Γνωμοδότηση-δώρο της Επιτροπής Ανταγωνισμού στους εκδότες!
Το επιχείρημα «των νέων ταινιών» απλώς συγκρούεται με την πραγματικότητα, καθώς θα αρκούσε για τα μέλη ένα απλό ξεφύλλισμα των μεγάλων εφημερίδων!
ΟΜΜΕ: ως και 1 ευρώ κέρδος από τα DVD
Το ερώτημα που έθεσε η ΟΜΜΕ στην ΕΑ ήταν «εάν ή όχι η αντί ελαχίστου ανταλλάγματος, ή ακόμη και δωρεάν, διάθεση στο κοινό από τις εφημερίδες οι οποίες κυκλοφορούν σε πανελλήνια κλίμακα ψηφιακών δίσκων εικόνας (DVD) με περιεχόμενο κινηματογραφικές ταινίες εμπίπτει ως επιχειρηματική πράξη στην αγορά της πώλησης τέτοιων υλικών φορέων με σκοπό την κατ’ οίκον κατανάλωση και εάν η εν λόγω πρακτική συνιστά παραβίαση των κειμένων διατάξεων περί ελευθέρου ανταγωνισμού και, ιδίως, των άρθρ. 1 και 2 Ν. 703/1997 η οποία προσβάλλει την επιχειρηματική δραστηριότητα των επιχειρήσεων-μελών της Ο.Μ.Μ.Ε..
Στη γνωμοδότηση της Επιτροπής Ανταγωνισμού παρατίθεται πως σύμφωνα με τις πληροφορίες της Ο.Μ.Μ.Ε. διατίθενται μηνιαίως από τις μνημονευόμενες στην αίτησή της εφημερίδες περίπου 5 εκατομμύρια υλικοί φορείς, ενώ οι επιχειρήσεις-μέλη της (γνωστές ως Video clubs) πραγματοποιούν μηνιαίες πωλήσεις μόνον 40.000 υλικών φορέων περίπου, ενώ ήδη διατίθενται από τις εφημερίδες όχι μόνον παλαιάς αλλά και νεώτερης παραγωγής ταινίες, καθώς επίσης και ταινίες τεκμηρίωσης (documentaires), κινουμένων σχεδίων και άλλες γενικοτέρου περιεχομένου. Η δραστηριότητα αυτή έχει σημαντικά πλεονεκτήματα για τις εφημερίδες δεδομένου ότι:
-Έχουν σε σχέση με τις επιχειρήσεις-μέλη της Ο.Μ.Μ.Ε. πολύ ευνοϊκότερη φορολογική μεταχείριση (φορολογούνται με ποσοστό 4,5% κατά το αρθρ. 15 παρ. 8 Ν. 1642/1986 αντί με 19%), καθώς και συγκριτικά πολύ καλύτερες διαφημιστικές δυνατότητες (οι εκδοτικές εφημερίδων επιχειρήσεις διαφημίζονται τηλεοπτικά με έκπτωση 50% και έχουν πρόσθετο πλεονέκτημα από τη δυνατότητά τους να ανταλλάσσουν διαφημιστικό χώρο και χρόνο με τους τηλεοπτικούς σταθμούς).
– Οι εφημερίδες έχουν αυτονόητες δυνατότητες διάθεσης πολύ μεγάλου αριθμού αντιτύπων υλικών φορέων λόγω και του ευρύτατου δικτύου διανομής και του μεγάλου αριθμού σημείων πώλησης.
– Το τίμημα διάθεσης, όταν τέτοιο υπάρχει, είναι συγκριτικά πολύ χαμηλότερο (1 ή 1,50 ευρώ) και ενσωματώνεται στην τιμή διάθεσης της εφημερίδας ενώ οι επιχειρήσεις-μέλη της Ο.Μ.Μ.Ε. δεν έχουν, εξ αντικειμένου, δυνατότητα διάθεσης (πώλησης) λόγω του ότι αφ’ ενός προμηθεύονται το εμπόρευμα από τις προσδιοριζόμενες στην αίτηση ως λειτουργούσες στη χώρα εταιρείες διανομής και, αφ’ ετέρου, στο τίμημα προμήθειας του εμπορεύματος περιλαμβάνεται και το δικαίωμα του παραγωγού της ταινίας, ήτοι παράγοντες που διαμορφώνουν την τιμή προμήθειας του εμπορεύματος και, κατ’ ακολουθίαν, την τιμή μεταπώλησης ή περαιτέρω εκμίσθωσης της χρήσης του σε πολλαπλασίως υψηλότερο ποσόν.
– Το κόστος για τις εφημερίδες που αγοράζουν από τις ίδιες εταιρείες διανομής τα δικαιώματα για τη συγκεκριμένη εκμετάλλευση διαμορφώνεται σε πολύ χαμηλότερο, συγκριτικά, ποσόν. Έτσι, το κέρδος που αποκομίζει η εφημερίδα από την πώληση φθάνει το ποσόν των 0,40 έως 1 ευρώ ανά υλικό φορέα.
ΕΑ: Υπάρχει απόφαση… Πρωτοδικείου!
Η ΕΑ επικαλείται ως άλλοθι για την απόφαση την έρευνά της σε άλλες Εθνικές Επιτροπές Ανταγωνισμού όπου διαπίστωσε πως «είτε δεν έχουν αντιμετωπίσει μέχρι τούδε, είτε δεν αντιμετωπίζουν την υπό κρίση πρακτική ως ζήτημα αντικείμενο στις διατάξεις περί ελευθέρου ανταγωνισμού». Στήριξε τη επιχειρηματολογία της στην απόφαση του Πρωτοδικείου σε διαδικασία Ασφαλιστικών Μέτρων. Όπως σημειώνει «προσφάτως έχει νομολογηθεί ότι η πρόσθετη παροχή DVD από εφημερίδες δεν εμπίπτει στην έννοια των διατάξεων περί αθεμίτου ανταγωνισμού (Ν. 146/1914) επειδή οι επιχειρήσεις εκδόσεως εφημερίδων και οι επιχειρήσεις εμπορίας DVD δεν είναι ομοειδείς και δεν έχουν ανταγωνιστική σχέση (Μονομελές Πρωτοδικείο Αθηνών, Διαδικασία Ασφαλιστικών Μέτρων, 7787/2005, ΔιΜΕΕ 2006 σ. 79 επόμ.)»
Στη συνέχεια ανακαλύπτει πως τα DVD που διατίθενται από τις εφημερίδες είναι παλαιάς παραγωγής (προφανώς δεν αγόρασαν ποτέ το «Θέμα») και για να χρυσώσει το χάπι σχεδόν εκθειάζει την ΟΜΜΕ για την «ποιότητα των υλικών φορέων» που είναι «κατά κανόνα πολύ ανώτερη εκείνης των διατιθεμένων ως ενθέτων τύπου οι οποίοι, μάλιστα, δεν συνοδεύονται από πληροφοριακό υλικό (ένθετα, extras κ.ά. που συνοδεύουν συνήθως τους διατιθέμενους από τις ειδικευμένες επιχειρήσεις υλικούς φορείς)».
Τέλος κρίνει πως… «δεν προκύπτει από τα διαθέσιμα στοιχεία και τη διάρθρωση της αγοράς εφημερίδων ότι οι εκδοτικές εφημερίδων επιχειρήσεις κατέχουν συλλογική δεσπόζουσα θέση, ότι δηλαδή ενεργούν από κοινού ως συλλογική οντότητα στη συγκεκριμένη ειδική αγορά ή ότι ακολουθούν απαγορευόμενη εναρμονισμένη πρακτική στο συγκεκριμένο υπό κρίσιν ζήτημα» των DVD.
Γ. Κεχαγιόγλου : «Αδικαιολόγητο προβάδισμα στην αγορά εφημερίδων» η διανομή DVD
Διαφορετική γνώμη είχε η Γεωργία Μπεχρή Κεχαγιόγλου, η οποία θέτει και το ζήτημα του αθέμιτου ανταγωνισμού ως προς τις εφημερίδες που δεν διαθέτουν DVD:
«Η σχετική αγορά θα έπρεπε να προσδιοριστεί διαφορετικά. Συγκεκριμένα, η σχετική αγορά στην οποία ανήκουν οι εκδοτικές επιχειρήσεις εφημερίδων υποδιαιρείται σε δύο υποαγορές (βλ. ΠΕΚ 769/89, Magill Συλλ. ΙΙ – 85 ΔΕΚ C-241 και 242/91, Magill, Συλλ. 1995, Ι-743). Η πρώτη υποαγορά είναι αυτή της πώλησης με πρόσθετες παροχές, εν προκειμένω με δωρεάν παροχή DVD. Η δεύτερη υποαγορά είναι αυτή της πώλησης των εφημερίδων με την παράλληλη πώληση DVD.
Όσον αφορά στην πρώτη υποαγορά, το είδος αυτό πώλησης μπορεί να κριθεί με βάση το άρθρο 1 του ν. 146/1914 για το θεμιτό ή αθέμιτο αυτής, που εκφεύγει της αρμοδιότητας της Επιτροπής Ανταγωνισμού. Ωστόσο, το ζήτημα των πρόσθετων παροχών ενδέχεται υπό προϋποθέσεις και με τη συνδρομή ειδικών περιστάσεων να παραβιάζει το δίκαιο του ελεύθερου ανταγωνισμού, κυρίως σε σχέση με τις ανταγωνιστικές εκδοτικές επιχειρήσεις εφημερίδων που δεν προσφέρουν πρόσθετες παροχές. Αυτό μπορεί να συμβεί όταν η επιχείρηση αποκτά ένα αδικαιολόγητο προβάδισμα στην αγορά εφημερίδων, βελτιώνοντας την ανταγωνιστική της θέση, όχι βάσει της υπέρτερης επίδοσής της, αλλά μέσω μιας παράνομης πρακτικής αποκλεισμού των ανταγωνιστών της ή εκμετάλλευσης των καταναλωτών (άρθρα 1 και 2 ν. 703/77 ή 81, 82 ΣυνθΕΚ).
Εξάλλου, η κάθε περίπτωση παροχής πρόσθετων παροχών δεν κρίνεται ως per se απαγορευμένη από το δίκαιο του ελεύθερου ανταγωνισμού, αλλά κάθε τέτοια περίπτωση κρίνεται ad hoc με βάση το νομικο-οικονομικό πλαίσιο της κάθε περίπτωσης. Όμως, η παραπάνω περίπτωση δεν εμπίπτει στα πλαίσια του ερωτηματολογίου.
Όσον αφορά στη δεύτερη αγορά, της πώλησης δηλαδή των εφημερίδων με την παράλληλη πώληση DVD, ερευνητέο είναι κατά πόσο η παράλληλη πώληση DVD από εκδοτικές εταιρείες εφημερίδων ανήκει στην ίδια σχετική αγορά της πώλησης DVD από videoclubs». Η Γεωργία Μπεχρή-Κεχαγιόγλου επικαλείται την υπόθεση Michellin κατά Επιτροπής, (ΔΕΚ C-322/1981 και Β. Σκουρή, Ερμηνεία Συνθηκών για την Ευρωπαϊκή Ένωση και την Ευρωπαϊκή Κοινότητα, 2003, σ. 716) και καταλήγει στο συμπέρασμα «ότι τόσο οι εκδοτικές επιχειρήσεις, όσο και τα καταστήματα videoclubs ανήκουν στην ίδια σχετική υποαγορά της πώλησης DVD, με σκοπό την κατανάλωσή τους στο σπίτι.
Παρατηρεί δε το αυτονόητο, πως «οι τίτλοι που διατίθενται μέσω εφημερίδων ολοένα και περισσότερο είναι νέας παραγωγής, που είναι εναλλάξιμοι με τους αντίστοιχους τίτλους που πωλούνται στα videoclubs (όπως «Πολίτικη Κουζίνα», «Μέγας Αλέξανδρος» ή αγαπημένες πρόσφατες σειρές της τηλεόρασης). Σημειώνει δε για τη διαφορά της τιμής, πως «αυτή δεν οφείλεται τόσο στην κατώτερη ποιότητα των τίτλων που διατίθενται μέσω εφημερίδων, όσο κυρίως στη χαμηλότερη φορολόγησή τους (4,5% για τις εφημερίδες αντί 19% για τα videoclubs) και στη μαζική παραγγελία τους». Καταλήγει πάντως πως «τα στοιχεία του φακέλου που έχει στη διάθεσή της η Επιτροπή Ανταγωνισμού δεν είναι επαρκή, ώστε να εξαχθεί ασφαλές συμπέρασμα και να δοθεί σαφής απάντηση, αν και κατά πόσον η συμπεριφορά των εκδοτικών επιχειρήσεων συνιστά εναρμονισμένη πρακτική ή συλλογική δεσπόζουσα θέση, ώστε αναλόγως να διαπιστωθεί αν είναι η συμπεριφορά αντίθετη είτε στα άρθρα 1 παρ. 1 ν. 703/77 και 81 παρ. 1 ΣυνθΕΚ ή στα άρθρα 2 ν. 703/77 ή 82 ΣυνθΕΚ».