Η Τουρκία μεταξύ σφύρας και άκμονος
Η Τουρκία διέρχεται μια μόνιμη κρίση ταυτότητας η οποία εκδηλώνεται σε πολλά επίπεδα, είτε αυτά είναι γεωγραφικά – πολιτιστικά είτε είναι κοινωνικοπολιτικά, αφού υπάρχει κρίση σε σχέση με το «ποιοι είμαστε και πού ανήκουμε», αν είναι δηλαδή «ασιατική» ή «ευρωπαϊκή» χώρα, αν είναι «μουσουλμανική» ή «κοσμική – κεμαλική», αν ανήκει στον «Ισλαμικό» ή στον «Δυτικό» κόσμο.
Υπάρχει όντως ένα επικίνδυνο μπέρδεμα, θα λέγαμε μια απειλητική σύγχυση ταυτοτήτων, η οποία δημιουργεί ένα πρόβλημα αυτοπεποίθησης, καλλιεργεί την επιθετικότητα και τον φανατισμό, συμπτώματα και συμπεριφορές που πολλές φορές αποδίδονται σε φόβο. Η εκδήλωση αυτού του φαινομένου επικαιροποιείται και εμφανίζεται κρίσιμη από την εκδήλωση της διαμάχης μεταξύ του κεμαλιστή Προέδρου Αχμέτ Νετζντέτ Σεζέρ, που εκφράζει εν προκειμένω και ολόκληρο το κεμαλικό κατεστημένο του στρατεύματος, και του ισλαμιστή πρωθυπουργού Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν, που διεκδικεί αλλαγές στο πολιτικό σύστημα κατά παράδοξο τρόπο για το Ισλάμ, στο πλαίσιο ενός κοινωνικοπολιτικού και κοινωνικοοικονομικού εκσυγχρονισμού, επιδιώκοντας ταυτόχρονα και την εμπέδωση μιας ευρωπαϊκής ταυτότητας στους Τούρκους, που προσδοκάται να σφυρηλατηθεί στο μακρύ και δύσβατο ταξίδι της Τουρκίας προς την Ευρώπη.
Αντίθετα, οι Κεμαλιστές, ενώ προσανατολίζονται εδώ και περίπου 80 χρόνια προς την Ευρώπη, εν τούτοις υπερτονίζουν και υπερκαλλιεργούν έναν τουρκικό εθνικισμό που θέλουν να λειτουργήσει ως υποκατάστατο ταυτότητας, πράγμα που, όπως γράφει και ο Μεχμέτ Αλί Μπιράντ στην «Turkish Daily News», δεν καλύπτει καθόλου τα ελλείμματα αυτοπεποίθησης που αφήνει στο μέσο Τούρκο η συγκεχυμένη αυτοεικόνα του, ως προς το αν είναι Ευρωπαίος ή όχι.
Αντίθετα, η τουρκική εθνική ταυτότητα στην εθνικιστική της διάσταση παραπέμπει σε μια προσωρινή αντίληψη ψευδομεγαλείου, αλλά δεν μπορεί να καλύψει το ευρύτερο πολιτιστικό κενό που εκδηλώνεται στην πολιτική ταυτότητα της χώρας.
Επανερχόμενοι στη διαμάχη Σεζέρ – Ερντογάν είναι σαφές πως ο Πρόεδρος Σεζέρ, εκπροσωπών το σκληρό κεμαλικό κατεστημένο, επιδιώκει να παρεμποδίσει τον πρωθυπουργό Ερντογάν στην υλοποίηση των σχεδίων του να μεταπηδήσει στην Προεδρία της Δημοκρατίας, πράγμα που με τις σημερινές ισορροπίες και τους συσχετισμούς στην Εθνοσυνέλευση είναι εφικτό.
Ο Σεζέρ λοιπόν, προκειμένου να εμποδίσει αυτήν την ατυχή, όπως την θεωρούν οι Κεμαλικοί, πολιτική εξέλιξη, να αναλάβει δηλαδή το ανώτατο αξίωμα της χώρας ένας πολιτικός ηγέτης που αρνείται τη βασική φιλοσοφική δομή του Κεμαλισμού που είναι ο Σεκουλαρισμός (Κοσμικότητα), επιχειρεί ένα είδος συνταγματικού πραξικοπήματος, προωθώντας την ιδέα των πρόωρων εκλογών, όπου, επιχειρώντας να αυξήσει τα κόμματα που συμμετέχουν στην Εθνοσυνέλευση, προτίθεται να μειώσει και το εκλογικό όριο των κομμάτων από το ακραίο 10% στο 7 ή 8%, ώστε, όπως λέει ο ίδιος, να εκφράζεται πιο αποτελεσματικά η λαϊκή βούληση.
Δεν ξέρουμε αν θα μπορέσει ο Πρόεδρος Σεζέρ να πραγματοποιήσει το εγχείρημά του, εξάλλου η Τουρκία δεν εντυπωσιάζει όταν πραγματοποιεί συνταγματικά πραξικοπήματα ή ακόμα και όταν καταργεί το Σύνταγμα, στο πλαίσιο «βελούδινων» ή ανοικτών πραξικοπημάτων, όμως είναι βέβαιο πως έτσι ή αλλιώς θα οδηγηθούμε ή σε μια στιγμιαία κορύφωση της κρίσης ή σε μια παρατεταμένη ρήξη μεταξύ των σκληροπυρηνικών Κεμαλιστών και του Πολιτικού Ισλάμ.
Οι συνέπειες της οποιασδήποτε κρίσης, δηλαδή ενεργοποιημένης πλέον σύγκρουσης, δεν μπορούν να προβλεφθούν, αφού εάν εκλεγεί τελικώς ο Ερντογάν στην Προεδρία της Δημοκρατίας σημαίνει αναπόφευκτα αποδυνάμωση των Κεμαλιστών, ενώ αν δεν αφεθεί να προχωρήσει με βάση τις πρόνοιες του Συντάγματος σ’ αυτή την επιλογή του, θα υπάρξει ενδεχομένως σύγκρουση πρωθυπουργού – Προέδρου, με απρόβλεπτες και πάλι συνέπειες για το πολιτικό σύστημα της χώρας.
Το ζήτημα ή το πρόβλημα της Τουρκίας είναι ευρύτερο και εστιάζεται, όπως λέει και ο Μπιράντ, στην απόφαση της χώρας να προχωρήσει σταθερά και αποφασιστικά με όποιο κόστος στον ευρωπαϊκό της προσανατολισμό.
Ο κεμαλισμός έχει κλείσει τον κύκλο του. Μπορεί να δημιούργησε μεγάλες ομάδες συμφερόντων, να έχει εμπεδώσει δομές εξουσίας κυρίαρχες, όμως είναι ένας αναχρονισμός του Μεσοπολέμου, ο οποίος δεν μπορεί να ενσωματωθεί επ’ ουδενί στον ευρωπαϊκό πολιτικό πολιτισμό και το σύστημα δικαίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης.