Επιτέλους κοιτάξτε τα πραγματικά προβλήματα της οικονομίας

Τα αποθέματα αυτά αποτελούν ισχυρή βάση μιας αυτοδύναμης διόρθωσης της πορείας της οικονομίας χωρίς έξωθεν βοήθεια. Εκείνο που πρέπει να αποτελεί αντικείμενο μεγίστου ενδιαφέροντος του οικονομικού επιτελείου κάθε κυβέρνησης, τουλάχιστον στις χώρες με ασθενή οικονομία, είναι η παρακολούθηση των εξελίξεων στα περιθώρια αντοχής της οικονομίας, τα οποία στο σύνολό τους αποτελούν την προστατευτική ασπίδα σε περιόδους κρίσεων.

Kατ’ ακολουθίαν των παραπάνω σκέψεων, το ερώτημα που γεννιέται είναι κατά πόσον η ελληνική οικονομία διαθέτει ικανά αποθέματα αντοχής. Μπορούμε άραγε να μιλάμε για υψηλό βαθμό αντοχής της οικονομίας μας σε περιόδους κρίσεων; Ποια είναι η εξέλιξη σε αποθέματα αντοχής που διαθέτουν ο δημόσιος και ιδιωτικός τομέας και τα νοικοκυριά;

α) Κρατικός τομέας: Το γεγονός ότι το κράτος για να ανταποκριθεί στις υποχρεώσεις του αναγκάζεται κάθε χρόνο να δανείζεται όλο και μεγαλύτερα ποσά και να εκποιεί μεγαλύτερα κομμάτια από τη δημόσια περιουσία σημαίνει ότι δεν διαθέτει ούτε καν ανεκτό βαθμό αντοχής. Τα αποθέματά του, η δημόσια περιουσία και τα κέρδη από τη συμμετοχή του στις κερδοφόρες ΔΕΚΟ, χρόνο με τον χρόνο μειώνονται και ο δανεισμός του μεγαλώνει. Από την κυκλοφορία του ευρώ έχουμε μέσο όρο ετήσιου δανεισμού κατά τη διετία 2002-2003 που έφτασε στα 14,6 δισ. ευρώ και την επόμενη διετία (2004-2005) ο μέσος ετήσιος δανεισμός έφτασε στα 16,8 δισ. ευρώ λόγω συγκράτησης του δανεισμού κατά το 2005 (δανεισμός 2004: 19,7 δισ. ευρώ, δανεισμός 2005: 14 δισ. ευρώ, ενώ το 2006 φαίνεται ότι ο κρατικός δανεισμός θα προσεγγίσει τα 30 δισ. ευρώ! Αυτό δείχνει ότι σε περίοδο οικονομικής κρίσης, όταν τα φορολογικά έσοδα του κράτους θα υποστούν καθίζηση, τα περιθώρια δανεισμού θα είναι ελάχιστα. Το δημόσιο χρέος ήδη πλησιάζει τα 250 δισ. ευρώ και θα πρέπει να ληφθεί μέριμνα συγκράτησής του σε ύψος συμβατό με τα περιθώρια αντοχής του δημοσιονομικού τομέα. Δεν είναι νοητό ο δανεισμός (τα πιστωτικά έσοδα) να αποτελεί τη βασικότερη πηγή εσόδων του κρατικού προϋπολογισμού.

Το άλλο απόθεμα αντοχής του δημόσιου (κρατικού) τομέα, η κρατική περιουσία είναι σε όλους μας γνωστό ότι συνεχώς εκποιείται με… τρελούς ρυθμούς που έχουν βαφτιστεί «μεταρρυθμίσεις». Εδώ δεν χρειάζεται να επιμείνουμε και σημειώνουμε ότι κάθε χρόνο η περιουσία του κράτους μειώνεται κατά 2-2,5 δισ. ευρώ, τουλάχιστον κατά την τελευταία δεκαετία που στην εξουσία βρίσκονται οι «εκσυγχρονιστές» του ΠΑΣΟΚ και της ΝΔ. Όταν τα «φιλέτα» της δημόσιας περιουσίας δοθούν βορά στις αδηφάγους ορέξεις των ντόπιων και ξένων στρατηγικών ή μη επενδυτών, τι θα πουλάνε τα κράτη; Με τη φάμπρικα της αποκρατικοποίησης -εφεύρεση του νεοφιλελευθερισμού- έχετε υπολογίσει πόσοι αεριτζήδες πλούτισαν, παρέχοντας ευτελούς αξίας υπηρεσίες; Σύμβουλοι αποκρατικοποιήσεων, τράπεζες, μεσίτες με «διεθνές κύρος», πάσης φύσεως και ήθους οικονομικοί κατάσκοποι ξεφύτρωσαν στην πιάτσα για να βοηθήσουν τα κράτη στην εκποίηση της δημόσιας περιουσίας. Αυτό που συμβαίνει σήμερα είναι πρωτοφανές. Μερικά σαΐνια βρήκαν όμορφο τρόπο να κατασπαράξουν τη δημόσια περιουσία που δημιούργησαν οι θυσίες των προηγουμένων γενεών. Όταν δεν θα υπάρχουν πλέον περιθώρια πώλησης δημόσιας περιουσίας, πώς θα μπορούν οι κρατικοί προϋπολογισμοί να «ξελασπώνουν»; Οι τωρινές κυβερνήσεις ασυλλόγιστα αναλώνουν τα αποθέματα αντοχής του κρατικού τομέα. Γρήγορα τα κράτη θα στηρίξουν την κάλυψη των δαπανών τους στη φορολογία, σχεδόν αποκλειστικά, καθώς ο δανεισμός και η εκποίηση της δημόσιας περιουσίας δεν θα αποδίδουν πλέον έσοδα. Έχετε αναλογιστεί τι θα σημαίνει αυτό για την οικονομία γενικότερα;

β) Ιδιωτικός τομέας: Στον ιδιωτικό τομέα η μικρομεσαία επιχείρηση, βρίσκεται κάτω από την ασφυκτική πίεση του κράτους, του τραπεζικού συστήματος και των μεγάλων πολυκαταστημάτων. Στην παραγωγική διαδικασία οι παραγωγικές επιχειρήσεις αντιμετωπίζουν τον οξύτατο ανταγωνισμό από την εισαγωγική διείσδυση των ξένων προϊόντων. Και στον εμπορικό τομέα οι εμπορικές επιχειρήσεις παλεύουν χωρίς επιτυχία με τα πολυκαταστήματα και τις αλυσίδες καταστημάτων που έχουν συγκεντρώσει περίπου το 80% του συνολικού τζίρου. Και σαν να μη φτάνει αυτό, έρχεται και το κράτος με τη φορολογική του πολιτική να συμπληρώσει την ασφυκτική πίεση. Οι μικρομεσαίες επιχειρήσεις βρίσκουν «σανίδα επιβίωσης» στο τραπεζικό σύστημα που ρουφάει τα πενιχρά κέρδη τους με τα υψηλά επιτόκια δανεισμού και τις συναφείς επιβαρύνσεις των δανείων. Ακόμη και ο κ. Αλογοσκούφης ζήτησε με πρόσφατες δηλώσεις του από τις διοικήσεις των τραπεζών να μειώσουν τις τραπεζικές επιβαρύνσεις των δανειοληπτών.

Σημαντικά αποθέματα αντοχής του ιδιωτικού τομέα είναι οι καταθέσεις όψεως, τα ρέπος και οι αγορές μεριδίων αμοιβαίων κεφαλαίων. Και τα τρία αυτά αποθέματα αντοχής παρουσιάζουν συνεχή συρρίκνωση από το 2004 μέχρι σήμερα. Όπως ομολογεί ο υπουργός Οικονομίας και Οικονομικών, ο ρυθμός ανόδου των καταθέσεων ταμιευτηρίου παρουσίασε σημαντική επιβράδυνση το 2005 και περαιτέρω επιβράδυνση το 2006 (εισηγητικές εκθέσεις προϋπολογισμών 2006 και 2007, σελίδες 22 και 21 αντίστοιχα). Ενώ το 2004 είχαμε ρυθμό αύξησης των καταθέσεων ταμιευτηρίου στο 16,3%, το 2005 φτάσαμε στο 7,7% και το 2006 στο 2%. Οι τοποθετήσεις κεφαλαίων σε ρέπος μειώθηκαν το 2004 με ρυθμό 12,6%, το 2005 με ρυθμό που έφτασε στο 64,7% και το 2006, μετά από τόση συρρίκνωση, ο ρυθμός μείωσής τους έφτασε στο 56,5%. Τώρα παραμένουν ορισμένοι πιστοί κυρίως από τους μεγαλοεπιχειρηματίες. Τα ίδια ισχύουν και για τα αμοιβαία κεφάλαια. Ρυθμός μείωσης το 2005 μέχρι 51,8% και το 2006 μέχρι το 35%. Οι μικρομεσαίες επιχειρήσεις δεν έχουν πλέον τη δυνατότητα να αποταμιεύουν σε ρέπος και αμοιβαία κεφάλαια, όπως και η συντριπτική πλειοψηφία των νοικοκυριών. Όλοι όμως είναι υποχρεωμένοι να διατηρούν λογαριασμό ταμιευτηρίου, οι επιχειρηματίες για να διαθέτουν μπλοκ επιταγών και πρόσβαση στη δανειοδότηση και οι μισθωτοί και συνταξιούχοι υποχρεωτικά για να μπορούν να εισπράττουν τον μισθό ή τη σύνταξή τους. Έτσι το κράτος θέριεψε το τραπεζικό σύστημα και οι λογαριασμοί ταμιευτηρίου δεν παρουσίασαν ολοκληρωτική κατάρρευση όπως τα ρέπος και τα αμοιβαία. Σημειώνουμε ότι οι καταθέσεις προθεσμίας παρουσιάζουν κάποια αύξηση, αυτό όμως δεν αναιρεί τα παραπάνω συμπεράσματα. Πάντα θα υπάρχουν οι υψηλοεισοδηματίες με ικανοποιητικά κέρδη και με υψηλούς μισθούς και συντάξεις, που δεν έχουν ανάγκη για άμεση ρευστότητα και διατηρούν προθεσμιακούς λογαριασμούς με υψηλότερο επιτόκιο. Αυτοί είναι μια μικρή μειοψηφία και δεν επηρεάζουν την όλη εικόνα της οικονομίας.

γ)Νοικοκυριά: Η συντριπτική πλειοψηφία των νοικοκυριών διαβιώνει με μικρά και μεσαία εισοδήματα (αγρότες, ορισμένες κατηγορίες ελευθέρων επαγγελματιών, μισθωτοί, συνταξιούχοι κ.λπ.), ορισμένοι έχουν ήδη μπει στη «ζώνη της φτώχειας» και άλλοι σπρώχνονται προς τα εκεί. Όλοι αυτοί μετά τη μακρά περίοδο λιτότητας δεν διαθέτουν πλέον τα περιθώρια αντοχής σε μια οικονομική κρίση. Δεν έχουν καταθέσεις όψεως ή προθεσμίας ούτε ρέπος ή μερίδια αμοιβαίων κεφαλαίων ή άλλες κινητές αξίες για να ρευστοποιήσουν και να αντιμετωπίσουν μια κρίση. Αντιθέτως, συμπληρώνουν το ανεπαρκές εισόδημά τους με καταναλωτικά δάνεια ή με τη χρησιμοποίηση «πλαστικού» χρήματος (κάρτες). Έτσι σε μια ενδεχόμενη κρίση θα βρεθούν στη «ζώνη της φτώχειας» και θα περιορίσουν δραστικά την κατανάλωσή τους, σπρώχνοντας την οικονομία σε βαθύτερη και μακρόχρονη οικονομική κρίση ως αποτέλεσμα της αδυναμίας τους για αποταμίευση. Την κατάσταση αυτή τη βιώνουμε καθημερινά και κατ’ επανάληψη μας έχει απασχολήσει το πρόβλημα της υπερχρέωσης των νοικοκυριών. Εάν οι τράπεζες σταματήσουν να καλύπτουν τα ανοίγματα των οικογενειακών προϋπολογισμών, τότε με τον αναμενόμενο περιορισμό της ζήτησης αγαθών και υπηρεσιών θα ξεκινήσει μια οικονομική κρίση που γρήγορα θα «αγκαλιάσει» τον ιδιωτικό τομέα και θα επεκταθεί ταχύτατα και στον δημόσιο τομέα. Εκεί φτάσαμε!

Το συμπέρασμα από τα παραπάνω είναι ότι και οι τρεις τομείς οικονομικής δραστηριότητας διαθέτουν ελάχιστα περιθώρια αντοχής σε ενδεχόμενη οικονομική κρίση. Και αυτό είναι ένα σημείο που οι κυβερνήσεις της τελευταίας δεκαετίας δεν πρόσεξαν καθόλου. Έδωσαν μεγάλη προσοχή στη «βιτρίνα» (της οικονομίας) και οι «αποθήκες» (τα αποθέματα) άδειασαν. Και χρόνο με τον χρόνο εξαντλούνται, μέχρις ότου εξαφανιστούν. Είμαι πεπεισμένος ότι και οι δύο πρωθυπουργοί της δεκαετίας 1996-2006, ο Κώστας Σημίτης και ο Κώστας Καραμανλής, ποτέ δεν ζήτησαν από κάποιον υπουργό Οικονομίας ή από κάποιον οικονομικό σύμβουλό τους να υποβάλουν μια έκθεση σχετική με τις εξελίξεις στα αποθέματα αντοχής της οικονομίας. Όλοι τους θαμπώνονταν με τις εξελίξεις σε τομείς και μεγέθη ελάχιστου κοινωνικού και οικονομικού ενδιαφέροντος. Και τα δύσκολα τα προσπερνούσαν με υπερβολική ταχύτητα ή αδιαφορία. Τι να την κάνει ο εργαζόμενος τη συγκράτηση του πληθωρισμού, όταν η ακρίβεια είναι ασυγκράτητη; Τι να την κάνουμε την αύξηση του ΑΕΠ, όταν τα ατομικά εισοδήματα μειώνονται ή παραμένουν στάσιμα; Πώς να πιστέψει κανείς ότι η οικονομία πάει καλά, επειδή οι τράπεζες και οι μεγάλες επιχειρήσεις έχουν υπερκέρδη; Πώς να πείσεις ότι βαδίζουμε προς τη δημοσιονομική εξυγίανση, όταν βλέπεις ότι το κράτος πουλάει όσο όσο την περιουσία του σαν πτωχευμένος έμπορος; Πώς μπορεί ο κόσμος να πιστέψει ότι υπάρχει αύξηση των εσόδων του κράτους, όταν διαπιστώνει ότι χρόνο με τον χρόνο αυξάνεται ο δανεισμός του Δημοσίου; Πώς να πιστέψει ο επιδοτούμενος από τον ΟΑΕΔ άνεργος και ο φτωχός μεροκαματιάρης ότι βαδίζουμε προς την πραγματική σύγκλιση, όταν βλέπουν τα ειδοποιητήρια των τραπεζών να έρχονται «βροχή» στα σπίτια τους; Χωρίς αμφιβολία μάς σερβίρουν ψευδαισθήσεις!

Επιτέλους κάποτε πρέπει να σοβαρευτούν οι κρατούντες την εξουσία και να δουν τα πραγματικά προβλήματα της οικονομίας μας. Μήπως και μπορέσουν κάτι να διορθώσουν.


Σχολιάστε εδώ