«Τεμνόμενες» πολιτικές της αγοράς

Ασφαλώς τα «μέτωπα» της διαμάχης για το άρθρο 16 δεν είναι ούτε ξεκάθαρα ούτε συγκροτημένα. Στους οπαδούς της «αλλαγής» συγκαταλέγονται -πλην των συνειδητών εκφραστών της «λογικής» της νεοφιλελεύθερης αγοράς- αρκετοί από εκείνους που αναγνωρίζοντας τις εγγενείς δομικές παραμορφώσεις του δημόσιου πανεπιστημίου, θεωρούν ως μόνη λύση τον ανταγωνισμό μεταξύ δημόσιου και ιδιωτικού. Ακόμα, στο «μέτωπο» αυτό περιλαμβάνονται κοινωνικές ομάδες και πολίτες που ελπίζουν να αποφύγουν την αναγκαστική φυγή των παιδιών τους για σπουδές στο εξωτερικό…

Με τη σειρά τους, στο μέτωπο της προάσπισης του δημόσιου χαρακτήρα των πανεπιστημίων πέραν μιας συνειδητής πλειοψηφίας που κατανοεί την επερχόμενη απαξίωση του δημόσιου πανεπιστημίου, υπάρχει μια σειρά από ομάδες συμφερόντων που επωφελούνται από τις εσωτερικές πελατειακές σχέσεις, την εξάρτηση από τους κομματικούς μηχανισμούς ή από το καθεστώς των αναξιοκρατικών επιλογών.

Όμως, παρά τις συγχύσεις και τις «ετερώνυμες» αυτές προσεγγίσεις, ο πυρήνας της αντιπαράθεσης είναι διαυγέστατος.

Ένα ακόμα δημόσιο αγαθό -αυτό της εκπαίδευσης- οδηγείται θεσμικά στον «χώρο» του ιδιωτικού δικαιώματος, της ατομικής επιλογής. Κι αυτή η αλλοίωση, αυτή η θεμελιώδης αξιακή αντιστροφή, δεν έχει ασφαλώς μόνο ιδεολογικό χαρακτήρα: Γιατί οδηγεί ευθέως στην ίδια την αλλαγή του ρόλου της εκπαίδευσης, του περιεχομένου των σπουδών και της άσκησης της επιστημονικής δραστηριότητας.

Περιεχόμενο σπουδών, κατευθύνσεις της έρευνας, παιδαγωγικές μέθοδοι, σύνδεση της θεωρητικής συγκρότησης με την πρακτική εξειδίκευση, θα μετατοπισθούν από το αυτόνομο θεωρητικό -επιστημονικό- ανθρωπιστικό τους υπόβαθρο και θα προσαρμοσθούν στο πεδίο των αναγκών της αγοράς εργασίας και του προσανατολισμού (οικονομικού-επιστημονικού) των επιχειρήσεων.

Αναγνωρίζοντας τις επιπτώσεις αυτές οι οπαδοί της αλλαγής του άρθρου 16 «υπόσχονται» αφενός αναβάθμιση του δημόσιου πανεπιστημίου και αφετέρου την καθιέρωση αυστηρών όρων και προϋποθέσεων για τη λειτουργία των ιδιωτικών πανεπιστημιακών «σχημάτων»…

Εάν δεν πρόκειται για συνειδητή εξαπάτηση τότε μόνο ως ασύγγνωστη αφέλεια ή ως πολιτική ανεπάρκεια μπορεί να αναγνωρισθεί μια τέτοιου είδους «διαβεβαίωση»…

Γιατί οι πολιτικές ελίτ που κυβερνούν εδώ και πολλά χρόνια τον τόπο δεν κατάφεραν να επιβάλουν στοιχειώδεις κανόνες λειτουργίας σε κανέναν από τους καίριους τομείς της κοινωνικής και οικονομικής μας ζωής. Δεκαεπτά χρόνια πέρασαν και το ραδιοτηλεοπτικό τοπίο όχι μόνο παραμένει άναρχο αλλά και οι φορείς της διαπλοκής, μέσω των ΜΜΕ, κατέκτησαν δεσπόζουσα θέση στο πεδίο της πολιτικής εξουσίας.

Η διαπλοκή και η διαφθορά, η κερδοσκοπία και η συναλλαγή, οι πελατειακές σχέσεις, ο νεποτισμός ζουν και βασιλεύουν παρά τους «ελέγχους» που ασκούν οι εκάστοτε κυβερνήσεις. Ακόμα και ο «στεγανός» μηχανισμός των Ενόπλων Δυνάμεων όχι μόνο «διαποτίσθηκε» από τα κυκλώματα της «μίζας» και των «προμηθειών», αλλά έφθασε στο σημείο να μεταβληθεί σε «θυρίδα» έκδοσης απαλλαγών από τη στράτευση των «εκλεκτών» της πολιτικής, οικονομικής, καλλιτεχνικής, δημοσιογραφικής ελίτ.

Γι’ αυτό και δεν πρόκειται να ενεργοποιηθούν στην πράξη από τις κομματικές-πολιτικές ελίτ αποτελεσματικοί μηχανισμοί ελέγχου σε μια ιδιωτική/αγοραία εκπαίδευση που θα έχει στόχο το κέρδος και μέσον τη μαζική χορήγηση πτυχίων και πιστοποιητικών σπουδών παρέχοντας πακέτα μιας «εύπεπτης» εργαλειακής γνώσης.

Βεβαίως τη σταδιακή ενσωμάτωση της εκπαίδευσης στο πρότυπο της αγοράς προωθούν δύο παραλλήλως προωθούμενες στρατηγικές σε ευρωπαϊκό επίπεδο. Η πρώτη οδηγεί στην καθιέρωση του τριετούς κύκλου πανεπιστημιακών σπουδών και στην παραγωγή ενός τύπου «εξειδικευμένου/απασχολήσιμου» επιστήμονα, που θα εργάζεται σ’ ένα περιορισμένο πεδίο εφαρμογής, προορισμένο να τροποποιηθεί κι αυτό ύστερα από λίγα χρόνια.

Η δεύτερη στρατηγική αποβλέπει στην πλήρη εξάρτηση της επιστημονικής έρευνας από τους στόχους των ιδιωτικών επιχειρήσεων. Ήδη σήμερα στις ΗΠΑ αλλά και στην Ευρώπη μεγάλες πολυεθνικές εταιρείες και επιχειρήσεις καθορίζουν οι ίδιες το περιεχόμενο της έρευνας και προκηρύσσουν «διαγωνισμούς», μέσα από τους οποίους αναθέτουν -σαν ένα είδος επιστημονικής εργολαβίας- την έρευνα σε άτομα ή σε ομάδες καθηγητών-ερευνητών.

Τα κόμματα της διακυβέρνησης, ΠΑΣΟΚ και ΝΔ, που στηρίζονται και αναπαράγονται μέσα από τους κρατικούς μηχανισμούς, αναφέρονται υποκριτικά σε απαλλαγή του πανεπιστημίου από το «κρατικό μονοπώλιο»… Και επιδιώκουν να οδηγήσουν σε ιδιωτικοποίηση την εκπαίδευση, αφού κι αυτά τα ίδια έχουν, με τον τρόπο τους, «ιδιωτικοποιηθεί» μέσα από τα πολυσύνθετα δίκτυα της «διαπλοκής».

Το δημόσιο πανεπιστήμιο έχει όντως συσσωρεύσει ένα πλήθος από αρνητικά -δομικού τύπου- χαρακτηριστικά, ένα τμήμα των οποίων πράγματι οφείλεται στον κομματισμό, στις πελατειακές σχέσεις, στη νοοτροπία της επανάπαυσης. Σήμερα όμως, το πολιτικό σύστημα αποποιείται των ευθυνών του, αποσύρεται από το συνταγματικό χρέος του να αναδιαρθρώσει το πανεπιστήμιο και ανοίγει τον δρόμο στην αγορά, αναθέτοντάς της να «εκσυγχρονίσει», σύμφωνα με τις δικές της «αξίες» και τους δικούς της μηχανισμούς, την εκπαίδευση…

Πρόκειται για μια ιστορικού τύπου «στροφή» που οδηγεί τις σύγχρονες κοινωνίες στη συρρίκνωση του ανθρωπιστικού ιδεώδους και στην επικράτηση ενός παγκοσμιοποιούμενου, τεχνικιστικού «πολιτισμού».


Σχολιάστε εδώ