Ενεργειακή θηλειά της Ρωσίας στην Ευρωπαϊκή Ένωση

Παρότι στη συγκεκριμένη διαμάχη το δίκιο ήταν με το μέρος της Μόσχας, το γεγονός αυτό δεν μειώνει καθόλου τις ανησυχίες που δημιουργήθηκαν στις Βρυξέλλες για την αξιοπιστία της Ρωσίας ως ενεργειακού εταίρου της Δυτικής Ευρώπης, στον βαθμό που όλο και συχνότερα οι ανάγκες της καλύπτονται από τη Ρωσία. Αν δε σε αυτή την σύγκρουση συμφερόντων συνυπολογίσουμε και τις αμερικανικές παρεμβάσεις που ρίχνουν λάδι στη φωτιά, εύκολα τότε προμηνύεται ότι το ενεργειακό θα εξελιχθεί στο πιο καυτό θέμα των σχέσεων μεταξύ Ευρώπης και Ρωσίας.

Με τον χειρότερο τρόπο μπήκε το νέος έτος για τη Ρωσία, καθώς από την πρώτη κιόλας μέρα του 2007, έναν χρόνο ακριβώς μετά τη σύγκρουσή της με την Ουκρανία και τη διακοπή παροχής φυσικού αερίου, κλήθηκε εκ νέου να αποδείξει ότι σέβεται τις συμφωνίες που υπογράφει και τις υποχρεώσεις που αναλαμβάνει.

Η αντίδραση της Μόσχας να κλείσει χωρίς την παραμικρή προειδοποίηση την προηγούμενη Κυριακή τις βάνες του αγωγού μήκους 4.000 χιλιομέτρων που διασχίζει τη Λευκορωσία για να καταλήξει μέσω της Πολωνίας στη Γερμανία, κανείς δεν μπορεί να πει αν ήταν η ενδεδειγμένη.

Σίγουρα όμως δεν ήταν αυθαίρετη ή αδικαιολόγητη. Κατά το 2006 η Μόσχα διαπραγματεύτηκε ξανά τα – εν πολλοίς – χαριστικά τιμολόγια πώλησης αερίου και πετρελαίου που ίσχυαν για πολλές γειτονικές της χώρες, όπως η Ουκρανία, η Γεωργία, το Αζερμπαϊτζάν και η Μολδαβία, ορισμένες εκ των οποίων ήταν αυτόνομες δημοκρατίες της Σοβιετικής Ένωσης. Το ίδιο συνέβη και με τη Λευκορωσία. Συμφωνήθηκε συγκεκριμένα από 1/1/2007 αντί για 46 να πληρώνει 100 δολάρια τον κυβικό τόνο. Να αναφερθεί ότι η Ευρώπη μέχρι το 2011 έχει συμφωνήσει να πληρώνει κατά μέσο όρο 265 δολάρια, ενώ η Γεωργία, που οι σχέσεις της με τη Ρωσία είναι ιδιαίτερα τεταμένες, από 1/1 πληρώνει 235 δολάρια τον τόνο. Παρόλα αυτά η κυβέρνηση της Λευκορωσίας ανακοίνωσε στις 3 Ιανουαρίου, χωρίς καμιά προηγούμενη συνεννόηση με τη Μόσχα, ότι για να ανταποκριθεί στις νέες τιμές επιβάλλει ένα τέλος διέλευσης στη Ρωσία, ύψους 45 δολαρίων ανά τόνο, για το πετρέλαιο που κατευθύνεται στην Πολωνία και τη Γερμανία και απλώς διέρχεται από τη Λευκορωσία. Την κατηγορηματική άρνηση της Μόσχας να αποδεχθεί το ληστρικό χαράτσι του Μινσκ την ακολούθησε η μονομερής απόφαση της Λευκορωσίας στις 6 Ιανουαρίου να αντλήσει πετρέλαιο από τον αγωγό, εισπράττοντας έτσι σε είδος τα τέλη που είχε ανακοινώσει! Η κίνηση της Μόσχας στη συνέχεια να διακόψει την παροχή πετρελαίου κάθε άλλο παρά εκβιαστική φάνηκε.

Εκβιασμός της Λευκορωσίας!

Η κρίση τελικά άρχισε να λύνεται την Τετάρτη, όταν το Μινσκ υποχώρησε από τις απαιτήσεις του, δηλώνοντας ότι παραιτείται από το δικαίωμά του για τα επιπλέον τέλη. Η κατάληξη επί της ουσίας ήταν εκ των προτέρων γνωστή, και μπορούσε να αναγνωσθεί στο πολιτικό υπόστρωμα της σχέσης των δύο κρατών. Η Λευκορωσία από την εποχή του Γέλτσιν ακόμη, στα μέσα της δεκαετίας του ’90, συζητούσε επισήμως με τη Ρωσία τους όρους για την ένωση των δύο κρατών, δηλαδή την προσάρτηση της Λευκορωσίας στη Ρωσία. Οι συζητήσεις συνεχίστηκαν και επί Πούτιν, με αποτέλεσμα ο ρώσος πρόεδρος να τρέφει βάσιμες φιλοδοξίες ότι κάτι τέτοιο μπορεί να επιτευχθεί επί των ημερών του. Και αν όχι η πλήρης επανένωση, κατ’ αρχάς η νομισματική ενοποίηση. Η σφοδρή διπλωματική σύγκρουση του προέδρου, Αλεξάντρ Λουκασένκο, με τη Δύση αμέσως μετά τις εκλογές του Μαρτίου του 2006, όταν έβαλε στη φυλακή τους ηγέτες της αντιπολίτευσης της Λευκορωσίας που επιχείρησαν να μεταφέρουν και στο Μινσκ τον περιφερόμενο θίασο των «βελούδινων επαναστάσεων», με αποτέλεσμα να απαγορεύσουν οι Βρυξέλλες και η Ουάσινγκτον τα ταξίδια κρατικών αξιωματούχων της Λευκορωσίας στη Δύση, ενίσχυσαν τις τάσεις πρόσδεσης της Λευκορωσίας με τη Ρωσία. Το Κρεμλίνο φρόντιζε άλλωστε ανέκαθεν να στηρίζει αδρά το εισόδημα των περισσότερων από 10 εκατομμυρίων κατοίκων της Λευκορωσίας, συσφίγγοντας και τους οικονομικούς δεσμούς των δύο χωρών. Μεγάλο μέρος των συνολικών εσόδων της Λευκορωσίας προέρχεται από τα κέρδη που της αποφέρει η πώληση στη Δύση προϊόντων που παρασκευάζονται από αργό πετρέλαιο το οποίο στέλνει η Ρωσία. Και ενώ η συμφωνία ανέφερε πως το 85% των εσόδων θα επέστρεφαν στη Ρωσία, με βάση δημοσιεύματα του διεθνούς Τύπου, αυτό έχει σταματήσει να συμβαίνει εδώ και χρόνια. Ουσιαστικά δηλαδή η Μόσχα επιχορηγούσε το δημόσιο της Λευκορωσίας εκχωρώντάς του δωρεάν την πρώτη ύλη για τη σημαντικότερη μεταποιητική του μονάδα, ενώ ακόμη και στο εμπορικό επίπεδο, όπου το 80% ακόμη και 100% των εξαγωγών της Λευκορωσίας πήγαινε στη Ρωσία, αυτό συνέβαινε λόγω της άρσης όλων των δασμολογικών φραγμών στο μεταξύ τους εμπόριο.

Δεδομένης λοιπόν της διπλωματικής απομόνωσης του Μινσκ από τη Δύση και της ασυνήθιστα βαθιάς εξάρτησής του από τη Μόσχα, το ενεργειακό «επεισόδιο» που σημειώθηκε μόνο με έναν τρόπο μπορεί να εξηγηθεί: στη βάση του ληστρικού, τυχοδιωκτικού και απρόβλεπτου χαρακτήρα αυτού του καθεστώτος, που ήθελε να δοκιμάσει τα όρια ανοχής της Μόσχας. Γι’ αυτό και του αντάρτικό του δεν κράτησε για πολύ.

Στη Μόσχα ο διακόπτης

Η Δύση από την άλλη μεριά, και δη η Γερμανία, που έχει την προεδρία της ΕΕ για το τρέχον εξάμηνο, παρότι είδε τις απολήξεις των αγωγών να στερεύουν, δεν αντιμετώπισε κάποιο άμεσο κίνδυνο, λόγω των μεγάλων αποθεμάτων που διατηρεί, επιτρέποντάς της να είναι ενεργειακά αυτόνομη ακόμη και τέσσερις μήνες. Έως εκεί όμως. Γιατί κατά τ’ άλλα, η ενεργειακή της εξάρτηση από τη Ρωσία μπορεί να συγκριθεί και μάλλον υπερβαίνει την πολιτική, στρατιωτική και οικονομική της εξάρτηση από τις ΗΠΑ! Με την αδιάψευστη γλώσσα των αριθμών: Η Ρωσία, που είναι ο μεγαλύτερος παγκόσμιος εξαγωγέας φυσικού αερίου και ο δεύτερος μεγαλύτερος εξαγωγέας πετρελαίου μετά τη Σαουδική Αραβία, προμηθεύει το 25% του φυσικού αερίου και το 20% του πετρελαίου που καταναλώνει η ΕΕ, κατά μέσον όρο. Η μισή δε ποσότητα από όλο αυτό πετρέλαιο διέρχεται μέσω του επίμαχου αγωγού με το όνομα Ντρούζμπα, που σημαίνει… φιλία. Η εξάρτηση όμως πολλών χωρών της ΕΕ από το ρωσικό αέριο, ειδικότερα όσων βρίσκονται ανατολικά, είναι πολύ μεγαλύτερη και αγγίζει το 100% – αυτό συμβαίνει για παράδειγμα με τις χώρες Εσθονία, Λετονία, Λιθουανία, Λευκορωσία, Σλοβακία, Ρουμανία, Βουλγαρία και Τουρκία. Πολλές ακόμη είναι οι χώρες που έχουν τη Ρωσία ως βασικότερο προμηθευτή. Για παράδειγμα: η Ουγγαρία (που η Ρωσία καλύπτει το 80% των αναγκών της σε αέριο), η Αυστρία (75%), η Τσεχία (74%), η Πολωνία (62%) και η Γερμανία (43%). Ανάλογη εξάρτηση παρατηρείται και στο πετρέλαιο. Στην πιο ευάλωτη θέση βρίσκεται η Ουγγαρία (εισάγοντας από τη Ρωσία το 83,5% του πετρελαίου που καταναλώνει), η Σλοβακία (82,2%), η Φινλανδία (79,1%), η Πολωνία (77,2%), η Τσεχία (49,3%) κ.ά. Οι αντιδράσεις επομένως τόσο της Άγκελα Μέρκελ όσο και του Μπαρόζο, που χαρακτήρισαν απαράδεκτη την κίνηση της Ρωσίας, έχουν ως βάση την παραπάνω ενεργειακή θηλιά που απειλεί την ΕΕ, και επίσης τις δυσοίωνες προβλέψεις που προδικάζουν ότι το 2030 το 70% των ενεργειακών αναγκών της ΕΕ θα καλύπτεται από τη Ρωσία.

Λάδι σε αυτή την εστία έριξαν στη συνέχεια και οι Αμερικανοί, που έκριναν την ενεργειακή κρίση ως μιας πρώτης τάξης ευκαιρία για να βάλουν σφήνα στην αυθόρμητη και αντικειμενική τάση συνεργασίας που αναπτύσσεται μεταξύ Ρωσίας και ΕΕ, και μακροπρόθεσμα μπορεί να αμφισβητήσει την αμερικανική παντοδυναμία. Πολύ χαρακτηριστικό παράδειγμα αμερικανικής παρέμβασης στην κατεύθυνση όξυνσης του ανταγωνισμού ήταν ένα ψυχροπολεμικής έμπνευσης άρθρο ανώτατου στελέχους του αμερικανικού ιδρύματος «Τζέρμαν Μάρσαλ Φαντ», που δημοσίευσαν οι «Φαϊνάνσιαλ Τάιμς» την Τρίτη 9 Ιανουαρίου και στην τελευταία παράγραφο, εν είδει συμπεράσματος, κατέληγε πως «το μεγαλύτερο πρόβλημα είναι η Ρωσία»! Στη συνέχεια, καλούσε τους Ευρωπαίους να πάψουν να καλοπιάνουν τους ηγέτες της Μόσχας και να υιοθετήσουν απέναντί της μια πιο επιθετική γραμμή!

Δέσμη μέτρων από ΕΕ

Η λύση που θα δώσει η Ευρώπη στο -ακανθώδες και πολυσύνθετο- ενεργειακό της πρόβλημα δεν μπορεί να είναι προφανώς ανταγωνιστική ως προς τη Ρωσία, όπως ήταν για παράδειγμα απέναντι στα ευρωπαϊκά συμφέροντα η λύση που έδωσαν οι Αμερικανοί στο ενεργειακό τους πρόβλημα εισβάλλοντας στρατιωτικά και καταλαμβάνοντας χώρες με σημαντικά κοιτάσματα, όπως το Ιράκ, ή άλλες που διαδραματίζουν κρίσιμο ρόλο στη διακίνησή του, όπως το Αφγανιστάν. Λύση επίσης δεν μπορεί να αποτελεί η εμμονή των Βρυξελλών, που φθάνει τα όρια της ψύχωσης, στη φιλελευθεροποίηση δηλαδή την ιδιωτικοποίηση του τομέα της ενέργειας, η οποία ως διά μαγείας θα λύσει το πρόβλημα αν πάρουμε στα σοβαρά τα όσα δήλωσε ο πρόεδρος της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, Μανουέλ Μπαρόζο, ανακοινώνοντας την Τετάρτη μια δέσμη μέτρων για την αντιμετώπιση του ενεργειακού προβλήματος. Η νεοφιλελεύθερη μάλιστα τύφλωση των Βρυξελλών, που επιβάλλει την αποδέσμευση της παραγωγής ενέργειας από τη μεταφορά, είναι τόσο μεγάλη ώστε υποτιμούν τους κινδύνους που γεννιούνται για την ομαλή κάλυψη των ενεργειακών αναγκών του πληθυσμού από τη στιγμή που ένας τομέας δημόσιου συμφέροντος παραδίδεται στην άκρατη κερδοσκοπία. Το πάθημα της Καλιφόρνια, όπου η κερδοσκοπία στην εμπορία οδήγησε στην παρακμή και τη διάλυση των υποδομών παραγωγής ενέργειας, εξακολουθεί να μην αποτελεί μάθημα…

Στη δέσμη των μέτρων που ανακοίνωσε η ΕΕ μπορούν να εντοπιστούν ψήγματα της οριστικής λύσης του σύνθετου ενεργειακού προβλήματος, όπως περαιτέρω μείωση των εκπομπών διοξειδίου, διαφοροποίηση των πηγών προμήθειας με τη συμμετοχή κι άλλων χωρών όπως η Αλγερία και η Νορβηγία, ενίσχυση των ανανεώσιμων πηγών ενέργειας, χρήση πυρηνικής ενέργειας με όλα τα αναγκαία μέτρα για να μη θρηνήσουμε νέο Τσέρνομπιλ κ.ά. Η οριστική λύση όμως του προβλήματος βρίσκεται εκτός των προτάσεων της ΕΕ: Στην αναθεώρηση του σημερινού ενεργοβόρου πρότυπου ζωής, την ενίσχυση των μαζικών μέσων μεταφοράς, την επιβολή αυστηρότερων κανόνων που θα απαγορεύουν τη ρύπανση και δεν θα την τιμολογούν κ.ά.


Σχολιάστε εδώ