«ΟΙ ΠΕΝΤΕ ΑΙΣΘΗΣΕΙΣ» ΔΙΑΒΑΣΕ ΝΑ ΓΝΩΡΙΣΕΙΣ β΄

Στό πρώην Χρονογράφημα
τήν όσφρησιν είχα λάβει
καί όστις δέν τό ανέγνωσε
δέν μ’ έχει καταλάβει.

Περιπολώ τά μέγιστα
καί εις τήν γεύσιν φθάνω
πράγμα πολύ επικίνδυνο
— λέτε, βρέ, νά πεθάνω;

…ως πέθανε ο κατάσκοπος
προψές εις Ηγγλετέρα
όπου τού πήρε ο διάβολος
μητέρα καί πατέρα.

Άς προχωρήσομεν ημείς
επί τών ιδικών μας
μήπως καί συναντήσομεν
τό έθος τό κακόν μας.

Η γεύσις είναι αίσθησις
τών εκλεκτών κυρίως,
εκείνων πού αρπάζουσι
καί τρώνε μακαρίως.

Αυτοί εδώ οι «κύριοι»
κατάγονται Εξ-ουσίας
ημείς οι υποδέλοιποι
εκ χώρας Α-μασίας.

Ημείς μασώμεν διαρκώς
κοπανιστόν αέρα
καί πρήζονται τά έντερα
καί άδουν ως φλογέρα.

Ούτω, λοιπόν, οι έχοντες
χαίρονται αενάως
κι η γλώσσα των λαλίστατη
δικαιολογεί τό χάος.

Διότι τού χάους ο μπουφές
τά πάντα περιέχει,
όμως δι’ ημάς ανύπαρκτα,
(γιά κείνους πέρα βρέχει).

Επί γλωττίδος φέρονται
οι γευσο-αισθητήρες
όπως η φύσις όρισεν
καί δώρισαν οι Μοίρες.

Πάντες, πού λές, οι άνθρωποι
γεννήθησαν ως ίσοι
μέ αρτιμέλειαν σοφή
νά χαίρονται τήν φύση.

Η κτίσις έγινε επαρκής
τούς πάντες νά εκθρέψει
νά γεύονται καί νά πηδούν
νά χαίρονται τήν πέψη.
Νά γεύονται τούς φασιανούς
κότες μαζί κι ελάφους
καί όσα ο Πανάγαθος
φύτεψε επί εδάφους.

Μπανάνες, ακτινίδια
τσιπούρας καί χαβιάρι
καί κάτι μανουλάκια…
«Αυτό ποιός θά τό πάρει;»

Ο κόσμος ανισοταχύς
όμως αλλάζει ρότα
καί άλλοι τρών’ τόν άμπακο
κι οι υπόλοιποι καρότα.

Ο πλούσιος κι ο «Νταβατζής»
-μήν έχοντες Θεόν τους-
νομοθετούν καί απαιτούν
τό ‘παν νά ‘ναι δικόν τους.

Γεύονται, πτύουν, πέρδονται
καί όζουν ως κουνάβια,
κι εμείς ξωπίσω τρέχομεν
γλείφοντες σάν κουτάβια.

Η γεύση θέλει άσκησιν
κτύπο στόν ουρανίσκο
διά μιάν σαμπάνια γαλλική
δι’ έναν γεμάτο δίσκο.

Μήν απατάσθε, φίλοι μου
πάντα η γεύση ακμάζει,
ουδέποτε φυλλορροεί
ουδέποτε χειμάζει.

Μόνον πού ‘ναι προνόμιο
ολίγων σαλτιμπάγκων
ενώ ημείς τήν βγάζομεν
στής ερημιάς τόν πάγκον.

Προσωπικά δέν έχω παράπονο, η γεύση μέ αντάμειψε.
Γεύτηκα τήν πίκρα, τήν αδικία, τή φτώχεια, τό πένθος,
τήν ανισότητα, τό έρεβος, τό μίσος κ.ά. Θά ήμουν αχάριστος
εάν δέν έλεγα ένα μεγάλο, στόν Ύψιστο, ΕΥΧΑΡΙΣΤΩ.


Σχολιάστε εδώ