Eθνική στρατηγική της Ελλάδος η προώθηση της Τουρκίας;

Ο βρετανός πρωθυπουργός Τόνι Μπλερ, ο πρωτεργάτης της φιλοτουρκικής πολιτικής στην ΕΕ, με παρασκηνιακό ισχυρό συμπαραστάτη τις ΗΠΑ, έσπευσε στην Άγκυρα. Επισήμως, για να «εξηγήσει» τις ευρωπαϊκές «κυρώσεις». Ουσιαστικά, για να εισπράξει το πολιτικό κέρδος από την αίσια έκβαση των κοινών προσπαθειών για απρόσκοπτη συνέχιση της ενταξιακής πορείας της Τουρκίας, ανεξάρτητα από την άρνησή της να εκπληρώσει τις ελάχιστες υποχρεώσεις που ανέλαβε.

Γνωρίζουν, βεβαίως, και οι δύο ότι πίσω από το πάγωμα των οκτώ κεφαλαίων, που ισοδυναμεί με αλλαγή απλώς του ημερολογίου συζητήσεως των διαφόρων διαπραγματευτικών κεφαλαίων, επετεύχθη στην πραγματικότητα το πάγωμα επ’ αόριστον της υποχρεώσεως της Άγκυρας να αναγνωρίσει μια από τις χώρες-μέλη της ΕΕ, την Κύπρο, και να εφαρμόσει το Πρωτόκολλο. Επετεύχθη επίσης, ως άμεση συνέπεια της μη αναγνωρίσεως, η δυναμική επαναφορά στο προσκήνιο του λεγομένου κανονισμού για το «απευθείας εμπόριο». Το τελευταίο αποτελεί τον κεντρικό άξονα της ακολουθούμενης κοινής στρατηγικής για την αναβάθμιση και έμμεση αναγνώριση του ψευδοκράτους και την εκβιαστική, ντε φάκτο, επιβολή ως «λύσεως» του Σχεδίου Ανάν ή παραλλαγής του.

Στο πνεύμα αυτό ο βρετανός πρωθυπουργός δεν εφείσθη προκλήσεων για να ικανοποιήσει την τουρκική πλευρά και να στείλει μήνυμα για τις προτεραιότητες που επιδιώκει η ίδια η βρετανική πλευρά. Είπε, συγκεκριμένα, ότι πρέπει να αρχίσουν απευθείας πτήσεις με τα κατεχόμενα και γενικά ότι πρέπει να προωθηθεί το «απευθείας εμπόριο» για «την άρση της οικονομικής απομονώσεώς των Τουρκοκυπρίων».

Στο ίδιο πνεύμα, ο αμερικανός πρωταγωνιστής του παρασκηνίου για την απαλλαγή της Άγκυρας από τις υποχρεώσεις της και την απρόσκοπτη συνέχιση της ευρωπαϊκής πορείας, Μάθιου Μπράιζα, βοηθός υφυπουργός Εξωτερικών για την Ευρώπη και την Ευρασία, κάλεσε αμερικανικά πανεπιστήμια της Καλιφόρνιας να συνεργασθούν με το «πανεπιστήμιο Νοτιοανατολικής Ευρώπης» του ψευδοκράτους.

Πρόκειται για το ίδιο «πανεπιστήμιο» που οργάνωσε, πριν από τρεις μήνες «Διεθνές Δημοσιογραφικό Συνέδριο για την Ειρήνη», στο οποίο έσπευσαν, δυστυχώς, να συμμετάσχουν έλληνες δημοσιογράφοι και πανεπιστημιακοί από την Ελλάδα και την Κύπρο, γνωστοί απολογητές και υπέρμαχοι του Σχεδίου Ανάν.

Ο απόηχος και οι επιρροές της πολιτικής αυτής είναι εμφανείς επίσης κατά τις τελευταίες ημέρες σε άρθρα του ελληνικού Τύπου. Σε αυτά, είτε κατά συγκεκαλυμμένο είτε κατά ευθύ τρόπο, εκφράζεται ανησυχία για τον κίνδυνο μόνιμης διχοτομήσεως της Κύπρου εάν δεν προχωρήσει η «επανένωση», με την αποδοχή του «απευθείας εμπορίου» που αποτελεί αναγκαία προϋπόθεση για «λύση» τύπου Σχεδίου Ανάν.

Οι αμετανόητοι υποστηρικτές της πολιτικής αυτής συντάσσονται ουσιαστικά με την πολιτική ντε φάκτο αναγνωρίσεως του ψευδοκράτους μέσω του «απευθείας εμπορίου»; Ένα τέτοιο γεγονός προφανώς θα ακύρωνε στην πράξη το μόνο ουσιαστικό πλεονέκτημα που έχει σήμερα η Κύπρος ως χώρα μέλος της ΕΕ για να διαπραγματευθεί μια στοιχειωδώς δίκαιη λύση, σύμφωνη με τις βασικές ευρωπαϊκές αρχές και το ευρωπαϊκό κεκτημένο. Θα μετέτρεπε, επίσης, την ίδια την ένταξη της Κύπρου στην ΕΕ από στρατηγικό πλεονέκτημα της ελληνικής πλευράς σε μειονέκτημα και σε μπούμερανγκ, γιατί η πίεση της ΕΕ σε μια τέτοια περίπτωση αντί να κατευθύνεται προς την τουρκική πλευρά που συνεχίζει την κατοχή στην Κύπρο θα κατευθυνόταν προς την ελληνική πλευρά:
• Για να δεχθεί «λύση» δύο «ισοτίμων» κρατών
• Να νομιμοποιήσει τα τετελεσμένα γεγονότα
• Να παραγράψει την κατοχή
• Να συμφωνήσει σε λεόντεια «λύση» υπέρ της τουρκικής πλευράς κατ’ απόκλιση από το ευρωπαϊκό κεκτημένο, η οποία θα υποθήκευε το μέλλον ολόκληρου του Ελληνισμού της Κύπρου και θα μετέτρεπε την Κύπρο σε προτεκτοράτο.

Ασύδοτη προπαγάνδα Ερντογάν στον ΟΗΕ

Το πώς αντιμετωπίζει η τουρκική πλευρά τη μονομερή υποστήριξη της Ελλάδος στην ενταξιακή της πορεία επιβεβαιώθηκε για άλλη μια φορά στην έδρα του ΟΗΕ, όπου πήγε ο τούρκος πρωθυπουργός, αμέσως μετά την ευρωπαϊκή Σύνοδο Κορυφής στο πλαίσιο της λεγόμενης «Συμμαχίας για τον διάλογο των πολιτισμών».

Είναι προφανές ότι η Ελλάδα διαδραμάτισε καταλυτικό ρόλο για την απαλλαγή επ’ αόριστον της Άγκυρας από την υποχρέωσή της να εφαρμόσει το Πρωτόκολλο Τελωνειακής Συνδέσεως και να αναγνωρίσει την Κύπρο. Στο σημείο αυτό αρχίζει σχετικά να αναρωτηθεί κανείς τι συζήτησε ο έλληνας πρωθυπουργός κατά τη συνάντησή του στη Ρίγα της Λεττονίας με την καγκελάριο της Γερμανίας κ. Μέρκελ και τον γάλλο Πρόεδρο κ. Σιράκ, στο πλαίσιο της Συνόδου Κορυφής του ΝΑΤΟ. Τους εξήγησε την ελληνική θέση γιατί δεν πρέπει να παγώσει η ενταξιακή πορεία της Τουρκίας, ακόμη και αν η τελευταία επιμείνει μέχρι τέλους και δεν εφαρμόσει το Πρωτόκολλο Τελωνειακής Συνδέσεως;

Τι θα ανέμενε κανείς σε μια τέτοια περίπτωση; Να επιμείνουν σ’ αυτήν τη θέση τρίτες χώρες και να κατηγορηθούν ότι το κάνουν για άλλους σκοπούς, όταν μια άμεσα ενδιαφερόμενη χώρα, όπως η Ελλάδα, δεν το ζητά; Διακηρύσσει, αντιθέτως, ότι θέλει μια κοινή ευρωπαϊκή θέση πάνω στη βάση του μη παγώματος της ενταξιακής πορείας της Τουρκίας.

Είναι φανερό ότι η προβαλλόμενη μοναξιά στην οποία βρεθήκαμε στην ΕΕ και «υποχρεωθήκαμε» να συμπλεύσουμε με την «κοινή» θέση της φινλανδικής προεδρίας, ήταν σε πολύ μεγάλο βαθμό δικό μας έργο. Την κατασκεύασε με την πολιτική της η επίσημη ελληνική πλευρά, για να κρύψει πίσω απ’ αυτήν τις νέες υποχωρήσεις της και για να την επικαλεσθεί ως άλλοθι.

Άλλωστε, τι σημαίνει μοναξιά σε καίρια εθνικά θέματα και συμφέροντα; Ένα εθνικό θέμα και ένα ζωτικό εθνικό συμφέρον αφορά κυρίως αυτόν που το έχει. Η «κοινή» θέση των άλλων πάνω στην πλάτη αυτού που το έχει, δεν είναι η καλύτερη εκδοχή αποτελεσματικής υπερασπίσεως του συμφέροντος αυτού, ιδίως όταν η ΕΕ παρέχει στο κάθε μέλος αποτελεσματικά θεσμικά όπλα και μέσα για να το υπερασπίσει. Ενώ, όμως, η Ελλάδα εξυπηρέτησε την ενταξιακή πορεία της Άγκυρας με τη στάση της, με την οποία ευθυγραμμίσθηκε στη συνέχεια και η Κύπρος, εγκαταλείποντας την προηγούμενη θέση της για πάγωμα της τουρκικής ενταξιακής διαδικασίας, τι εισέπραξε από την άλλη πλευρά;

Αξιοποιώντας το βήμα του ΟΗΕ και τη διεθνή προβολή, ο τούρκος πρωθυπουργός επεδόθη σε ασύδοτη προπαγάνδα τόσο σε ό,τι αφορά το Κυπριακό όσο και το Αιγαίο. Για το πρώτο, επετέθη κατά των Ελληνοκυπρίων, καταγγέλλοντάς τους ότι «δεν θέλουν την ειρήνη»! Εκεί φτάσαμε. Ο εκπρόσωπος του «Αττίλα», που συνεχίζει την κατοχή της Κύπρου, να καταγγέλλει το θύμα ως ένοχο και υπεύθυνο για τη μη «λύση» του προβλήματος, με την αποδοχή, προφανώς, των στόχων του «Αττίλα».

Ο τούρκος πρωθυπουργός, όμως και η τουρκική διπλωματία, με την ακολουθούμενη από την ελληνική πλευρά πολιτική, απέκτησαν, προφανώς, στρατηγικό πλεονέκτημα προπαγάνδας. Όταν η Τουρκία δεν καθηλώνεται από την ελληνική πολιτική στο εδώλιο του κατηγορουμένου για την κατακτητική πολιτική της στην Κύπρο και τις διεκδικήσεις και προκλήσεις της στο Αιγαίο, αλλά, αντιθέτως, υποστηρίζεται ενεργά για να επιτύχει τον μεγαλύτερο γεωπολιτικό και στρατηγικό της στόχο, την ένταξη στην ΕΕ, και για να προβάλει ευρωπαϊκό πρόσωπο, τότε η πολιτική αυτή γίνεται μπούμερανγκ για την Ελλάδα. Η Ελλάδα συνεργεί για την ενίσχυση του διπλωματικού βάρους και γοήτρου της Άγκυρας, η οποία το χρησιμοποιεί εναντίον μας για την προώθηση των γνωστών δικών της θέσεων και στόχων.

Παρόμοιες ήταν οι δηλώσεις Ερντογάν για το Αιγαίο. Μίλησε υποκριτικά για «θάλασσα ειρήνης», τη στιγμή που βρίσκεται ακόμη σκανδαλωδώς εν ισχί το casus belli, προς δόξαν της ακολουθούμενης ελληνικής εξωτερικής πολιτικής. Καταφέρθηκε, επίσης, κατά των ελληνικών ΜΜΕ, που δήθεν παρεμποδίζουν τον έλληνα πρωθυπουργό να προχωρήσει σε «συνεννοήσεις» για τη «ρύθμιση» των θεμάτων του Αιγαίου.

Τι εννοεί η τουρκική πλευρά με τους περιφραστικούς αυτούς όρους είναι φανερό από τις προκλήσεις της, μια από τις οποίες ήρθε πρόσφατα στο φως της δημοσιότητας. Τουρκικά μαχητικά εγκλώβισαν ηλεκτρονικά και κατέρριψαν εικονικά ελληνικό πολεμικό αεροσκάφος έξω μόλις από τη Σκύρο. Εάν λάβει κανείς υπ’ όψιν τον ρόλο που διαδραματίζει η Σκύρος στην αεράμυνα του Αιγαίου και τη σημασία που έχει το στρατηγικό βάθος του Αιγαίου για την ελληνική εθνική άμυνα, αντιλαμβάνεται τι σημαίνουν οι προκλήσεις αυτές και τι στόχους υπηρετούν. Πολύ περισσότερο, μάλιστα, όταν η Άγκυρα αξιοποιεί την κατάργηση των εθνικών επιχειρησιακών ορίων στο πλαίσιο του ΝΑΤΟ, που αφρόνως δέχθηκε η ελληνική πλευρά και έχει επίσης το πλεονέκτημα του Αεροπορικού Στρατηγείου του ΝΑΤΟ στη Σμύρνη, στο οποίο τη θέση του επιτελάρχη κατέχει αξιωματικός της τουρκικής αεροπορίας.

Η ταύτιση με την αμερικανική γεωπολιτική και στρατηγική στις ευρωτουρκικές σχέσεις οδηγεί στον διπλωματικό αυτοαφοπλισμό της Ελλάδος και στη δορυφοροποίηση της πολιτικής της

Μέχρι το 1996, αφετηρία ανατροπής της προηγούμενης, διακομματικής στις βασικές επιλογές της, ελληνικής εξωτερικής πολιτικής, το βασικότερο μέλημα της Ελλάδος ήταν η ανάσχεση της φιλοτουρκικής πολιτικής των ΗΠΑ και η όσον το δυνατόν εξισορρόπησή της.

Για τον σκοπό αυτό προβαλλόταν:

• Η πολύ σημαντική επίσης στρατηγική θέση και σημασία της Ελλάδος.
• Το δίκαιο των ελληνικών θέσεων και η ανάγκη του σεβασμού από την Τουρκία του διεθνούς δικαίου.
• Η θέση ότι ήταν αδιανόητο και απαράδεκτο να ζητείται από την Ελλάδα η υποστήριξη της ενταξιακής προοπτικής της Τουρκίας, χωρίς προηγούμενη επίλυση των υπαρχόντων προβλημάτων.

Πάνω σ’ αυτήν τη βάση ερχόταν σε πολύτιμη επικουρία και συμπαράσταση ο Ελληνισμός της Αμερικής και το οργανωμένο ελληνικό λόμπι. Στο ίδιο, επίσης, πνεύμα οι διαδοχικές ελληνικές κυβερνήσεις έθεταν συστηματικά βέτο σε οποιαδήποτε προσπάθεια της ΕΕ, υποκινούμενη από τις ΗΠΑ, να δρομολογήσει ενταξιακή προοπτική για την Τουρκία, έστω και με τη μορφή μικρών σχετικά προενταξιακών χρηματοδοτικών πρωτοκόλλων. Δεν ετίθετο τότε κανένα θέμα είτε φόβου της Τουρκίας είτε πειθήνιας προσαρμογής στις επιθυμίες και επιταγές της αμερικανικής πολιτικής. Η θέση αυτή της Ελλάδος ήταν, άλλωστε, πλήρως εναρμονισμένη με την κοινή θέση των ευρωπαϊκών χωρών, οι οποίες, με εξαίρεση τη Μεγάλη Βρετανία και δύο έως τρεις άλλες χώρες, θεωρούσαν ως εντελώς εξωτική και εκτός πραγματικότητας κάθε ιδέα εντάξεως της Τουρκίας στην ΕΕ!

Κάθε σχετική αναφορά και συζήτηση ήταν εντελώς προσχηματική. Γινόταν, κατά αμερικανική παράκληση, απλώς «για να ενθαρρυνθεί η Τουρκία να προχωρήσει σε μεταρρυθμίσεις», όπως στερεοτύπως αναφερόταν.

«Η ευρωπαϊκή προοπτική της Τουρκίας απέκτησε πραγματική υπόσταση και αξιοπιστία μετά τη μεταστροφή της πολιτικής της Ελλάδος», έγραψε το 2002, αμέσως μετά τη Σύνοδο Κορυφής της Κοπεγχάγης, η γαλλική εφημερίδα «Le Monde». Πράγματι, με αφορμή την ενταξιακή πορεία της Κύπρου, η αμερικανική πολιτική έθεσε ως στόχο να αξιοποιήσει τα ελληνοτουρκικά προβλήματα ως καταλύτη για να μεταστρέψει τη θέση της Ελλάδος από αντίπαλο σε προπαγανδιστική και υπέρμαχο της ευρωπαϊκής προοπτικής της Τουρκίας και για να ξεμπροστιάσει τις άλλες ευρωπαϊκές χώρες που δεν αντιμετώπιζαν θετικά μια τέτοια προοπτική.

Με ποια λογική, π.χ. θα αντιστεκόταν στις αμερικανικές πιέσεις η Πορτογαλία, το Βέλγιο ή η Ολλανδία, που δεν έχουν διμερή προβλήματα με την Τουρκία, όταν θα προβαλλόταν το παράδειγμα της Ελλάδος, που, αν και «προαιώνιος εχθρός» των Τούρκων, υποστηρίζει ενθέρμως την ένταξη της Τουρκίας στην ΕΕ;

Για να «πεισθεί» η Ελλάδα να κάνει τη μεγάλη στροφή, προβλήθηκε το ιδεολόγημα ότι η Ελλάδα έχει δήθεν στρατηγικό εθνικό συμφέρον από την ένταξη της Τουρκίας και ότι, με το υπέρτερο αυτό εθνικό συμφέρον κατά νου, τα επιμέρους προβλήματα μεταξύ των δύο χωρών θα βρουν τη λύση τους κατά τη διάρκεια της ενταξιακής πορείας της Τουρκίας ως καρπός και αποτέλεσμα του «εξευρωπαϊσμού» της και της ελληνοτουρκικής «φιλίας».

Με τη στροφή αυτή, η Ελλάδα:

• Εβαλε στο ράφι το δικαίωμα βέτο και ανέλαβε «να σύρει το κάρο της Τουρκίας στην Ευρώπη»!
• Ταυτίσθηκε πλήρως με τους στόχους και τις προτεραιότητες της αμερικανικής γεωπολιτικής και στρατηγικής, στην οποία προεξάρχει, σε ό,τι αφορά την περιοχή μας, η θεαματική αναβάθμιση του τουρκικού παράγοντα.

Η Ελλάδα βρέθηκε έτσι, με την πολιτική αυτή, σε θέση συμμάχου και συνεργάτη της αμερικανικής πολιτικής για την προώθηση και στρατηγική αναβάθμιση της Άγκυρας. Για τη στρατηγική επίσης σύζευξη του ελληνικού και τουρκικού χώρου σ’ ένα ενιαίο αλληλεξαρτημένο σύνολο, την πρώτη θέση στο οποίο δεν θα κατέχει, βεβαίως, η ελληνική πλευρά, αλλά ο στρατηγικά ευνοούμενος από τις ΗΠΑ τουρκικός παράγων. Ο καθένας αντιλαμβάνεται τι σημαίνει αυτό.

Η διαρροή του χρόνου έδειξε τα όρια και τα αποτελέσματα της πολιτικής αυτής. Έδειξε πώς διαμορφώνονται υπέρ της Άγκυρας οι διπλωματικοί συσχετισμοί, ακόμη και μέσα στην ίδια την ΕΕ, υπό το παθητικό βλέμμα της αυτοαφοπλισμένης ελληνικής πολιτικής και διπλωματίας. Επίσης, ποια είναι η πραγματική υπόσταση των όρων και προϋποθέσεων που υποτίθεται ότι θέτει η ελληνική πλευρά ως αντάλλαγμα για την υποστήριξη της ευρωπαϊκής πορείας της Τουρκίας. Έδειξε, τέλος, πώς διαμορφώνεται η διπλωματική κατάσταση και το διπλωματικό κεκτημένο στα επιμέρους εθνικά μας θέματα και ποιοι κίνδυνοι εγκυμονούν. Είναι καιρός η επίσημη ελληνική πολιτική να συναγάγει τα συμπεράσματά της. Να διαβλέψει τους κινδύνους που ενέχει η συνέχιση της πορείας αυτής. Να αναζητήσει ερείσματα με μια ανεξάρτητη και πολυδιάστατη εξωτερική πολιτική, την οποία ασκεί η Άγκυρα, παρά την προνομιακή μεταχείρισή της από τις ΗΠΑ. Να επιστρέψει στα αυτονόητα και να αναστυλώσει το γόητρο και την αξιοπιστία της ακόμη και μεταξύ των ευρωπαίων εταίρων της.

* Ο Περικλής Νεάρχου διετέλεσε σύμβουλος του Ανδρέα Παπανδρέου επί θεμάτων εξωτερικής πολιτικής


Σχολιάστε εδώ