Η κερδοσκοπία της αγοράς και η κερδοσκοπία της κυβέρνησης
Και δεν είναι η πρώτη φορά που εμφανίζονται αυτά τα φαινόμενα κερδοσκοπίας. Σε κάθε ευκαιρία οι «αγαθοποιές» και πανίσχυρες δυνάμεις της αγοράς χτυπάνε αλύπητα τους καταναλωτές. Και οι κυβερνήσεις και του ΠΑΣΟΚ και της ΝΔ δεν κατάφεραν ποτέ να προστατεύσουν τους καταναλωτές. Γιατί απλούστατα το νεοφιλελεύθερο σύστημα κατάφερε να εξαρθρώσει ή να διαφθείρει τους κρατικούς ελεγκτικούς μηχανισμούς.
Τις κερδοσκοπικές ορέξεις των αφεντάδων της αγοράς τις υποδαυλίζουν το ευρώ, η ανορθόδοξη δόμηση της αγοράς, η ανυπαρξία σωστά οργανωμένων και επανδρωμένων ελεγκτικών μηχανισμών και η κερδοσκοπία του κράτους. Τώρα με το ευρώ οι αυξήσεις των τιμών δεν φαίνονται και δεν χτυπάνε άσχημα στον καταναλωτή. Μια αύξηση της τιμής κατά 0,50 ευρώ γίνεται αόρατα. Και όμως είναι αύξηση ισοδύναμη με 170 δραχμές. Ποιος παραγωγός ή έμπορος στην εποχή της δραχμής τολμούσε μέσα σε μια νύχτα να παρουσιάσει τέτοιου ύψους αύξηση; Το ευρώ εξυπηρέτησε την κερδοσκοπία και ροκανίζει συνεχώς το εισόδημα των εργαζομένων. Γι’ αυτό και η αγοραστική του δύναμη έχει εξευτελιστεί. Και η αξία του παραμένει υψηλά μόνον για τον υπολογισμό της πληρωμής μισθών και συντάξεων. Το ευρώ κατάντησε να γίνει νόμισμα κερδοσκοπίας. Αυτή την ηθελημένη «αδυναμία» του ευρώ, που οι δυνάμεις της αγοράς την επέβαλαν, δεν μπόρεσαν να την κατανοήσουν οι ηγέτες των κρατών που δέχτηκαν το ευρώ σαν νόμισμα (τάχα ισχυρό) και να προστατεύσουν τους καταναλωτές. Πίστεψαν τυφλά στη θεωρία της «αυτορρύθμισης» της αγοράς, όπως και οι δικοί μας ηγέτες και τα επιφανή στελέχη και των δύο κομμάτων εξουσίας. Και ο λαός δυστυχώς έπεσε θύμα αυτής της εσκεμμένης ή όχι αφέλειας ή κακής εκτίμησης των πολιτικών μας. Και έτσι η μεγάλη πλειονότητα των λαών της ευρωζώνης καταδικάστηκε να είναι το μόνιμο θύμα της κερδοσκοπίας της αγοράς. Το μεγάλο «έργο» των κυβερνήσεων Σημίτη!
Η ανορθόδοξη δόμηση της ελληνικής αγοράς φταίει σε μεγάλο βαθμό για την κερδοσκοπία. Έχει ολιγοπωλιακή και μονοπωλιακή δόμηση, που αποτελεί βασική προϋπόθεση για την επιτυχία των κερδοσκοπικών βλέψεων και προσπαθειών. Όπου και να ψάξει κανείς θα βρει καρτέλ, απόκρυφες συμφωνίες επιχειρήσεων, εναρμονισμένες πρακτικές κυρίως στην τιμολογιακή πολιτική και συνενώσεις μεγάλων επιχειρήσεων (εξαγορές και συγχωνεύσεις) δηλαδή πρακτικές που νοθεύουν τον ανταγωνισμό, εξουδετερώνουν πλήρως την λειτουργία του νόμου της αυτορρύθμισης της αγοράς και στρώνουν τον δρόμο στην κερδοσκοπία και στην άγρια εκμετάλλευση του καταναλωτικού κοινού. Και το κράτος φρόντισε να συρρικνώσει σε μεγάλο βαθμό την επέμβασή του στα δρώμενα της αγοράς, λες και η αγορά ως διά μαγείας είχε μεταβληθεί σε «κοινωνία αγγέλων». Πού είναι η Αγορανομική Υπηρεσία; Που είναι οι έλεγχοι του Γενικού Χημείου του Κράτους; Πού είναι οι Υπηρεσίες Κοστολογικού Ελέγχου του τέως υπουργείου Εμπορίου; Πού είναι οι υπουργικές αποφάσεις που καθόριζαν ποσοστά κέρδους σε επίπεδο χοντρικής και λιανικής πώλησης; Όλα καταργήθηκαν, γιατί τάχα αποτελούσαν αναχρονισμό ή ανελεύθερα μέτρα, που τάχα ήταν ενάντια στην λειτουργία του σύγχρονου κράτους. Έτσι φθάσαμε στην ασυδοσία των αγορών. Και δεν έχουμε μόνον την αισχροκέρδεια της αγοράς. Έχουμε και την κερδοσκοπία του κράτους!
Η κυβέρνηση, με αφορμή τα υψηλά ελλείμματα της δημοσιονομικής διαχείρισης που η ίδια προκαλεί, προτίμησε να κερδοσκοπήσει και αυτή σε βάρος των ελλήνων πολιτών, μέσω της φορολογίας. Ανέχεται τις υψηλές τιμές και την ακρίβεια, που αποφέρει περισσότερα έσοδα από τον ΦΠΑ. Αύξησε τις αντικειμενικές αξίες των ακινήτων για να εισπράττει αυξημένα έσοδα. Κερδοσκόπησε από την αύξηση της τιμής του πετρελαίου και αύξησε τον συντελεστή του Ειδικού Φόρου Κατανάλωσης καυσίμων. Προτίμησε να αυξήσει υπέρμετρα την έμμεση φορολογία, που μετακυλύετε στους καταναλωτές. Και έτσι έπληξε υπέρμετρα τους «μη έχοντες και κατέχοντες» ενώ υπήρχαν και άλλοι λιγότερο επώδυνοι τρόποι μείωσης των ελλειμμάτων, όπως για παράδειγμα η μείωση των κρατικών δαπανών, μέσα στα όρια των απολύτως αναγκαίων δαπανών για τη λειτουργία του κράτους. Όμως δεν υπάρχει κανένα σημάδι που να φανερώνει τη βούληση και της σημερινής κυβέρνησης για συγκράτηση των αδικαιολόγητων δαπανών σκοπιμότητας. Την Κυριακή 17 Δεκεμβρίου 2006 σε όλες τις εφημερίδες δημοσιεύτηκε ολοσέλιδη διαφήμιση του κρατικού προϋπολογισμού του 2007. Καταρχάς η διαφήμιση σημαίνει αδυναμία της κυβέρνησης να πείσει για την ορθότητα του νέου προϋπολογισμού. Σε τι εξυπηρέτησε τον προϋπολογισμό αυτή η διαφήμιση: Αυτή η τεράστια δαπάνη της ολοσέλιδης διαφήμισης ήταν εντελώς άχρηστη. Να γιατί κατηγορώ τις κυβερνήσεις ότι προκαλούν τα ελλείμματα. Και τέτοια παραδείγματα σπατάλης των κρατικών πόρων μπορούμε να βρούμε άφθονα. Έχω την εντύπωση ότι δεν υπάρχει κυβερνητική βούληση για δραστικό περιορισμό των κρατικών δαπανών. Αντίθετα όλες οι κυβερνήσεις κερδοσκοπούν σε βάρος των φορολογουμένων, αυξάνοντας συνεχώς τα φορολογικά βάρη για να έχουν την ευχέρεια της σπατάλης. Αυτή όμως η κυβερνητική συμπεριφορά καθιστά ακόμη πιο άδικο και κοινωνικά ανάλγητο το φορολογικό μας σύστημα. Παρά ταύτα καμία προσπάθεια μεταρρύθμισής του, παρά μόνον αποσπασματικές τροποποιήσεις που αυξάνουν το συνολικό φορολογικό βάρος και απλώς το μετατοπίζουν σε άλλες κατηγορίες πολιτών. Και οι κυβερνήσεις «καμαρώνουν» ότι πέτυχε η μεταρρύθμιση!
Η κερδοσκοπία του κράτους (δηλαδή της κυβέρνησης) εμφανίζεται αρκετά έντονα και στον προϋπολογισμό 2007, που ψηφίστηκε προ ημερών από την Βουλή. Ενώ η αύξηση του ΑΕΠ σε τρέχουσες τιμές υπολογίζεται για το 2007 στο 7,5% περίπου, ο προϋπολογισμός προβλέπει αύξηση των φόρων συναλλαγών κατά 9,6% σε σύγκριση με το 2006 και των ειδικών φόρων κατανάλωσης κατά 9%. Αντίθετα οι άμεσοι φόροι (φόροι εισοδήματος) των φυσικών προσώπων αυξάνονται κατά 6,8% και των νομικών προσώπων (επιχειρήσεων) κατά 2,7%! Αυτό δείχνει ότι το κράτος ασκεί κερδοσκοπική φορολογική πολιτική, καθώς μετατοπίζει το φορολογικό βάρος στην έμμεση φορολογία, που είναι κοινωνικά άδικη. Γιατί πλήττει με την ίδια σφοδρότητα όλους τους καταναλωτές, ανεξάρτητα από το ύψος του εισοδήματός τους ή γενικότερα την όποια οικονομική και κοινωνική τους κατάσταση.
Αλλά η κερδοσκοπία του κράτους (δηλαδή των κυβερνήσεων) αποδεικνύεται και από την αύξηση των αντικειμενικών αξιών των ακινήτων. Το επόμενο μήνα θα έχουμε και άλλη αύξηση, ώστε οι αντικειμενικές αξίες να φτάσουν στο επίπεδο των πραγματικών αξιών της αγοράς. Η αντικειμενικοποίηση της φορολογίας μεταβίβασης ακινήτων προσπόρισε σοβαρά οφέλη στο κράτος. Σταμάτησε το παζάρι μεταξύ φορολογουμένων και φορολογικών αρχών και τη καταδολίευση των συμφερόντων του δημοσίου, σταμάτησε και τις συνεχείς προσφυγές των φορολογουμένων στα Διοικητικά Δικαστήρια. Το κράτος τώρα εισπράττει τους φόρους μεταβίβασης των ακινήτων εγκαίρως και μάλιστα πριν από τη σύνταξη των συμβολαίων και δεν υπάρχουν καθυστερήσεις, παραγραφές, απώλειες εσόδων και κυνηγητό των οφειλετών. Όταν θεσμοθετήθηκαν οι αντικειμενικές αξίες το 1982, ήμουν άμεσος συνεργάτης του τότε υπουργού Οικονομικών Μανώλη Δρετάκη και ένθερμος υποστηρικτής της αντικειμενικοποίησης της φορολογίας. Κρίθηκε τότε σκόπιμο τα οφέλη που θα προέκυπταν από την καθιέρωση των αντικειμενικών αξιών να κατανεμηθούν μεταξύ κράτους και φορολογουμένων, με την καθιέρωση αξιών, κάτω από την πραγματική αγοραία αξία των ακινήτων. Τώρα που οι αντικειμενικές αξίες φτάνουν στο ύψος των πραγματικών, υπάρχει ασφαλώς παραβίαση του πνεύματος του νόμου και καθαρή πλέον κερδοσκοπία του κράτους.
Την κερδοσκοπική πολιτική που ασκεί το κράτος σε βάρος των καταναλωτών τη βλέπουμε ολοφάνερα και στην αποκρατικοποίηση των δημοσίων επιχειρήσεων τέως κοινής ωφέλειας. Αυτές οι αποκρατικοποιημένες ΔΕΚΟ (ΔΕΗ, ΟΤΕ, ΕΥΔΑΠ κ.λπ.) έχουν μεταβληθεί σε επιχειρήσεις ωφέλειας των μετόχων τους, με τις συνεχείς αυξήσεις των τιμών των υπηρεσιών που προσφέρουν στο κοινό. Το κράτος εγκρίνει αυτή την τιμολογιακή πολιτική μονοπωλιακών επιχειρήσεων που οδηγεί στην αύξηση των κερδών, γιατί θέλει να εισπράττει υψηλότερα μερίσματα και φόρους. Και επιπλέον έτσι πετυχαίνει και αύξηση της τιμής των μετοχών τους στο χρηματιστήριο, που σημαίνει ενισχυμένα έσοδα από τις πωλήσεις των ΔΕΚΟ. Και δεν αποκλείεται στις διαπραγματεύσεις για την πώλησή τους η κυβέρνηση άτυπα να αναλαμβάνει την υποχρέωση να εγκρίνει αυτή την τιμολογιακή πολιτική των αποκρατικοποιημένων πλέον τέως δημοσίων επιχειρήσεων, τάχα κοινής ωφέλειας.
Η καταδυνάστευση και η εξόντωση των χαμηλοεισοδηματιών οφείλεται στην κερδοσκοπία της αγοράς και των κυβερνήσεων και στο αδύναμο ευρώ, που οι εργαζόμενοι το πλήρωσαν ακριβά σαν ισχυρό νόμισμα. Και αυτή η επιλογή είναι σύμφωνη με τις επιδιώξεις του νεοφιλελεύθερου συστήματος. Και οι κυβερνήσεις δείχνουν ότι τάχα παλεύουν για την προστασία των καταναλωτών. Στην πραγματικότητα οι καταναλωτές είναι απροστάτευτοι. Και είναι δικαιολογημένο το παράπονο ενός γείτονά μου γέρου συνταξιούχου που πάσχει από την καρδιά του και ξέροντας την ενασχόλησή μου με την δημοσιογραφία με ρώτησε πριν από λίγες μέρες: «Η σύνταξη δεν φτάνει. Πώς μπορώ να περιορίσω και τα χάπια που παίρνω για την καρδιά μου, τώρα με την ακρίβεια αυτή;». Έφυγε κουνώντας το κεφάλι του με απελπισία, χωρίς να περιμένει δική μου απάντηση. Ο πόνος του φτωχού απόκληρου. Θύμα κι αυτός της νέας τάξης πραγμάτων.
Ανάλγητο κράτος, που σε σπρώχνει να γίνεις ή νταβατζής ή εξαθλιωμένος!