για τον εαυτό τους, και αρνούνται να τα παραδώσουν στην Ελληνική Αστυνομία, παρά τα επανειλημμένα παρακλητικά διαβήματα που έχουν γίνει. Και ενώ αυτό είναι γνωστό, κανάλια και εφημερίδες λένε ότι όλα τα στοιχεία από τις κάμερες τα έχουν δώσει στην Αστυνομία.
Αντίθετα, από τη δήλωση του αμερικανού πρέσβη κ. Ρις, ότι «οι έρευνες είναι σε καλό δρόμο», το αυτονόητο συμπέρασμα που βγαίνει είναι ότι οι Αμερικανοί έχουν εικόνα από τη στιγμή της εκτόξευσης της ρουκέτας, που βέβαια δεν έχει ιδέα η Αστυνομία μας… Διαπίστωση που μας πάει πολλά χρόνια πίσω, τότε που η Ελλάδα εθεωρείτο προτεκτοράτο των ΗΠΑ. Πάντως τέτοιες συμπεριφορές οξύνουν το κλίμα και δυσχεραίνουν κάθε προσπάθεια για να πέσει ο αντιαμερικανισμός.
Ουδέν λοιπόν νεώτερον από το «ελληνικό μέτωπο». Τίποτα το καινούργιο δεν έχει προκύψει μέχρι στιγμής για τις ελληνικές αρχές και οι επιφορτισμένοι με τις έρευνες ψάχνουν στα τυφλά. Αυτό που κάνει εντύπωση στους αρμόδιους της Αντιτρομοκρατικής πάντως είναι ότι δεν έχει σταλεί ακόμα η προκήρυξη, διότι είναι γνωστό ότι η φερόμενη ως οργάνωση «Επαναστατικός Αγώνας» σε άλλες περιπτώσεις είχε στείλει προκήρυξη αμέσως μετά από μια ενέργειά της. Πρόκειται λοιπόν για κάποια νέα οργάνωση ή, όπως αρχίζουν να εκτιμούν τώρα οι αρχές ασφαλείας, θα σταλεί η προκήρυξη με το… επόμενο χτύπημα;
Ενδεικτικό της φτώχειας των στοιχείων και το γεγονός της απέλπιδας προσπάθειας της Αστυνομίας να βρει πληροφορίες μέσω… φέιγ βολάν με τα οποία καλούσε να δώσουν πληροφορίες τους κατοίκους της περιοχής. «Βοηθήστε μας αν θυμάστε ή είδατε κάτι, ή εκείνο το πρωί σας φάνηκε κάτι ύποπτο ή ασυνήθιστο», έγραφε χαρακτηριστικά. Δυστυχώς δεν φαίνεται να είδε κανείς κάποιον να περιφέρεται εκείνο το χάραμα ασκόπως στην οδό Λαμψάκου ή με καμιά…. ρουκέτα στον ώμο!
Πλανάται βέβαια η εκτίμηση πως η ρουκέτα, όπως γράφουμε στο σχετικό ρεπορτάζ στην 4η σελίδα, είχε πολιτικούς στόχους. Κι αυτό επιβεβαιώθηκε έμμεσα από το δημοσίευμα της «Καθημερινής» στο φύλλο της περασμένης Κυριακής, που υπογράφει ο Αλέξης Παπαχελάς και αφήνει να εννοηθεί ότι υπάρχουν «παράπονα» από την Ουάσινγκτον ότι δεν υπήρχε ανοιχτή γραμμή Μαξίμου – πρεσβείας. Συγκεκριμένα στο δημοσίευμα σημειώνεται ότι: «Αμερικανοί αξιωματούχοι εξέφραζαν το παράπονο πως δεν είχαν άμεσο συνομιλητή στο γραφείο του πρωθυπουργού, ενώ είχαν δυσκολία συνεννόησης, σε επιχειρησιακό επίπεδο, τόσο με τον σημερινό υπουργό Δημοσίας Τάξεως όσο και με τον προκάτοχό του. “Ήταν σαν να μιλάμε άλλη γλώσσα. Η αντιμετώπιση της τρομοκρατίας δεν ήταν προτεραιότητα κανενός σε πολιτικό επίπεδο”, είχε σχολιάσει παλαιότερα αμερικανός διπλωμάτης». Ήθελαν δηλαδή το Μαξίμου… Φιλιππινέζα!
Εντύπωση προκαλεί πάντως το γεγονός ότι αν και προσκλήθηκε δύο φορές στην Ουάσινγκτον ο υπουργός Δημόσιας Τάξης Βύρων Πολύδωρας δεν… έσπευσε να πάει! Τόσο ο Καραμανλής όσο και ο Πολύδωρας κατηγορούνται ότι δεν έδειξαν και τόσο ενδιαφέρον για την εξιχνίαση παλαιών υποθέσεων, αφήνοντας την αιχμή ότι κάπου η κυβέρνηση καλύπτει τους τρομοκράτες. Αντίθετα για την Ντόρα είχαν μόνο ύμνους… Ο συντάκτης του ρεπορτάζ της «Καθημερινής» έγραφε χαρακτηριστικά: «Τόσο οι Αμερικανοί όσο και οι Βρετανοί θεωρούσαν πάντως πως μόνο η υπουργός Εξωτερικών Ντόρα Μπακογιάννη ήταν φερέγγυος συνομιλητής στα ζητήματα της τρομοκρατίας και η μόνη που τους καταλάβαινε».
Πιέζουν οι Αμερικανοί…
Σε κλοιό πιέσεων από την αμερικανική πλευρά βρίσκεται ήδη η Αθήνα, προκειμένου να «σφίξει τα λουριά» και να «φέρει άμεσα και αποτελεσματικά χτυπήματα στην τρομοκρατία», μετά το κτύπημα στην αμερικανική πρεσβεία.
Η Ουάσινγκτον, αν και αυτή την φορά κινείται πιο διακριτικά απ’ ό,τι σε ανάλογες περιπτώσεις στο παρελθόν, πιέζει ασφυκτικά την ελληνική πλευρά για αυξημένα μέτρα ασφαλείας, προκειμένου σύντομα να εντοπιστούν οι δράστες της επίθεσης, αλλά και να «οχυρωθούν» περαιτέρω πιθανοί «αμερικανικοί στόχοι» (κτίρια, εταιρείες, παράγοντες κ.ά).
Πάντως αξιόπιστοι διπλωματικοί και πολιτικοί κύκλοι υπογράμμιζαν με έμφαση ότι «αν σε εύλογο χρονικό διάστημα δεν υπάρξουν εξελίξεις στην κατεύθυνση εντοπισμού και σύλληψης των δραστών, τότε μπορεί να γίνει μεγαλύτερη ζημιά από αυτή που προκάλεσε η ρουκέτα». Και αυτό γιατί για άλλη μια φορά κινδυνεύει η Ελλάδα να βρεθεί με την «πλάτη στον τοίχο» και σε θέση απολογούμενου για θέματα ασφάλειας και τρομοκρατίας, πρωτίστως έναντι της Ουάσινγκτον. Υπ’ αυτήν την έννοια ο υπερατλαντικός παράγων ανά πάσα στιγμή μπορεί να μετατρέψει την τρομοκρατία σε «μοχλό πίεσης» για να επηρεάσει εξελίξεις σε κρίσιμα θέματα εξωτερικής πολιτικής (Σκοπιανό, ελληνοτουρκικά, Κόσοβο, Κυπριακό κ.ά), αλλά και για να επηρεάσει εξελίξεις και καταστάσεις στο εσωτερικό μέτωπο.
Μια πρώτη προσέγγιση πολιτικών και διπλωματικών κύκλων στην Αθήνα, του γιατί η αμερικανική πλευρά αυτήν τη φορά κινήθηκε διακριτικά και απέφυγε να φουσκώσει το θέμα -όταν στο παρελθόν σε μικρότερης σημασίας γεγονότα (π.χ. γκαζάκια) χαλούσε τον κόσμο και φούσκωνε τα γεγονότα- είναι πως εδώ και καιρό οι Αμερικανοί είναι αντιμέτωποι με τη λεγόμενη «ισλαμική τρομοκρατία» και δεν θέλουν δημοσίως τουλάχιστον να δώσουν έκταση (και για εσωτερικούς λόγους και για την ίδια τους τη διεθνή εικόνα) ότι δέχονται τρομοκρατικές επιθέσεις και από «εγχώριους τρομοκράτες» δυτικών φίλων και σύμμαχων χωρών.
Πάντως, όπως σημειώνουν πολιτικοί αναλυτές, επειδή η ασφάλεια σε κάθε κράτος είναι αυτονόητη προϋπόθεση για την ανάπτυξη κάθε άλλης πολιτικής (οικονομικής, ενεργειακής, κοινωνικής κ.λπ.), η αμερικανική πολιτική «πουλάει» κυρίως ασφάλεια. Σύμφωνα με τους ίδιους κύκλους, αν ένα κράτος αδυνατεί να έχει αποτελέσματα σε αυτόν τον τομέα, είτε υπονομεύεται η ίδια η σταθερότητα του είτε έχει συνέπειες στα αμερικανικά συμφέροντα, προκαλώντας την παρέμβαση της Ουάσινγκτον. Στην πρώτη περίπτωση για να προσφέρει «βοήθεια», στη δεύτερη για να αξιώσει αποκατάσταση.
Όπως σημειώνουν αξιόπιστοι πολιτικοί κύκλοι, η Ελλάδα χρειάζεται γρήγορα αποτελέσματα στην αντιμετώπιση του νέου κρούσματος τρομοκρατίας, διότι, μεταξύ άλλων, όσο η εκκρεμότητα μένει ανοιχτή, μένουν ανοιχτά και τα περιθώρια επεμβάσεων με πολλαπλές συνέπειες. Πρακτικά, όπως τονίζουν οι ίδιοι κύκλοι, αυτό σημαίνει «πολιτική ομηρία», αλλά και «έλεγχο νευραλγικών υπηρεσιών».